Άλλα στηριζει ο Κυρ. Μητσοτάκης, άλλα οι Κ. Καραμανλής, Πρ. Παυλόπουλος και Ν. Δένδιας και άλλα ο Αντ. Σαμαράς.
Του Γ. Λακόπουλου από το anoixtoparathyro.gr
Ένα επικίνδυνο για τη χώρα φαινόμενο διαμορφώνεται εδώ και πολύ καιρό στα ενδότερα της κυβερνητικής παράταξης και σταδιακά βγαίνει στην επιφάνεια ως μείζον πρόβλημα στρατηγικού προσανατολισμού της κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά.
Είναι το φαινόμενο της παραταξιακής τριχοτόμησης για την ελληνική στάση στις τουρκικές προκλήσεις, με υποκρυπτόμενες ενδοκομματικές, αλλά και ενδοκυβερνητικές διαφορές.
Σύμφωνα με ερμηνεία ενδείξεων από έγκυρους αναλυτές ο Πρωθυπουργός βρίσκεται από τη μια πλευρά, από την άλλη ένας πρώην Πρωθυπουργός και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στη τρίτη ένας άλλος πρώην Πρωθυπουργός.
Κομματικά στελέχη, υπουργοί και βουλευτές κατατέμνονται αδήλως σ’ αυτές τις τρεις «γραμμές».
Αυτή πρωτοφανής πολυδιάσπαση μεγεθύνεται με την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην επιδιώκει συνεννόηση με τον προκάτοχό του, αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, που έχει εμπειρία χειρισμών σ’ αυτό το μέτωπο.
Αυτή η κατάσταση εξηγεί τα δραματικά αδιέξοδα στα οποία οδηγείται η κυβέρνηση.
Είναι φανερό ότι ο Πρωθυπουργός ασκεί σχεδόν προσωπική διπλωματία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, συχνά ερήμην του πεπειραμένου προσωπικού του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο υποστηριζόμενος από έναν κύκλο «θεωρητικών» του συμβιβασμού και με διπλωματικές συμβουλές από τις «τρεις κυρίες» του σώματος που βρίσκονται κοντά του ασκεί πολιτική που οδηγεί τη χώρα «ξυπόλυτη» στα αγκάθια διαλόγου με την Τουρκία.
Ήτοι χωρίς προαποφασισμένη ατζέντα και πάντως με ανοιχτό το ενδεχόμενο να τη φορτώσει η Τουρκία με τις διεκδικήσεις της.
Οι διατυπώσεις που χρησιμοποιεί ο Πρωθυπουργός δείχνουν να προλειαίνουν το έδαφος για «αναγκαίους», αλλά επώδυνους , συμβιβασμούς.
Από πολλές πλευρές του προσάπτουν ότι έχει αναλάβει δεσμεύσεις έναντι δυνάμεων που επιδιώκουν να «κλείσουν τα ελληνοτουρκικά»για δικούς τους λόγους ή ότι ασκεί μυστική διπλωματία που οδηγεί σε επικίνδυνους – και ερασιτεχνικούς – χειρισμούς.
Σε εντελώς διαφορετική γραμμή και με διαφορετικό πνεύμα, αλλά και διαφορετική ρητορεία κινείται ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, τον οποίο συχνά το πρωθυπουργικό σύστημα παραγκωνίζει και δρα ερήμην του.
Χαρακτηριστικό ότι ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας δεν συμμερίζεται τις ιδέες που εκπορεύονται από το Μέγαρο Μαξίμου είναι ότι αποφεύγει να επαναλάβει χαρακτηριστικές εκφράσεις του Πρωθυπουργού, έναντι της Τουρκίας.
Επιμένει στην πάγια ελληνική διατύπωση «συζητάμε μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ». Σε αντιδιαστολή με τον πρωθυπουργικό όρο «θαλάσσιες ζώνες» χωρίς προσδιορισμό, που αφήνει ανοικτή τη συζήτηση και για την αιγιαλίτιδα ζώνη. Για την οποία επισήμως ο Γ. Γεραπετρίτης προετοίμασε την κοινή γνώμη.
