Οπωσδήποτε, η είδηση για την προφυλάκιση (ορθότερα: προσωρινή κράτηση) ενός πρώην υπουργού, και μάλιστα πρωτοκλασάτου, είναι επόμενο να προκαλέσει αίσθηση στην κοινή γνώμη, αλλά είναι επίσης γεγονός αρκετά σημαντικό ώστε να διεκδικήσει σχολιασμό και από τη δική μας στήλη.
Φυσικά, ο δικός μας ο σχολιασμός θα είναι λεξιλογικός, πολύ περισσότερο που θα σεβαστούμε το τεκμήριο της αθωότητας του κ. Γιάννου Παπαντωνίου -κάτι που, παρεμπιπτόντως, δεν έκαναν πολλοί πολιτικοί και σχολιαστές της αντιπολίτευσης, οι οποίοι παραλλήλισαν τον ακόμη αθώο κ. Παπαντωνίου με τον πολλαπλά και τελεσίδικα καταδικασμένο κ. Τσοχατζόπουλο.
Κατηγορείται ο πρώην υπουργός για ξέπλυμα χρήματος· πρόκειται για έναν παραστατικότατο λαϊκό όρο, μάλλον δάνειο από το αγγλ. money laundering, για το αδίκημα που επισήμως έχει τη σχοινοτενή ονομασία “νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες”. Η λαϊκή ορολογία συνεχίζει την εικόνα, αφού μια επιχείρηση που χρησιμοποιείται για ξέπλυμα ονομάζεται “πλυντήριο” -κι ας μην είναι τέτοια η επίσημη επιχειρηματική της δραστηριότητα.
Αλλά βέβαια για να έχουν ανάγκη από ξέπλυμα τα χρήματα πρέπει να είναι λερωμένα, να είναι προϊόν δωροδοκίας. Ο Τύπος κάνει λόγο για μίζα ύψους 2,8 εκατ. ελβετικών φράγκων και ήδη η λέξη “μίζα” αξίζει να μας απασχολήσει. Πρόκειται για δάνειο από το γαλλικό mise, από το οποίο άλλωστε προέρχεται και η άλλη μίζα, η αθώα, ο εκκινητήρας των αυτοκινήτων, αλλά και η μίζα του καζίνου και των χαρτοπαιγνίων, το ποσό που ποντάρει ο χαρτοπαίκτης. Να σημειωθεί και ο παράλληλος τύπος μίτζα, σε παλιότερα ιδίως κείμενα.
Όποιος προσφέρει μίζα, δωροδοκεί. Το ρήμα αυτό προέρχεται από τα αρχαία, αλλά υπέστη μια περίεργη εξέλιξη, αφού στην κλασική αρχαιότητα “δωροδοκώ” σήμαινε “δέχομαι να εξαγοραστώ με δώρα, διαφθείρομαι” και δωροδόκος ήταν ο χρηματιζόμενος, ο δωρολήπτης· για παράδειγμα στο “Περί στεφάνου” ο Δημοσθένης όταν λέει “τῶν μὲν ἐν τῷ πολιτεύεσθαι καὶ πράττειν δωροδοκούντων καὶ διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι” εννοεί δωροδοκούμενους. Ωστόσο, ήδη από την ελληνιστική περίοδο η σημασία αντιστράφηκε στη σημερινή.
Μίζα είναι αμοιβή, συνήθως σε αξιωματούχο, για παράνομη εκδούλευση. Συνήθως οι μίζες αφορούν μεγάλα ποσά, με πολλά μηδενικά. Για μικρότερα ποσά υπάρχει το φακελάκι, που έχει γίνει και διεθνής όρος, fakelaki -λέγεται π.χ. σε σχέση με γιατρούς. Ακόμα μικρότερα ποσά αφορά το γρηγορόσημο, το ποσό που υποτίθεται ότι δίνεται σε δημόσιο υπάλληλο που χειρίζεται μια υπόθεση για να επισπεύσει τη διεκπεραίωσή της. Μπαξίσι ή μπαχτσίσι, τουρκικό δάνειο περσικής αρχής, είναι το φιλοδώρημα που δίνουμε για μιαν εξυπηρέτηση -αλλά μπορεί να υπονοεί και δωροδοκία.
