Σε ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ σημειώματά μας, από αυτήν εδώ τη θέση, εντοπίσαμε μια αξιοσημείωτη μεταβολή στον τρόπο διενέργειας των δημοσκοπήσεων από τουλάχιστον μία εταιρία και θέσαμε τον προβληματισμό αν μέσα σε συνθήκες πολέμου το δίλημμα της αυτοδυναμίας έναντι της ακυβερνησίας μπορεί να φέρει τα ίδια πολιτικά αποτελέσματα, όπως στο παρελθόν, όταν ετίθετο σε καιρό ειρήνης.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Παρατηρήσαμε με ενδιαφέρον ότι η εταιρία Marc ξεκαθάρισε πως στο μέλλον θα αποφεύγει να προχωρά σε εκτίμηση προθέσεως ψήφου και θα περιορίζεται μόνο στα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις μετρήσεις της, χωρίς αναγωγή των αναποφάσιστων.
Αυτό δεν έγινε τυχαία. Μια πρόχειρη ματιά στη σύνθεση των αναποφάσιστων ψηφοφόρων δείχνει ότι μετά βίας οι μισοί προέρχονται από τις τάξεις των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας του 2019, ενώ ένα ποσοστό περίπου 30% αυτών είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Μετά την κήρυξη του πολέμου και την ανασφάλεια που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, όπως και σε όλη την Ευρώπη βέβαια, θέσαμε θεωρητικά, χωρίς να έχουμε πρόσβαση σε δεδομένα, ακόμη ένα ερώτημα: Εχει η αυτοδυναμία την ίδια ισχύ ως πολιτικό σύνθημα και πολιτικό αίτημα εν καιρώ πολέμου ή μήπως μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι Ελληνες επιζητούν καταλλαγή, εθνική ενότητα, απόρριψη της πόλωσης, του μίσους, των διαχωριστικών γραμμών και του πολιτικού ρατσισμού του ενός για τον άλλον; Δεν γνωρίζαμε κάτι, απλώς υποψιαζόμασταν ότι κάτι συνέβαινε. Η αίσθηση από την κοινωνία έρχεται καμιά φορά νωρίτερα από τις μετρήσεις και πριν αναγνωριστεί επισήμως ως τάση.
Μελέτησα με προσοχή τα ευρήματα της άκρως ενδιαφέρουσας δημοσκόπησης της εταιρίας Marc, που δημοσίευσε προχθές η φιλικότατη προς την κυβέρνηση εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», υπεράνω πάσης υποψίας. Τα μελέτησα και τα συνέκρινα με τα ευρήματα αντίστοιχης δημοσκόπησης που διενήργησε η ίδια εταιρία 15 Φεβρουαρίου 2022 για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤ1. Φαινομενικά η κυβέρνηση πρέπει να πανηγυρίζει, καθώς τόσο αυτή η μέτρηση όσο και άλλες προηγούμενες άλλων εταιριών συμφωνούν ότι η Νέα Δημοκρατία αναπλήρωσε τη φθορά της, ανακάμπτει και αυξάνει το ποσοστό της κατά μία μονάδα, κινούμενη στο 31% έως 32%.
Πρέπει επίσης να πανηγυρίζει διότι η διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να κινείται σε διψήφια ποσοστά. Υπάρχει όμως ένα εύρημα της δημοσκόπησης το οποίο θα πρέπει κανονικά να προβληματίζει το Μέγαρο Μαξίμου. Αναφέρομαι στην απάντηση που δίνουν οι πολίτες όταν τους τίθεται το ερώτημα εάν συμφωνούν με μία αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Θυμίζω ότι η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την αυτοδυναμία με ποσοστό που άγγιξε σχεδόν το 40% στις εθνικές εκλογές του 2019. Στην προχθεσινή μέτρηση της Marc το αίτημα για αυτοδυναμία, το οποίο άλλωστε απεκάλυψε ότι θα θέσει ο πρωθυπουργός στο εκλογικό σώμα στην τελευταία του συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, υποστηρίζεται μόλις από το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος!
Μόνον 25% υποστηρίζει το αίτημα για αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Και το ακόμη ανησυχητικότερο είναι ότι το ποσοστό αυτό εμφανίζεται μειωμένο κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την προηγούμενη μέτρηση της εταιρίας που έγινε για λογαριασμό του ΑΝΤ1 στα τέλη Φεβρουαρίου.
