Μπορεί οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Δένδιας να υποδέχονταν τον Έλληνα πρόξενο στη Μαριούπολη, Μανώλη Ανδρουλάκη, και να του έδιδαν συγχαρητήρια, και όλοι μαζί να διαφήμιζαν τις… τέλειες ελληνο-ουκρανικές σχέσεις, τώρα όμως εμφανίζονται πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η ουκρανική μυστική υπηρεσία υπέκλεπτε συνομιλίες του προξενείου στη Μαριούπολη
Διπλωματικό σκάνδαλο στοιχειοθετούν οι πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η ουκρανική πλευρά παρακολουθούσε τη δραστηριότητα του ελληνικού προξενείου στη Μαριούπολη και υπέκλεπτε τις συνομιλίες των στελεχών και υπαλλήλων του, καθώς και τις συνομιλίες παραγόντων της ελληνικής Διασποράς σε αυτή την πόλη της νοτιοανατολικής Ουκρανίας με τον πολύ μεγάλο ελληνικό πληθυσμό.
Οι πληροφορίες αυτές έκαναν την εμφάνισή τους στα ρωσικά Μέσα Ενημέρωσης, ενώ συνοδεύονταν από μαρτυρία μιας Ουκρανής καθηγήτριας ελληνικής γλώσσας, η οποία, όπως υποστήριξε, μετέφραζε στα ουκρανικά τα προϊόντα υποκλοπών των συνομιλιών του Έλληνα πρόξενου για λογαριασμό της μυστικής υπηρεσίας της Ουκρανίας.
Εάν επιβεβαιωθούν αυτοί οι ισχυρισμοί, θα πρόκειται για μείζον διπλωματικό σκάνδαλο, το οποίο κανονικά θα πρέπει να έχει συνέπειες στις σχέσεις Αθήνας – Κιέβου. Πόσο μάλλον, αφού η ελληνική κυβέρνηση συμπεριφέρεται άκρως φιλικά προς την ουκρανική κυβέρνηση, ενώ ανοικτά, πολιτικά, στρατιωτικά και ανθρωπιστικά, έχει στηρίξει το Κίεβο.
Οι υποψίες περί υποκλοπών των συνομιλιών σχεδόν όλων των μελών και στελεχών του ελληνικού προξενείου, δημιουργεί έντονες υποψίες ότι οι παρακολουθήσεις και υποκλοπές σε βάρος Ελλήνων διπλωματών και υπαλλήλων των ελληνικών Αρχών δεν περιορίζονταν στη Μαριούπολη. Εύλογα, μάλιστα, μπορεί να υποτεθεί ότι γίνονταν και σε βάρος του Έλληνα πρέσβη και των μελών της ελληνικής πρεσβείας στο Κίεβο, η οποία αποτελούσε πολύ σημαντικότερο «στόχο» για τις ουκρανικές μυστικές υπηρεσίες.
Η ελληνική πλευρά, η οποία εδώ και μήνες διαφημίζει ως … ιδανικές τις σχέσεις της με την ουκρανική, και ειδικά το υπουργείο Εξωτερικών οφείλει να απαιτήσει εξηγήσεις από το ουκρανικό υπουργείο Εξωτερικών και να ζητήσει άμεσα, με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο, επιβεβαίωση ή διάψευση των σχετικών πληροφοριών.
Διότι θα είναι απαράδεκτο να αποδειχθεί ότι μια θεωρούμενη από την ελληνική κυβέρνηση φιλική χώρα, επέτρεπε στις μυστικές υπηρεσίες της να υποκλέπτουν συνομιλίες Ελλήνων διπλωματών.
Αναλυτικότερα, η πρώην υπάλληλος της «υπηρεσίας ασφαλείας» της Ουκρανίας (CBU) Κατερίνα Τσιπαρένκο, καθηγήτρια νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, σε συνέντευξή της παραδέχτηκε ότι επί δύο χρόνια μετέφραζε τις συνομιλίες Ελλήνων, και ειδικότερα του προξένου, του αναπληρωτή του – εκτελούντος τέτοια χρέη, του μεταφραστή τους, καθώς και εκπροσώπων της Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Ουκρανίας (Σύλλογος της ελληνικής Διασποράς στην περιοχή).
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το υλικό που συγκεντρωνόταν, προερχόταν από υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών, καθώς και βιντεοσκοπήσεις από κρυφή κάμερα εντός του γραφείου του Έλληνα γενικού προξένου. Παρακολουθούνταν, επίσης, οι κινήσεις, οι επαφές τους, οι προσωπικές συνομιλίες τους, και συγκεντρώνονταν κάθε λογής άλλες πληροφορίες.
Εάν, πράγματι, συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε οι ουκρανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν κάνει σουρωτήρι το ελληνικό προξενείο. Κάτι που δημιουργεί εύλογες υποψίες για αντίστοιχες κινήσεις και στην ελληνική πρεσβεία στην ουκρανική πρωτεύουσα.
Εάν ευσταθούν όλα αυτά, εύλογα προκύπτει το άκρως ανησυχητικό ερώτημα: Άραγε, το υπουργείο Εξωτερικών εφάρμοζε ή όχι τα προβλεπόμενα πρωτόκολλα ασφαλείας που υπάρχουν για την προστασία των διπλωματικών αποστολών της χώρας μας στο εξωτερικό; Είχε γίνει ποτέ «σάρωση» των χώρων του ελληνικού προξενείου (και κυρίως της πρεσβείας στο Κίεβο) από ειδικούς των αρμοδίων ελληνικών Υπηρεσιών;
Επιπλέον, κατά την Τσιπαρένκο, στοιχεία συγκεντρώνονταν και για τους καθηγητές της νεοελληνικής γλώσσας, που στέλνονταν (από το υπουργείο Παιδείας) από την Ελλάδα στη Μαριούπολη.
Στα ρωσικά ΜΜΕ, τέλος, εμφανίστηκε καταγγελία από τον κάτοχο ελληνικού διαβατηρίου, Πέτρο Τζίφα, ο οποίος δήλωσε ότι, ευρισκόμενος στη Μαριούπολη, πριν το ξέσπασμα του πολέμου, πιθανώς μέλη της ουκρανικής μυστικής υπηρεσίας τον προσήγαγαν για ανάκριση και αφού τον κράτησαν για πολλές ώρες, τελικά τον άφησαν ελεύθερο αφού πλήρωσε «μπαχτσίσι».