Συχνά χρησιµοποιείται ο όρος «κοινή γνώµη». Τι είναι, αλήθεια, κοινή γνώµη;
Πιστεύω ότι είναι µέγεθος ασαφές, ασταθές, πιθανολογούµενο περισσότερο παρά µετρήσιµο και πάντως όχι ενιαίο. Είναι κάτι διαφορετικό από τη «βουή του πλήθους», από αυτό που ονοµάζουµε «κοινωνία», αλλά και από το εκλογικό σώµα. Κατά βάση είναι… κυλιόµενη γνώµη καθώς µεταβάλλεται διαρκώς. Συνήθως την επικαλούνται όσοι επιχειρούν να την επηρεάσουν ή προσπαθούν να την τοποθετήσουν δίπλα τους ως σύµµαχό τους. Σε κάθε περίπτωση η αναφορά στην «κοινή γνώµη» περιέχει υψηλό βαθµό αυθαιρεσίας.
Λίγα χρόνια πριν δηµόσιο πρόσωπο θεωρούσαν όποιον είχε παρουσία στα παραδοσιακά ΜΜΕ. Πλέον δηµόσιο λόγο αρθρώνει ακόµη και ένας influencer του Facebook. Πόσο έχει αλλάξει αυτό τις ισορροπίες;
∆ηµόσιο πρόσωπο είναι όποιος εµφανίζεται στον δηµόσιο χώρο µε σκοπό να πρωταγωνιστήσει ή να επηρεάσει τα πράγµατα. Το γεγονός ότι τα µέσα µε τα οποία µπορεί να υποστηρίξει τη δηµόσια παρουσία του είναι πλέον περισσότερα, ταχύτερα, διαφορετικά και µπορεί να τα διαχειριστεί ακόµη και µόνος του αλλάζει τις ισορροπίες υπέρ των αδυνάτων. Αλλά δεν αλλάζει την ουσία: η δηµόσια παρουσία κρίνεται από το περιεχόµενό της, όχι από τις τεχνικές µετάδοσης.
Ένας καλός επικοινωνιολόγος µπορεί να καλύψει τα κενά ενός ανεπαρκούς πολιτικού;
Είναι σαν να λέει κάποιος ότι µπορεί να εξαπατά τους πάντες και για πάντα. Ο πολιτικός για να έχει διάρκεια πρέπει να υπάρχει στον δηµόσιο χώρο µε τα πραγµατικά χαρακτηριστικά του. Οποιαδήποτε ψιµυθίωση από «ειδικούς» δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να κινείται επί της σκηνής µε τον πραγµατικό εξοπλισµό του. Αν δεν είναι ο εαυτός του αλλά το κατασκευασµένο είδωλό του, αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί.
Κάποιοι πολιτικοί περνούν περισσότερο χρόνο στα κανάλια παρά στα έδρανα της Βουλής. Αυτό λειτουργεί υπέρ τους;
Η επικοινωνία µε τα µέσα ενηµέρωσης εκτός από ανάγκη για την κοινοποίηση της δράσης του είναι και υποχρέωση του πολιτικού, µε την έννοια της συνεχούς λογοδοσίας. Η υπερέκθεση όµως δεν ωφελεί όταν δεν έχει αντίκρισµα πολιτικής. Οταν µιλάµε για βουλευτές, το βάρος της παρουσίας τους διαµορφώνεται στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, στη νοµοθετική πρωτοβουλία και την ανοιχτή πολιτική δράση. Μπορεί να καταλήγει σε ένα στούντιο, αλλά δεν µπορεί να αρχίζει από εκεί.
Έχουν ευθύνη τα ελληνικά ΜΜΕ στην άνοδο της ακροδεξιάς;
Πρωτίστως έχουν ευθύνη τα πολιτικά κόµµατα που άφησαν ακάλυπτους χώρους στην κοινωνία – µε την ελλιπή αντιπροσώπευσή της εκ µέρους τους. Τα ΜΜΕ ως φορείς ενηµέρωσης, κριτικής και ελέγχου δεν µπορούν να δηµιουργήσουν εξαρχής ένα πολιτικό ρεύµα µε ακραίες αντιλήψεις και πρακτικές – απλώς το καταγράφουν. Οταν, όµως, για να εδραιώσουν τη θέση τους απευθύνονται στα κατώτερα αισθήµατα της κοινωνίας ή λειτουργούν επιθετικά απέναντι σε οµάδες µε ιδιαιτερότητες, νοµιµοποιούν τις προϋποθέσεις που εκτρέφουν την ακροδεξιά ως τυφλό κοινωνικό σύµπτωµα και εν συνεχεία ως πολιτικό ρεύµα. Από αυτή την άποψη η ακροδεξιά είναι και δηµιούργηµα της παραπληροφόρησης.
Από τη µια οι δηµοσιογράφοι και από την άλλη οι κατευθυνόµενοι γραφιάδες. Πώς είναι η κατάσταση στα εγχώρια ΜΜΕ;
Το σηµερινό πρόβληµα των ΜΜΕ στην Ελλάδα είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Τη θέση του παραδοσιακού εκδότη, που επιδίωκε να εδραιώσει την επιχείρησή του διά της επιρροής της –πωλήσεις, ακρόαση, τηλεθέαση– και τη χρηµατοδότηση από το κοινό του, πήρε ο µεγαλοεπιχειρηµατίας που ιδρύει ή αποκτά ΜΜΕ για να υπερασπιστεί άλλες δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση µε την ενηµέρωση. Συνήθως είναι δραστηριότητες επιβολής των συµφερόντων του διά της χειραγώγησης της πολιτικής τάξης και της παραπληροφόρησης του κοινού. Οχι σπάνια όµως η απόκτηση ΜΜΕ σχετίζεται µε την ενίσχυση της υπεράσπισής του απέναντι στον νόµο που ελέγχει τις δραστηριότητές του. Ετσι η ενηµέρωση µετατρέπεται σε «φαιό» εµπόρευµα και ασπίδα προστασίας παρανόµων. Η διαφορά είναι µεγάλη. Μπορεί να την αντιληφθεί κανείς αν δει ποιοι έχουν πάρει τη θέση του Λαµπράκη, της Βλάχου, του Τεγόπουλου, του Μπότση και των άλλων επιχειρηµατιών της ενηµέρωσης – των «βαρόνων» που έλεγε ο Χρήστος Πασαλάρης. Αυτό έχει αποτέλεσµα τον εξοβελισµό της δηµοσιογραφίας ως αναζήτησης της αλήθειας υπέρ της κοινωνίας και της δηµοκρατίας. Σηµερα υπάρχουν καλύτεροι και επαρκέστεροι δηµοσιογράφοι, αλλα δεν υπάρχουν ΜΜΕ στα οποία να ασκήσουν δηµοσιογραφία.