Τελικά είναι περισσότερες οι εγγύτητες που έχουν οι ηγεσίες της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ παρά οι διαφορές.
Και ο φρόνιμος Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπάκουος Αλέξης Τσίπρας αποτελούν γνήσια τέκνα της λάιφ στάιλ μεταπολιτικής κουλτούρας.
Τι σημαίνει αυτό;
Είναι και οι δύο οπαδοί μιας πολυσυλλεκτικής φλυαρίας, με μονόλογες τελικότητες (σκοπιμότητες), προσκολλημένοι σε γενόσημες ιδέες, και σε έννοιες με αυξανόμενες αναξιοπιστίες.
Επιθυμούν να εννοηματώσουν μια κοινωνία με αμαλγάματα τάσεων, η οποία αφού θα συντηρείται με την εξατομίκευση των πολιτών την ίδια στιγμή εκείνη (η εξατομίκευση) θα μετατρέπεται σε βαθιά ανασφάλεια.
Και οι δύο διακατέχονται από τη μακιαβελική αντίληψη που λέει, ότι η πολιτική δεν είναι ούτε ηθική αλλά ούτε ανήθικη, γιατί για να είναι επιτυχημένη πρέπει να είναι α-ηθική, που σημαίνει ότι οφείλει κάθε πολιτική πράξη να είναι απολύτως ανεξάρτητη από ηθικούς κανόνες και να μην κινείται στα πλαίσια αναφοράς των κριτηρίων εντιμότητας.
Το πραγματικό της πολιτικής και για τους δύο, αποτελεί ένα νεκρό απόθεμα θεσμού που έχει διαγράψει την πορεία του και κρίνεται εκτός ιστορικής διαστάσεως.
Αυτό που υπάρχει είναι το υπερπραγματικό.
Έτσι μέσα στη συνθήκη του υπερπραγματικού αυθεντίες, θεσμοί, θεσμοφοριάζοντες, κακοποιούν το πολίτευμα της δημοκρατίας με το υπερπραγματικό της διεθνοκρατίας.
Το υπερπραγματικό αποτελεί ουσιαστικά το θρίαμβο της ετερονομίας και του κομφορμισμού, γίνεται ο εύκρατος χώρος ώστε να διαγράψουν την πορείας τους, οι «λόγω μεν δημοκράτες» και «έργω προσωποκράτες». Και αυτό γιατί το υπερπραγματικό οδηγεί πάντα σ’ ένα απόκεντρο (décentré), αρνείται τη λαϊκή βούληση, τις ανάγκες των πολιτών, τις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις εν άλλοις λόγοις, ακυρώνεται ό,τι εκπορεύεται από την κοινωνία.
Και για τους δύο (Μητσοτάκη – Τσίπρα) η κοινωνία οφείλει να είναι το παρακολούθημα της πολιτικής αδράνειας, δηλαδή να βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων έτσι ώστε να διατηρείται το σύστημα των διαπλεκομένων ομάδων και των εξωθεσμικών κέντρων, το υπουργοκεντρικό μοντέλο και οι παρκαρισμένοι μανδαρίνοι. Που σημαίνει ότι διατηρούνται οι θέσεις ισχύος, οι μεριδιούχοι της εξουσίας η καταιγίδα της διαφθοράς, αλλά και οι συνεπαγόμενες ανισότητες για τους πολλούς.
Ως αλαλάζοντες νέο-κήρυκες, οι Μητσοτάκης και Τσίπρας, δηλητηριάζουν τη ζωή του τόπου με νεοπαγείς αφορισμούς και πολιτικές κατευθύνσεις όπως εκείνες του Πίτερ Ντράκερ που βλέπει να μην υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο business. Η σωτηρία μας έλεγε ο Πίτερ Ντράκερ δεν έρχεται από την κοινωνία αλλά από την αγορά.
Έτσι και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί, βλέπουν την κοινωνία ως κατακερματισμένη μάζωξη και διαιρετέα επ’ άπειρον, αποτελούμενη από συνάθροιση δεδομένων χωρίς προσδοκώμενη απόδοση. Ο Τσίπρας αποκαλούσε όσους αντιδρούσαν στην παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας, ως μη σκεπτόμενους, ως μάζα ασύντακτη και ο Μητσοτάκης όσους αντιδρούσαν στα μέτρα του κορωνοϊού ως ψεκασμένους.
