Η πατρίδα μας βρίσκεται σήμερα σε ένα μεταίχμιο: Οι Ελληνες βιαζόμαστε γενικώς να περάσουμε, έπειτα από μία δεκαετία Μνημονίων και μία διετία πανδημίας, στο επόμενο στάδιο. Να βγούμε από τη «γωνία» στην οποία μας είχαν βάλει και να… ανοίξουμε περπατησιά. Υπό αυτήν την έννοια, θέλουμε να ξεχάσουμε. Να πάμε παρακάτω. Να μην εγκλωβιστούμε στο χτες.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Η συζήτηση για τα αίτια της χρεοκοπίας, τους χειρισμούς της πολιτικής μας ηγεσίας και τη συμπεριφορά των δανειστών αποτελεί σήμερα για εκατομμύρια Ελληνες ένα κακό όνειρο, που θέλουν να αφήσουν πίσω τους το ταχύτερο δυνατόν. Η έγνοια μας είναι να απολαύσουμε την αποκατάσταση του ονόματός μας, το οποίο στιγματίστηκε βαριά εκείνη την περίοδο σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάθε συζήτηση που αφορά το παρελθόν, λοιπόν, αντιμετωπίζεται με δυσθυμία. Ως «περσινά ξινά σταφύλια».
Από την άλλη, όμως, αν θέλουμε αυτήν τη φορά να απολαύσουμε τη φήμη μας (είναι σίγουρα εντυπωσιακό πώς καταφέραμε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να πετάξουμε από πάνω μας όλες τις ρετσινιές που μας φόρτωσαν, με συνέπεια να θεωρηθούμε στο μέλλον λαός-υπόδειγμα στη διαχείριση της κρίσης), τότε η συζήτηση για την Ιστορία μας είναι απολύτως απαραίτητη. Όποια αισθήματα και αν μας προκαλεί.
Τα βιβλία που εκδίδονται αυτήν την εποχή αλλά και προηγουμένως για τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης κατά τη διάρκεια των Μνημονίων μπορεί να μην προκαλούν ρίγη συγκινήσεως ή φρενίτιδα ενθουσιασμού, μπορεί κανείς να μην τα παίρνει μαζί στην παραλία για μελέτη, ωστόσο, από τη στιγμή που τυπώθηκαν, θα υπάρχουν. Θα μείνουν εκεί έτοιμα για όποιον θέλει να αντιληφθεί τι δεν πρέπει να κάνει η χώρα στο μέλλον και για τις γενιές που έρχονται, ώστε να αποφύγουν αντίστοιχες περιπέτειες.
Υπό αυτήν την έννοια, θεωρώ χρήσιμο επί της αρχής το τελευταίο συγγραφικό εγχείρημα του Ευάγγελου Βενιζέλου, που φέρει τον τίτλο «Εκδοχές πολέμου 2009-2022» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Θα το διαβάσω. Και είτε συμφωνήσω με την προσέγγιση του κύριου Βενιζέλου είτε διαφωνήσω (πιθανότερο το δεύτερο), είμαι βέβαιος πως θα έχω κέρδος από τη μελέτη της πληροφορίας.
Στην ομιλία που έδωσε προχθές το βράδυ στο Βυζαντινό Μουσείο ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είπε κάτι περίπου δολοφονικό, ότι «η ακρίβεια στην παράθεση των γεγονότων είναι καμιά φορά πιο αυστηρή και από τους χαρακτηρισμούς». Ανθρωποι που τον ξέρουν υποστηρίζουν ότι αυτό το «καρφί» απευθυνόταν στον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, μολονότι προσεκλήθη στην εκδήλωση, δεν παρέστη. Και δεν παρέστη γιατί γνωρίζει ότι το βιβλίο περιέχει δυσάρεστες αλήθειες. Δυσάρεστες ακρίβειες. Και, ως γνωστόν, το πιο κοφτερό μαχαίρι είναι το βαμβάκι.