Τέλος, το κωλόκουρο, στη σημερινή σημασία της λέξης, είναι η (όχι μεγάλη) αμοιβή που δίνεται στους ελάσσονες εργολάβους που συμμετέχουν σε έναν στημένο διαγωνισμό του δημοσίου για να υποβάλουν προσφορά που να υστερεί. Η λέξη πάντως έχει την προέλευσή της στον αγροτικό κόσμο, αφού «κωλόκουρο» είναι κυριολεκτικά το μαλλί που προέρχεται από τα οπίσθια και τους μηρούς του προβάτου, το οποίο είναι δεύτερης ποιότητας.
Η ίδια η πράξη της δωροδοκίας στη λαϊκή γλώσσα λέγεται λάδωμα, ενώ λαδώνω σημαίνει “δωροδοκώ” και ο υπάλληλος που χρηματίζεται λέγεται λαδιάρης. Η εικόνα του τροχού που λαδώνεται (λιπαίνεται) για να γυρίζει εύκολα και αθόρυβα είναι πολύ χαρακτηριστική και ανάλογες υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες. «Αλείφτηκε ο τροχός, γι’ αυτό και δεν φωνάζει» είναι μια παλιά φράση που παραδίδει ο Νικόλαος Πολίτης, Στον Ζορμπά του Καζαντζάκη, ο Αλέξης Ζορμπάς διαβεβαιώνει το αφεντικό του ότι «θα λαδώσω τον τροχό και θα κυλήσει». Ο τροχός δεν λαδωνόταν μόνο με λάδι, αλλά και με άλειμμα, δηλαδή μαγειρικό λίπος. «Το κάνουμε εμείς και πάει. Του βάζουμε άλειμμα», διαβεβαιώνει τη γυναίκα του ο καπετάν Πανάγος στην «Πιτρόπισσα» του Παπαδιαμάντη.
Ο διεφθαρμένος αξιωματούχος που είναι ευεπίφορος σε δωροδοκία λέμε ότι “τα πιάνει” ή “του τα σπρώχνουν” ή “του τα στάζουν”. Αν σε αγώνα ποδοσφαίρου ακούσετε πως ο διαιτητής “είναι πιασμένος”, δεν εννοούν ότι υποφέρει από μυϊκή δυσκαμψία που τον εμποδίζει στις κινήσεις του.
Στα γαλλικά υπάρχει η φράση graisser la patte à quelqu’un, του λαδώνω το ξερό, ας πούμε (patte είναι το πόδι του ζώου και υποτιμητικά το ανθρώπινο χέρι). Η μίζα στα γαλλικά λέγεται pot de vin, κατά λέξη κανάτα με κρασί -δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε την προέλευση της λέξης, αρχικά ήταν το δωράκι που δίνουμε σε κάποιον για να πιει κάτι, το πουρμπουάρ που λέμε. Στα αγγλικά, λέγεται bribe (είναι και ρήμα), μια λέξη που έχει τις ρίζες της στην αργκό των επαιτών.
Οι ευφυολόγοι του Διαδικτύου, παίρνοντας έμπνευση από σκάνδαλα όπως της Ζίμενς (που μετονομάστηκε εξαιτίας αυτού σε Μίζενς) ή της Νοβάρτις συνέταξαν ολόκληρο «Μίζων ελληνικό λεξικό» με λήμματα σαν τον μιζολαβητή, το μιζεκλίκι ή την μιζονέτα. Αλλά αν η διαφθορά είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας, εξίσου αυτονόητη είναι και η απαίτηση για τιμωρία όσων κριθούν ένοχοι, χωρίς συγκαλύψεις και κουκουλώματα.
Πηγή: sarantakos.wordpress.com