Η εσωτερική λειτουργία των κομμάτων στην πατρίδα μας, με βάση ένα καταστατικό και δημοκρατικές διαφανείς διαδικασίες, αποτελεί σχετικά πρόσφατη κατάκτηση του πολιτικού μας συστήματος.
Του Γιώργου Κ. Στράτου
Μέχρι τη Μεταπολίτευση δεν υπήρχε ούτε ως σκέψη! Τα κόμματα ήταν αποκλειστικά αρχηγικά, άντε να ακουγόταν και η άποψη ενός στενού πυρήνα συνεργατών του αρχηγού. Οι βουλευτές επιλέγονταν επί τη βάσει… κληρονομικού δικαιώματος, όταν δεν τους επέβαλλαν οι κατά νομό παραδοσιακοί κομματάρχες, συνήθως ισχυροί οικονομικοί παράγοντες της περιοχής από τους οποίους εξαρτιόταν η επιβίωση ικανού αριθμού ψηφοφόρων και οι οποίοι επέβαλαν εν πολλοίς και την ακολουθητέα πολιτική, δεδομένου ότι αναλάμβαναν και τα έξοδα του εκλογικού αγώνα. Ακόμη και στα κόμματα της Αριστεράς, οι προβλεπόμενες εσωκομματικές διαδικασίες ποτέ δεν ανέτρεψαν ή δεν επέβαλαν άλλη πολιτική από αυτήν της ηγετικής ομάδας τους.
Μετά το τέλος της δικτατορίας, ο άνεμος εκδημοκρατισμού που σάρωσε τη χώρα δημιούργησε ένα εντελώς νέο σκηνικό. Πρωτοπόρο εδώ υπήρξε το ΠΑΣΟΚ, που ακολούθησε μια καινοφανή δομή λειτουργίας με νομαρχιακές, τοπικές και κλαδικές ανά κατηγορία εργαζομένων οργανώσεις, στην προσπάθειά του να αποκτήσει ερείσματα στην κοινωνία και να διευρύνει την πολιτική του επιρροή. Σαφώς η παρουσία του προέδρου του παρέμενε καταλυτική, αλλά ο δρόμος για να εισέλθουν στην πολιτική άνθρωποι που στο παρελθόν δεν θα μπορούσαν καν να το ονειρευτούν είχε ανοίξει για τα καλά. Μαζί και η δυνατότητα της βάσης να ακούγεται εντονότερα, τουλάχιστον για τα τοπικά ζητήματα.
Το εγχείρημα, πέρα από επιβεβλημένο για τον εξευρωπαϊσμό της πολιτικής ζωής στη χώρα, απεδείχθη και επιτυχημένο, καθώς εξασφάλισε στο κόμμα του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου μεγάλα διαστήματα παραμονής στην εξουσία. Για να την ανακτήσει η Ν.Δ. αναγκάστηκε να το υιοθετήσει και αυτή. Θα περίμενε κανείς, ως φυσική εξέλιξη, η λειτουργία των κομμάτων μας στο εσωτερικό τους να γίνεται ολοένα δημοκρατικότερη, η παραγωγή πολιτικής από τα όργανά τους πλουσιότερη και η είσοδος άξιων και έντιμων ανθρώπων που ασπάζονταν την ιδεολογία τους στην πολιτική ευκολότερη. Αλίμονο, τα πράγματα όχι μόνο δεν εξελίχθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονται οι εκλογές για την ανάδειξη προέδρου στα κόμματά μας γεννά μεγάλα ερωτήματα τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά του όσο και ως προς τη δημοκρατική νομιμοποίηση της φιλοσοφίας του.
Πώς είναι δυνατόν με την καταβολή ενός ευτελούς ποσού να αποκτά δικαίωμα συμμετοχής στην κορυφαία εκλογική διαδικασία ενός κόμματος ακόμη και ένας πολίτης που μπορεί να είναι δηλωμένος αντίπαλός του; Ποιος είναι ο λόγος που οι εκλογικοί κατάλογοι -τους οποίους θα έπρεπε να απαρτίζουν μόνο τα μητρώα μελών των κομμάτων, τα οποία θα προσέρχονται στην ψηφοφορία με την επίδειξη της κομματικής τους ταυτότητας- να αντικαθίσταται από ένα ανεξέλεγκτο και ανομοιογενές πλήθος, το οποίο προσέρχεται για τους δικούς του λόγους, ευτελίζοντας ουσιαστικά την όλη διαδικασία;
Την εξοργιστική αυτή κατάσταση επιβάλλουν όσοι απεργάζονται την πλήρη απαξίωση της πολιτικής και τον απόλυτο έλεγχο όσων ασχολούνται με αυτήν. Και όλα αυτά υπό τις επικίνδυνες λαϊκίστικες επικλήσεις ύποπτων ανοήτων περί μίας τάχα μου ευρύτερης συμμετοχής και δήθεν ανοιχτών διαδικασιών. Λίγοι προβληματίζονται, ελάχιστοι τολμούν να την καταδικάσουν. Ο δρόμος προς την απόλυτη μετατροπή της πολιτικής σε ριάλιτι γίνεται διάπλατος. Θα την «απολαύσουμε»…