Τότε το ποσοστό των πολιτών που υπεστήριζε την αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στις προσεχείς εκλογές ήταν, όπως φαίνεται από τον σχετικό πίνακα που δημοσιεύουμε προς επιβεβαίωση του επιχειρήματός μας, 27%. Τι άραγε συνέβη και μέσα σε έναν μήνα, και ούτε, το ποσοστό για αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πέφτει, σύμφωνα με τις μετρήσεις που δημοσιεύουν φιλικότατες προς την κυβέρνηση εφημερίδες, κατά δύο ολόκληρες μονάδες;
Με όρους Σέρλοκ Χολμς νομίζουμε ότι η απάντηση είναι αυτονόητη: Είναι ο πόλεμος, ανόητοι. Δεν φταίει κανείς στην κυβέρνηση. Απλώς άλλαξε η ατμόσφαιρα. Η διεθνής ατμόσφαιρα. Και ο ελληνικός λαός, έμπειρος, προφανώς και συσπειρώνεται γύρω από την εκλεγμένη κυβέρνησή του, προφανώς και ζητά να εξαντληθεί η τετραετία και να μη γίνουν τώρα πρόωρες εκλογές, μας λέει όμως και κάτι ακόμη: συνεργαστείτε. Και το πρώτο βήμα για τη συνεργασία που μπορεί να οδηγήσει λόγω του πολέμου, αν αυτός επικρατήσει, σε αδιανόητα μεταβατικά σχήματα διακυβέρνησης είναι η μετριοπάθεια και η εγκατάλειψη του φανατισμού. Διότι αν η Ιστορία τα φέρει έτσι ώστε να χρειαστεί να συνεργαστούν για το καλό της πατρίδας σε συνθήκες πολέμου πρόσωπα αταίριαστα, ευνόητο είναι ότι θέση στις εξελίξεις θα έχουν μόνο οι πολιτικοί εκείνοι που δεν βρίζουν ή που δεν υβρίζονται μεταξύ τους και που κάνουν διάλογο τηρώντας στοιχειώδεις κανόνες ευπρέπειας και πολιτικού πολιτισμού.
Παρατηρώ αυτές τις μέρες στις εκπομπές πολιτικού διαλόγου που υποχρεωτικά επανήλθαν στις οθόνες μας λόγω των εξελίξεων πώς πολιτεύονται οι υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς βεβαίως και των άλλων κομμάτων, που σε συνθήκες πολιτικής ρευστότητας υποχρεωτικά θα κληθούν, αν προκύψει θέμα, να μετάσχουν σε διεργασίες. Οι υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας και οι βουλευτές της χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους μετριοπαθείς και σε ορισμένους φανατικούς, οι οποίοι με το λεξιλόγιό τους, τις φωνές τους, το μίσος τους, τον φανατισμό τους ψαρεύουν μεν προσωπικές ψήφους από τον σκληρό κομματικό πυρήνα της παρατάξεως, αλλά απωθούν τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους.
Η ηγεσία, οι βουλευτές και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται -θα δούμε για πόσο- να έχουν πάρει το μάθημά τους από τα εσωκομματικά στραπάτσα που υπέστησαν από τις συμπεριφορές του Παύλου Πολάκη και του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Δεν ξέρουμε για πόσο θα κρατήσει το θαύμα, αν πρόκειται για θαύμα, αλλά μετά την πρόταση μομφής η αντιπολίτευση και ο αρχηγός της, χωρίς να σπάνε το εθνικό μέτωπο στο ουκρανικό, κινούνται σε γενικώς μετριοπαθείς τόνους και αποφεύγουν τους τραμπουκισμούς που είδαμε από του βήματος της Βουλής. Είτε πρόκειται για πολιτική μεταμφίεση είτε για αλλαγή, έχω την εντύπωση ότι αντιλαμβάνονται την ατμόσφαιρα. Και το μέγα ζήτημα για τη Νέα Δημοκρατία δεν είναι εάν προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ κατά 10 μονάδες, κάτι που φαίνεται να ισχύει, αλλά ποιο θα είναι το ταβάνι της, ποια θα είναι η τύχη του πολιτικού αιτήματος για αυτοδυναμία και πώς πρέπει να προετοιμαστεί για τη νέα ατμόσφαιρα που δημιουργείται.
Προσωπικά, δεν έχω αμφιβολία ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις με συγκεκριμένο πολιτικό προσανατολισμό είναι καλύτερη λύση για την πατρίδα σε συνθήκες παγκόσμιας αβεβαιότητας και σε εποχές παγκόσμιων πολέμων. Το κρίσιμο σε αυτές τις περιόδους είναι η ταχύτης των αποφάσεων και όχι η μετατροπή των υπουργικών συμβουλίων σε μια απέραντη ΕΦΕΕ, η οποία, όπως γνωρίζουμε εμείς οι παλαιοί συνδικαλιστές των φοιτητικών συλλόγων, λόγω της απλής αναλογικής δεν αποφάσιζε για τίποτε! Ούτε για το ποιος θα είναι ο επικεφαλής πρόεδρός της! Εμενε για πολλά χρόνια ακέφαλη.
Το ζήτημα όμως που προκύπτει από τη δημοσκόπηση δεν είναι τι λέμε εμείς ούτε τι ευχόμαστε εμείς. Και δεν είναι η αποστολή μας να κάνουμε ειδήσεις τις ευχές μας, αλλά να αποτυπώνουμε την πραγματικότητα. Και ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Οτι μόλις το 25% των νεοδημοκρατών θέλει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ότι μόλις το 11% των συριζαίων ψηφοφόρων θέλει αυτοδύναμη κυβέρνηση και χονδρικώς το υπόλοιπο 64% τάσσεται σε διάφορες παραλλαγές υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας. Πρόκειται για μια νέα πραγματικότητα. Και καλό θα είναι, αντί να συμπεριφερόμαστε ότι δεν τρέχει τίποτα, να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε γιατί ο κόσμος σε αυτή τη συγκυρία επιλέγει το «όλοι μαζί» -σ’ αυτήν εδώ τη φάση τουλάχιστον- και δεν συγκινείται από παλαιά λάβαρα και παλαιά διακυβεύματα.