Ο κύριος Βενιζέλος, μπορεί να κριθεί και να επικριθεί για τη διαχείριση των πεπραγμένων του τόσο ως υπουργός των Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ όσο και ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά, ωστόσο είναι γνωστό τοις πάσι ότι το πρώτο κρίσιμο έτος της διακυβέρνησης Παπανδρέου, οπότε κρίθηκε η υπαγωγή της χώρας στα Μνημόνια, έμεινε εκτός του σκληρού πυρήνα λήψεως αποφάσεων. Κάτι που αναγνωρίζει στο βιβλίο του «Χρόνια δοκιμασίας» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) ο πρώην υπουργός Χάρης Καστανίδης, ο οποίος αποκαλύπτει ότι ο πρωθυπουργός άφηνε στο βαθύ σκοτάδι τον υπουργό Αμυνάς του για κρίσιμες αποφάσεις. Οπως η νομοθετική πρωτοβουλία για την καθιέρωση του δημοψηφίσματος.
Έχουν αξία, λοιπόν, οι επισημάνσεις Βενιζέλου όχι διότι ο ίδιος αξιολογείται για τους χειρισμούς του σε μια κατάσταση που παρέλαβε, τη χώρα υπαχθείσα στα «νύχια» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Στρατηγική απόφαση η οποία ελήφθη, όπως μου είχε αποκαλύψει σε τηλεοπτική συνέντευξη ο Ανδρέας Λοβέρδος, σε ένα υπουργικό συμβούλιο στο οποίο δεν τηρήθηκαν πρακτικά! Έχουν αξία οι επισημάνσεις του, γιατί βοηθούν στο εξής: Ο Παπανδρέου αξιολογείται για μία κατάσταση στην οποία οδήγησε τη χώρα και την οποία θα μπορούσε να έχει αποφύγει. Θα μπορούσε να την είχε αποφύγει, αν είχε συναινέσει στα μέτρα που του ζήτησε να λάβουν από κοινού ο Κώστας Καραμανλής τον Απρίλιο του 2009. Θα την είχε αποφύγει, αν δεν προσέφευγε σε μπαράζ λαϊκισμού στις εκλογές του 2009, με το περίφημο «λεφτά υπάρχουν». Θα μπορούσε να την είχε αποφύγει, αν αμέσως μετά τις εκλογές διέκοπτε τον λαϊκισμό, αθετούσε τις υποσχέσεις του και λάμβανε μέτρα, χρεώνοντάς τα -έστω- στην προηγούμενη κυβέρνηση.
Όμως ο Παπανδρέου συνέχισε το αμέριμνο ταξίδι του «λεφτά υπάρχουν», απέρριψε διά του Παπακωνσταντίνου πρόταση του Γιούνκερ για ευρωπαϊκό μνημόνιο χωρίς Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Νοέμβριο του 2009, συνέταξε έναν προϋπολογισμό παροχών και τελικά έριξε τη χώρα στα βράχια της εξάρτησης (στο Καστελόριζο τον Μάιο του 2010). Χορεύοντας, μάλιστα, και ένα… υπερήφανο ζεϊμπέκικο γι’ αυτήν του την επιτυχία σε ξενυχτάδικο της Νέας Ερυθραίας.
Προφανώς, κάθε κυβέρνηση αυτής της ιστορικής περιόδου έχει τις ευθύνες της. Αλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο. Το μέγα θέμα είναι όμως ότι, ανεξαρτήτως βαθμού ευθυνών, η παρτίδα για την Ελλάδα, όπως ομολογούν πλέον όλοι οι ξένοι πρωταγωνιστές της περιόδου εκείνης, σωζόταν. Δεν χρειαζόταν τόση ύφεση. Η εσωτερική υποτίμηση ήταν απόφαση της τότε κυβέρνησης, μας αποκάλυψε ο Σόιμπλε.
