Η τακτική του στην εξεταστική ήταν επίθεση αντί για άμυνα, αμφισβήτηση στοιχείων και προσεκτικές αναφορές για τους συγγενείς. Απέτυχε σε όλα!
Προετοιμαζόταν κοντά έναν χρόνο γι’ αυτή τη στιγμή, από τότε που δάκρυζε υποκριτικά στον τόπο του δυστυχήματος και υπέβαλε μια ψευτοπαραίτηση για τα μάτια του κόσμου. Στις οκτώμισι ώρες που κατέθετε χθες ο Καραμανλής του Αχιλλέα στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής είχε στο μανίκι του μια απάντηση για κάθε ερώτηση. Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι είχε έτοιμο κι ένα δάκρυ, για παν ενδεχόμενο.
Ηταν σαφές ότι με το νομικό του επιτελείο έχτιζε μεθοδικά και επί μήνες την τακτική: Επίθεση αντί για άμυνα, αμφισβήτηση όσων στοιχείων μπορούσαν να τον μπλέξουν και καμία πρόκληση στους συγγενείς. Απέτυχε σε όλα!
Αντί για σιγουριά στις απαντήσεις του, ο Καραμανλής έβγαζε θρασύτητα κι έδειχνε αμετανόητα ανεύθυνος. Το μοναδικό, κατά τον ίδιο, λάθος του ήταν ότι «Δεν κατάφερα και δεν καταφέραμε να ξεριζώσουμε από εργαζομένους, από διοικητικά συμβούλια, από ανθρώπους με ευθύνη, αυτή τη νοοτροπία τού “έλα μωρέ”. Αυτή η ανευθυνότητα να μην ακολουθούμε κατά γράμμα τον Γενικό Κανονισμό Ασφάλειας είναι νοοτροπία δεκαετιών», όπως είπε δασκαλίστικα κι εκ του ασφαλούς. Δείχνοντας τον απρόσεχτο σταθμάρχη, τον συνάδελφό του που έφυγε 45′ νωρίτερα από το πόστο και τον νεκρό μηχανοδηγό που δεν ειδοποίησε.
Αντί για σαφείς απαντήσεις, επιχειρούσε μόνο να θολώνει τα νερά. Οπως ότι «άμα είχε τηρηθεί ο Γενικός Κανονισμός Ασφάλειας των Σιδηροδρόμων, θα είχε αποφευχθεί η σιδηροδρομική τραγωδία», προσπαθώντας να μετατοπίσει τις ευθύνες στον ανθρώπινο παράγοντα.
Και στο τέλος κατάφερε να προσβάλει ακόμα και τους συγγενείς των θυμάτων, λάθος ασυγχώρητο σε μια τέτοια επικοινωνιακή παράσταση. Είπε ότι έχει επικοινωνήσει με κάποιους εξ αυτών, ότι οι περισσότεροι έχουν… βουβό πόνο, αλλά θεωρεί ότι δεν είναι ακόμη η ώρα να τους δει από κοντά. Και να τους κοιτάξει στα μάτια, αν μπορεί βέβαια. «Προσπαθώ να καταλάβω τον πόνο τους, μπορεί να λένε και πράγματα με στοιχείο υπερβολής λόγω του πόνου τους» κατέληξε, κατηγορώντας τους συγγενείς των θυμάτων ότι είναι και υπερβολικοί σε όσα λένε.
Για την κυβέρνηση και προσωπικά τον πρωθυπουργό που τον καλύπτει με κάθε τρόπο, ο Καραμανλής κατάφερε να βγει «ατσαλάκωτος» από τη διαδικασία. Ειδικά από τη στιγμή που οι περισσότεροι εισηγητές της αντιπολίτευσης έδειχναν να μην είναι τόσο καταρτισμένοι όσο ο ίδιος.
