Γράφει ο Peanut
Μέρος Α: Η υπονόμευση της κυβέρνησης Σαμαρά και η ενημέρωση των βουλευτών του… ΣΥΡΙΖΑ
Το βράδυ της 14ης Ιανουαρίου 2015 στο Περιστέρι ήταν κρύο και βροχερό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μόλις είχε τελειώσει την ομιλία του στην γνωστή καφετέρια. Ο κόσμος έφευγε, η αίθουσα άδειαζε. Έμειναν μόνον οι πολύ δικοί του.
«Υπουργέ, τι βλέπεις στις εκλογές;» τον ρώτησε ο Κ.Π, γνωστό στέλεχος κομματικής τοπικής οργάνωσης στα «δυτικά».
Ο Μητσοτάκης, στην αρχή, τον κοίταξε δήθεν επιτιμητικά.
Μετά έγειρε προς το μέρος του, τον αγκάλιασε προστατευτικά από τον ώμο και τον έσπρωξε ελαφρά δύο βήματα μακριά από τους άλλους.
«Ρε τι μας νοιάζουν οι εκλογές. Εμείς το κόμμα θέλουμε να πάρουμε» του είπε χαμηλόφωνα και του έσφιξε λίγο περισσότερο τον ώμο.
Το βράδυ της 22ας Ιανουαρίου 2015 ήταν εξίσου κρύο στην Κηφισιά, μόνο που δεν έβρεχε.
Στο αστικό διαμέρισμα ήταν μαζεμένοι καμιά πενηνταριά νεοδημοκράτες που άκουγαν μάλλον αμήχανοι τον ομιλητή της βραδιάς να τους λέει: «Η ήττα μας στις εκλογές είναι δεδομένη!».
Αλλά το σχέδιο για την «δεδομένη ήττα» και την «άλωση του κόμματος» είχε ξεκινήσει αρκετό καιρό πριν από την νυχτερινή «εξομολόγηση» στο Περιστέρι.
Με την υπονόμευση της Κυβέρνησης Σαμαρά από τον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης η οποία (υπονόμευση) εκδηλωνόταν με στοχευμένες διαφοροποιήσεις.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις εξωραϊζόταν ως δήθεν μεταρρυθμιστικές πρωτοπορίες από την μηντιακή συμμαχία που είχε ήδη οικοδομηθεί γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Με τριπλό στόχο.
Την υπονόμευση της Κυβέρνησης Σαμαρά ώστε η Νέα Δημοκρατία να χάσει σίγουρα και με μεγάλη διαφορά τις εκλογές.
Την στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κερδίσει οπωσδήποτε τις εκλογές
Την «αβάντα» στον Κυριάκο Μητσοτάκη ώστε να καταφέρει να «πάρει το κόμμα».
Σίγουρος για την «αβάντα» (πρόδρομο της «λίστας Πέτσα») ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης έριξε στην μηντιακή αρένα την «αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων».
Με ρηχή επικοινωνιακή προσέγγιση θεώρησε ότι η «αξιολόγηση» εξυπηρετούσε την προσωπική ατζέντα του.
Γιατί ενώ έκοβε ψήφους δημοσίων υπαλλήλων από την Νέα Δημοκρατία, ταυτόχρονα προσέθετε σταυρούς προτίμησης στον ίδιο.
Και αυτό επειδή ενίσχυσε την μεταρρυθμιστική σκιαγράφησή του στο αμιγώς νεοδημοκρατικό εκλογικό σώμα.
Έπεσε (μερικώς) έξω και στα δύο.
Δεν κατάφερε να εκλεγεί πρώτος στην εκλογική περιφέρειά του όπως ανέμενε.
Δεν κατάφερε να χάσει η Νέα Δημοκρατία με την διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ που ο ίδιος επεδίωκε ώστε να ανοίξει ζήτημα ηγεσίας την αμέσως επομένη των εκλογών.
Αλλά η τότε άγαρμπη μηντιακή διαχείριση αυτού του νομοσχεδίου αποκαλύπτει σήμερα- επτά χρόνια μετά- το πρώτο μέρος του σχεδίου «άλωσης του κόμματος».
Δηλαδή την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο για την «αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων» ήταν ένας νομικός πομφόλυγας που ουδέποτε επρόκειτο να εφαρμοστεί.