Χαρακτηριστικό της διαφοροποίησης Δένδια είναι ότι λίγα μόλις 24ωρα από την αναχώρηση του Πρωθυπουργού από τις Βρυξέλλες με επιστολή του προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θέτει επισήμως θέμα ενεργοποίησης του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι το «εργαλείο» πίεσης που υποβαθμίζει σταθερά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιπαραβάλλοντας άσφαιρους μαξιμαλισμούς με αιτήματα για εσωτερική κατανάλωση. Όπως το… «εμπάργκο όπλων» . Απέναντι στη…Γερμανία.
Η πρωτοβουλία του υπουργού τον απομακρύνει ακόμη περισσότερο από την στόχευση του Πρωθυπουργού και τον φέρνει μάλλον πιο κοντά στις θέσεις που ανέπτυξε πρόσφατα από το Καστελόριζο ο Προκόπης Παυλόπουλος, παρουσιάζοντας την πάγια εθνική πλατφόρμα:
«Υφίσταται μόνο η διαφορά οριοθέτησης της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και των αντίστοιχων θαλάσσιων ζωνών», δεν γίνεται συζήτηση «για την αμυντική θωράκιση των νησιών», η Ελλάδα έχει «υποχρέωση προστασίας της εθνικής και ευρωπαϊκής επικράτειας» -ειδικά με την «Στρατιά του Αιγαίου» απέναντι και πρωτίστως δικαιούται κατά το άρθρο 42 , τις θεσμικές εγγυήσεις ενεργοποίησης της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας», όταν απειλείται κράτος-μέλος της Ένωσης.
Οι θέσεις του εν ενεργεία υπουργού Εξωτερικών και του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας συγκλίνουν περισσότερο προς τις -αποκλίνουσες από την κυβερνητική πολιτική θέσεις που διατύπωσε προ έτους ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής:
«Η Ελλάδα …δεν πρέπει να επιτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της» …». Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των εθνικών συμφερόντων μας θα βασιστεί στις δικές μας δυνάμεις»… «Πιστεύουμε στο διάλογο», αλλά «δεν μας πτοούν απειλές και εκβιασμοί».
Και κυρίως: «Συστάσεις και προτροπές που μας καλούν τάχα να «λογικευτούμε και να τα βρούμε», πολύ δε περισσότερο πιέσεις φίλων, συμμάχων ή εταίρων, δεν γίνονται δεκτές, αν προσκρούουν στο εθνικό συμφέρον… Στη Θράκη, στο Αιγαίο, στην Κύπρο μετριέται η αντοχή του Ελληνισμού»
Από άλλη σκοπιά έχει καταθέσει δημοσίως με συνεντεύξεις του -αλλά και από το βήμα της Βουλής- ο Αντώνης Σαμαράς:
«Η Τουρκία κοντεύει να “γκριζάρει” το μισό Αιγαίο» «Να τους πείσουμε ότι αν έμπρακτα παραβιάσουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, είμαστε έτοιμοι και αποφασισμένοι για όλα» … «Διάλογο με «πειρατές» δεν κάνει κανείς!».
Ο ειδικός τρόπος λειτουργίας του κομματικού συστήματος δεν επιτρέπει στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και στους βουλευτές της ΝΔ να τοποθετηθούν απέναντι σ’ αυτές τις τρεις συγκρουόμενες γραμμές. Αλλά πολιτικοί παρατηρητές που γνωρίζουν τα εσωτερικά τής κυβερνητικής παράταξης σημειωνουν ότι η πρωθυπουργική θέση ίσως είναι μειοψηφική.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ελληνική εξωτερική πολιτική βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί καθώς η κυβέρνηση εμφανίζεται αδύναμη για ενδοπαραταξιακούς λόγους.
Ακόμη και η δυνατότητα συσπείρωση της πλειοψηφίας της στη Βουλή είναι προβληματική, όπως προέκυψε εμφανώς πρόσφατα με την απόπειρα να κυρώσει τις συμφωνίες με τη Β. Μακεδονία: μπροστά στον -ομολογημένο σχεδόν- κίνδυνο καταψήφισης τις απέσυρε.
Κανείς δεν θέλει να φανταστεί τι θα συμβεί αν ποτέ φτάσει στο σημείο να φέρει προς κύρωση όσα φαίνεται διατεθειμένη να συμφωνήσει με τη Τουρκία.