Μέχρι να μελετήσω, λοιπόν, το βιβλίο του κύριου Βενιζέλου, επιλέγω ένα απόσπασμα από την ομιλία του στο Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο επικυρώνει αυτήν την προσέγγιση των πραγμάτων. «Αργήσαμε», ομολόγησε ο κύριος Βενιζέλος. Αν και δεν θα ‘πρεπε να βάλει τον εαυτό του σε αυτόν τοΝ πρώτο πληθυντικό.
Για την ιστορία, λοιπόν, παραθέτω το εξαιρετικά ενδιαφέρον απόσπασμα από την ομιλία του, με το οποίο χρεώνει ευθύνες αργοπορίας στον Γιώργο Παπανδρέου, με την ελπίδα, αν στο μέλλον ποτέ η χώρα -και αυτό είναι το δίδαγμα- βρεθεί αντιμέτωπη με τέτοιου είδους προκλήσεις, ότι δεν θα αργήσει ξανά όσο άργησε ο ΓΑΠ.
Δήλωσε, λοιπόν, προχθές το βράδυ ο κύριος Βενιζέλος: «Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι αργήσαμε πάρα πολύ να συνειδητοποιήσουμε πώς θα εξελιχθούν με εκθετικό ρυθμό τα προβλήματα. Ηδη έως τον Νοέμβριο του 2009 ένα συμβολικό ερώτημα ήταν αν θα “παγώσουν” οι μισθοί πάνω από 2.000 ευρώ ή πάνω από 2.500 ευρώ. Οι περικοπές που έκανα στο υπουργείο Αμύνης, τις οποίες μνημόνευσε ο Γιώργος Ζανιάς προηγουμένως, ήταν 1,6 δισεκατομμύριο ευρώ, ποσό ισοδύναμο με το πρώτο κύμα περικοπής συντάξεων. Οι συντάξεις που περικόπηκαν με την πρώτη νομοθεσία, τη νομοθεσία του πρώτου Μνημονίου, ήταν 1,6 δισ. ευρώ και οι αμυντικές δαπάνες περικόπηκαν, για να υπάρχει ίση συνεισφορά, 1,6 δισ. ευρώ». (…)
Η μόνη λύση
«Από διακριτικότητα ο Γιώργος Ζανιάς δεν αναφέρθηκε σε άλλες σκηνές, όπως στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στη Θεσσαλονίκη επί τη ευκαιρία των εγκαινίων της Διεθνούς Εκθεσης τον Σεπτέμβριο του 2010, όταν έπρεπε να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για να πάμε στο δεύτερο πρόγραμμα. Μετά την περιβόητη σύγκρουσή μου με την τρόικα εδώ, στην Αθήνα, 31 Αυγούστου – 1η Σεπτεμβρίου του 2011, είχαμε κάνει μία σειρά από συμφωνίες με τον Γιούνκερ, τον Σόιμπλε, τον Ρεν, και έπρεπε να δώσουμε μία λύση πρακτική, με δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Περιμένουμε, λοιπόν, να αρχίσει η συνεδρίαση και έχουμε πάει με τον Γιώργο Ζανιά στο “Μακεδονία Palace” και αγναντεύουμε τον Θερμαϊκό, και εκεί καταλήγουμε ότι η μόνη λύση είναι ένα μέτρο σαν το ΕΕΤΗΔΕ, που θα εισπραχθεί και μέσω της ΔΕΗ, που έγινε ομόφωνα και με πολύ μεγάλη χαρά, σχεδόν λυτρωτικά, δεκτή ως πρόταση από το υπουργικό συμβούλιο. Αλλά θα δείτε στο βιβλίο πώς έγινε η εξαγγελία και η διαχείριση αυτής της υπόθεσης, η οποία κρατά έως σήμερα, στην πραγματικότητα».
Ο λαϊκισμός συνεχιζόταν και μετά τα Μνημόνια!