Ο πρώην υπουργός Μεταφορών, άλλωστε, είχε ξετρυπώσει κάθε διέξοδο και παραθυράκι σε περίπτωση που βρεθεί σε δύσκολη θέση, όμως όσοι τον «ανέκριναν» στην εξεταστική δεν είχαν το ίδιο οπλοστάσιο ούτε ήταν τόσο προετοιμασμένοι ώστε να τον αγχώσουν. Φάνηκε να γνωρίζουν καλά μόνο αποσπάσματα απ’ όσα προκάλεσαν την τραγωδία. Η στάση του σώματος και ο απωθητικός τρόπος με τον οποίο ο Καραμανλής κατηγορούσε αποκλειστικά την… αντιπολίτευση για τα Τέμπη ήταν ο ορισμός της πολιτικής αναισθησίας. Εναν χρόνο τώρα και δεν έχει ακόμη καταφέρει να πείσει ότι πράγματι «νοιάζεται». Ας αναρωτηθεί τι φταίει ώστε μόνο οι ψηφοφόροι του στις Σέρρες να τον θεωρούν ακόμα αλάθητο… Μεσσία, κάτι που δεν συμβαίνει πουθενά αλλού σε όλη τη χώρα.
Ο βουλευτής ταμπουρώθηκε πεισματικά πίσω από την επιχειρηματολογία του ανθρώπινου λάθους ως μοναδικό αίτιο της τραγωδίας κι ας έχουν συμπεράνει ακόμα κι οι εμπειρογνώμονες της επιτροπής Γεραπετρίτη ότι «μόνο το ETCS χρειαζόταν» για να έχει αποφευχθεί το δυστύχημα.
Ο Καραμανλής έφτασε να κουνάει και το δάχτυλο χθες, καυτηριάζοντας την τάση στην Ελλάδα να γίνονται όλα πολιτική, ξεχνώντας βολικά ότι η τραγωδία στα Τέμπη δεν έγινε σε κενό. Ηταν μια ανθρωπογενής και πολιτικά προκαλούμενη καταστροφή. Με την ευθύνη να βαραίνει τις αποφάσεις πολιτικών για εκπτώσεις στην ασφάλεια, με κατάληξη τον θάνατο 57 ανθρώπων.
«Ψάξτε τον αληθινό φταίχτη στις διαχρονικές παθογένειες του Ελληνικού Δημοσίου» ήταν η γραμμή άμυνας του Καραμανλή, «καταδικάζοντας» τη νοοτροπία τού «έλα, μωρέ», όταν της ίδιας σχολής είναι και ο ίδιος.
Ποιος άλλος με τέτοια εξουσία θα απαντούσε έναν χρόνο αργότερα «δεν ξέρω» στην ερώτηση «πόσο έτρεχε το μοιραίο τρένο;» Ποιος θα έλεγε «ούτε αυτό το γνωρίζω», όταν σε μια εξεταστική αναρωτιόταν οποιοσδήποτε συνάδελφός του «αλήθεια, με ποια ταχύτητα κινούνται τα τρένα σήμερα;» Για τα χημικά που εντοπίστηκαν σε ρούχα θυμάτων και στον μπαζωμένο με κυβερνητική εντολή τόπο της τραγωδίας, όπως ξυλόλιο, που δεν δικαιολογείται η ύπαρξή του, ο Καραμανλής πάλι δεν είχε απάντηση.
Αν και δεν παραδέχτηκε ότι δεν λειτουργούσε κανένα προηγμένο σύστημα ασφαλείας (ETCS, GSMR κ.ά.), εξακολουθούσε να χρεώνει την τραγωδία αποκλειστικά σε σταθμάρχες και μηχανοδηγούς που «δεν ακολούθησαν τη… Βίβλο των σιδηροδρόμων».
Οσον αφορά αυτά για τα οποία θα μπορούσε να φέρει την πολιτική ευθύνη, ο Καραμανλής παρίστανε πάντα τον ανήξερο, και αν η δύσκολη ερώτηση επέστρεφε, ήταν εκεί ο πρόεδρος της εξεταστικής Μαρκόπουλος για να διακόψει κάθε απόπειρα πίεσης. Για όσα έβλεπε ότι οι «αντίπαλοί» του δεν ήταν προετοιμασμένοι, έκανε αντεπίθεση. Διαλαλώντας από την αρχή μέχρι το τέλος ότι η βουλευτική του ασυλία δεν τον προστατεύει από ποινικές ευθύνες κι επαναλαμβάνοντας τουλάχιστον 10 φορές ότι έχει -ασφαλώς- εμπιστοσύνη σε μια Δικαιοσύνη που δεν τον έχει καν αγγίξει μέχρι σήμερα. Αλήθεια, ποιον θεωρεί ότι κοροϊδεύει ο Κώστας Αχ. Καραμανλής;