Αλλά με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα του 2014 και με τις τότε απολύσεις στο δημόσιο δημιουργούσε ένα εκρηκτικό πολιτικό μείγμα σε βάρος της Κυβέρνησης Σαμαρά.
Γιατί ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης επέμενε ότι ένα ποσοστό 15% των δημοσίων υπαλλήλων έπρεπε υποχρεωτικά να βαθμολογηθεί με βαθμό κάτω από την βάση (δηλαδή με 1-6 στα 10).
Κανείς, βέβαια, δεν πίστευε τις διαβεβαιώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι οι «κάτω από την βάση» δεν θα απολυθούνε.
Γιατί είχαν απολυθεί, ήδη, σχολικοί φύλακες, δημοτικοί αστυνομικοί, καθαρίστριες και είχε κλείσει η ΕΡΤ.
Οι Σαμαράς-Βενιζέλος έπιασαν την σοβαρή πολιτική ζημιά που προκαλούσε η «ποσόστωση» του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Έτσι μέσα στο κατακαλόκαιρο (στις 2 Αυγούστου 2014) έδωσαν εντολή στον Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης να τροποποιήσει τον νόμο για την «αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων».
«Λίφτινγκ» ήταν ο σχετικός τίτλος που κυριάρχησε τότε στην ειδησεογραφία για την «κατάργηση της ποσόστωσης».
Κάπως ανασάνανε όσοι στην Νέα Δημοκρατία αγωνιούσαν για την μαζική προσχώρηση δημοσίων υπαλλήλων στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αμ δεν..
Το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων με την κατάργηση της «ποσόστωσης» αναρτήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε δημόσια διαβούλευση στις 20 Ιανουαρίου 2015.
Δηλαδή μόλις πέντε ημέρες πριν από τις εκλογές!
Επί έξι ολόκληρους μήνες ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης καθυστερούσε την κατάργηση της «ποσόστωσης».
Προκαλώντας αυτό που ο Πρωθυπουργός είχε προσπαθήσει να αποτρέψει στις 2 Αυγούστου 2014.
Την ραγδαία πολιτική φθορά της Νέας Δημοκρατίας στους δημοσίους υπαλλήλους.
Λίγο νωρίτερα (στις 16 Δεκεμβρίου 2014) ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ενημερώσει για το νέο σύστημα «αξιολόγησης στο δημόσιο» αντιπροσωπεία βουλευτών του … ΣΥΡΙΖΑ.
«Με το βλέμμα στην επόμενη ημέρα για την χώρα» όπως έγραφε χαρακτηριστικά το «Βήμα» .
Το καλύτερο: στις 7 Δεκεμβρίου 2014 (μόλις δύο ημέρες πριν ανακοινωθεί η επίσπευση της διαδικασίας εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, δηλαδή, στην ουσία, η προκήρυξη εκλογών) ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης είχε παραχωρήσει συνέντευξη στην «Καθημερινή».
Για να εξαγγείλει το «νέο σύστημα αξιολόγησης στο δημόσιο».
Στην εύλογη ερώτηση «γιατί δεν φέρατε το νέο σύστημα αξιολόγησης (δηλαδή την κατάργηση της «ποσόστωσης») νωρίτερα» έδωσε μια … διαχρονική απάντηση.
«Γιατί έπρεπε πρώτα να αλλάξουμε τις δομές του Δημοσίου. Αλλιώς θα ήταν σαν να βάζαμε το κάρο μπροστά από το άλογο»
Οι αλλαγές στις δομές του Δημοσίου (που στην ουσία δεν έγιναν) επανήλθαν ως πολιτικό αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη (ως πρωθυπουργού πλέον) με το «επιτελικό κράτος» του Γιώργου Γεραπετρίτη.
Το ναυάγιο του «επιτελικού κράτους» (με εξαίρεση τις ψηφιακές αλλαγές λόγω Covid-19) επιβεβαίωσε την εργαλειοποίηση της «αξιολόγησης» του 2014.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε την «αξιολόγηση» το 2014 για να αλώσει την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας (ως πρώτη φάση του αρχικού σχεδίου).
Από το 2019 χρησιμοποιεί το «επιτελικό κράτος» για να αλώσει το Δημόσιο και τον πλούτο του.
Βάζει πράγματι το κάρο (τον εαυτό του) μπροστά από το άλογο (το 2014 -15 την Νέα Δημοκρατία, τώρα όλους τους Έλληνες).