Η γοητεία της κοινωνίας γι’ εκείνους έχει τελειώσει.
Αν ασχολούνται μαζί της είναι γιατί επενδύουν μόνο στις πελατειακές πρακτικές, δηλαδή σε εκβιαστικούς διορισμούς, επιβάλλοντας μεθοδεύσεις διατήρησης του πολίτη ως μοντέρνου δούλου, που κινείται στις κατηγορικές προσταγές του τύπου: «Μάθε να περιμένεις τις ανάγκες σου και τα δικαιώματά σου.»
Εκεί ακριβώς υπάρχει ένας ανταγωνισμός μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα, ουσιαστικά πρόκειται για ανταγωνισμό πολιτικής υπο-ανάπτυξης.
Και αυτό γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει μια πολιτική σαδιστικών συμβιβαστικών σχέσεων με το λαό, και ο Αλέξης Τσίπρας θέλει μια πολιτική μαζοχιστικής συμβεβλημένης σχέσης με το λαό
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκίνησε από τις απόψεις της «Σχολής του Σικάγου» τις αναχώνευσε με την κρυπτογραφία του ελληνικού κρατικο-κομματισμού και κατέληξε σ’ έναν εκσυγχρονιστικό λαϊκισμό (δηλαδή σ’ ένα σε σημιτικό μόρφωμα). Ο δε, Αλέξης Τσίπρας με αφετηρία τον σοσιαλοφιλελευθερισμό και με βάση το γραφειοκρατικό κομματικό του στερέωμα θα κάνει ευκαιρία την ευκολία και θα φτάσει σ’ έναν εργολαβικό ποπουλισμό λατινοαμερικάνικου τύπου.
Και οι δύο πάσχουν πολιτικά. Πάσχουν από πολιτικό πλουραλισμό, από πρότυπο διακυβέρνησης και από ακεραιότητα πολιτικού ύφους και ήθους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως μοντέλο διακυβέρνησης έχει τόσο ως προτακτική, όσο και ως παρατακτική και συντακτική διαδικασία το εταιρικό καθεστώς, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας το κοινοπραξικό καθεστώς.
Ταυτόχρονα αποστασιοποιούνται πλήρως από την ελληνική κουλτούρα αυτό διεφάνη και με την επέτειο των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης είδε την επέτειο ως φολκλόρ συλλογιστική αυταπάτη, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας – που παρέδωσε και το όνομα της Μακεδονίας – ως φυλετική (διάβαζε εθνικιστική) κουλτούρα.
Ημιμαθείς και προσήλυτοι στην politique de la comédie humaine αποτελούν ελλειμματικές κομματικές ηγεσίες και εκ των πραγμάτων τα δύο κόμματα έχουν ανάγκη επανίδρυσης.
Τους χαρίζουμε από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» (1956) του Γιάννη Ρίτσου τους παρακάτω στίχους:
«Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει —
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο
σκοτεινό διάδρομο…»
Ας καταλάβουν την ιστορική αποστολή τους, ας αφήσουν τις προσκυνημένες συμπεριφορές και ας υποψιαστούν επιτέλους τη συνυπαρτική του νοήματος της χώρας, αλλιώς κατεβάζουν ρολά.
Και δεν τελειώνουν από αγανάκτηση των πολιτών γιατί σήμερα τίποτα δεν ξεσπά, τελειώνουν από την αντιστρεπτότητά τους και την αντίφασή τους. Τελειώνουν στο σημείο εκείνο όπου μέσα στην μεγάλη τους ανωφέλεια, παραδίδονται στο τίποτα που θα τους καταπιεί.
Από ιδιάζουσα ναυτία θα τελειώσουν. Η ναυτία που πολλαπλασιάζεται και γίνεται επιταχυμένη αηδία και αδιαφορία για το πολιτικό σύστημα και δεν υπάρχει θέση για κανέναν από τους πολιτικούς εκπροσώπους να σταθεί στην εδραίωση κάποια αρχής. Αυτή είναι η ειρωνική αδιαφορία, η μαύρη τρύπα της πολιτικής.
Απόστολος Αποστόλου. Καθηγητής Φιλοσοφίας