Ψεύτικες ειδήσεις: Μια «ύπουλη» μόδα η οποία μετατρέπεται σε παγκόσμιο ζήτημα. Από τη στιγμή που το Διαδίκτυο καταλαμβάνει όλο και περισσότερο «χώρο» στον τομέα της ενημέρωσης, οι ψεύτικες ειδήσεις έχουν αρχίσει να κυριαρχούν και το πρόβλημα συνεχώς διογκώνεται. Ειδικά όταν βρίσκονται σε εξέλιξη μεγάλης κλίμακας γεγονότα.
«Ειδήσεις» και «αποκαλύψεις» που σε αρκετές περιπτώσεις γιγαντώνονται μόνο μέσω των social media και επηρεάζουν ακόμη και κεντρικά μέσα ενημέρωση-κολοσσούς με παγκόσμια εμβέλεια.
Πολιτικές σκοπιμότητες, συνωμοσιολογία, συμφέροντα, αφέλεια, σάτιρα ή απλώς… χαζομάρα κρύβονται πίσω από τέτοια περιστατικά, τα οποία δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο (και όχι μόνο) και πυροδοτούν εστίες έντασης, τις οποίες κυβερνήσεις και μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν να προβλέψουν.
Τη στιγμή που το πρόβλημα διογκώνεται, και σε ορισμένες περιπτώσεις το ψέμα υποκαθιστά πλήρως την αλήθεια, αναλυτές και δημοσιογράφοι εκτιμούν ότι πίσω από τα τρολς, τα κατασκευασμένα δημοσιεύματα και τη στοχοποίηση ίσως να κρύβεται και ακόμη μια προσπάθεια ελέγχου της ενημέρωσης και αποκλεισμού συγκεκριμένων ενημερωτικών προσπαθειών.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στις ΗΠΑ, όπου το πρόβλημα των ψευδών ειδήσεων έχει ξεπεράσει κάθε όριο, ανεξάρτητα μέσα καταγγέλλουν ότι ο θόρυβος αυτός πυροδοτείται και από μεγάλα συμφέροντα (πολιτικά και οικονομικά) για να φιμωθούν οι πιο ανεξάρτητες φωνές της ενημέρωσης.
Πριν από μερικές ημέρες οι ανταποκριτές του Guardian έκαναν μια μικρή προσπάθεια να καταγράψουν και να εξηγήσουν πως η κατάσταση αυτή στρεβλώνει τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις σε παγκόσμια κλίμακα. Τα γεγονότα είναι αποκαλυπτικά.
Γερμανία: Ένας βιασμός που δεν έγινε
Το γερμανικό πολιτικό σύστημα γίνεται όλο και πιο νευρικό για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η άνοδος των ψευδών ειδήσεων στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017. Τα ψεύτικα νέα και η ρωσικές παρεμβάσεις (είτε ασκώντας επιρροή σε ιστοσελίδες που παρουσιάζουν ψεύτικες ειδήσεις ή μέσω χάκινγκ ή μέσω κακής πληροφόρησης) χαρακτηρίζονται ως σοβαρή απειλή για τη δημοκρατική διαδικασία, ιδιαίτερα μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Από φήμες πως η Μέρκελ ήταν στη μυστική αστυνομία της ανατολικής Γερμανίας σε άλλες που αναφέρουν ότι είναι κόρη του Αδόλφου Χίτλερ, οι Γερμανοί φαίνεται πως είναι επιρρεπείς στην ψεύτικη πληροφόρηση.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη στις αρχές του 2016 με αναφορές πως ένα 13χρονο κορίτσι ρωσικής καταγωγής, γνωστή ως Λιζα Φ, έπεσε θύμα βιασμού στο Βερολίνο από πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή. Το θέμα είχε μεγάλη κάλυψη στα ρωσικά και γερμανικά μέσα που μετέφεραν τις φήμες ότι είχε απαχθεί όταν πήγαινε στο σχολείο της και βιάστηκε ομαδικά.
Η επίθεση αποδείχθηκε ότι είχε κατασκευαστεί, όπως απέδειξε γρήγορα η αστυνομία του Βερολίνου. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα της πόλης το κορίτσι πέρασε 30 ώρες με ανθρώπους που γνώριζε και η ιατρική εξέταση έδειξε ότι δεν είχε βιαστεί.
Αλλά η είδηση κυκλοφόρησε ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέσω ρωσικών ιστοσελίδων, εκατοντάδες βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν, μαζί με ακροδεξιές και ξενοφοβικές ομάδες. Ο Σεργκέι Λαβρόφ, υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, μάλιστα έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει την κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ ότι «έκρυψε την υπόθεση κάτω από το χαλί» αυξάνοντας τις υποψίες πως το Βερολίνο και το Κρεμλίνο προσπαθούν επίτηδες να οξύνουν τα πνεύματα.
Υπάρχουν εκτιμήσεις πως η ιστορία κυκλοφόρησε πρώτα από τη Ρωσία με στόχο να υποβαθμίσει την πολιτική της Μέρκελ στο προσφυγικό. Η καγκελάριος, άλλωστε, θεωρείται ως βασικός «εχθρός» της Ρωσίας για την υπόθεση της Ουκρανίας. Ο υπέρτατος σκοπός φέρεται να ήταν η αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό ιδιαίτερα από τη στιγμή που θα διεκδικήσει και τέταρτη θητεία.
Σε μια συνέντευξη στο Spiegel ο Χανς Γκεόργκ Μάασεν, επικεφαλής της γερμανικής υπηρεσίας ασφαλείας, κατηγόρησε τη Ρωσία πως χρησιμοποιεί τις τακτικές της KGB για παραπληροφόρηση. Μιλώντας στην Μπούντεσταγκ για αυτό το θέμα την προηγούμενη εβδομάδα η Μέρκελ είπε «Σήμερα έχουν ψεύτικες ιστοσελίδες, bots, τρολς, πράγματα που “αναγεννιούνται” ενισχύοντας απόψεις με συγκεκριμένους αλγόριθμους και πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτούς».
Ψεύτικες ειδήσεις διαδόθηκαν και στη γειτονική Αυστρία και χρησιμοποιήθηκαν για να δυσφημήσουν και τους δύο υποψήφιους στις εκλογές αυτής της Κυριακής. Πιο εντυπωσιακές ήταν οι επιθέσεις προς τον ανεξάρτητο υποψήφιο Αλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν, ο οποίος υποστηρίζεται από τους Πρασίνους, με τους αντιπάλους του να προσπαθούν να διαδώσουν τα νέα πως έπασχε από άνια και είναι βαριά άρρωστος.
Γαλλία: Ο υποψήφιος που συμπαθεί τους μουσουλμάνους
Τα τελευταία δέκα χρόνια στη Γαλλία έχει παρατηρηθεί μια μεγάλη αύξηση στην αναγνωσιμότητα εναλλακτικών ακροδεξιών ιστοσελίδων, μπλογκ και λογαριασμών στα κοινωνικά δίκτυα. Προωθώντας απόψεις που περιλαμβάνουν αντιμεταναστευτικά, εθνικιστικά μηνύματα αυτές οι ιστοσελίδες λειτουργούν ανεξάρτητα και δεν ελέγχονται από ένα πολιτικό κόμμα. Τροφοδοτούν, όμως, μια διάθεση δυσπιστίας για τα παραδοσιακά μέσα, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς.
Ο Σάμουελ Λοράν, επικεφαλής του τμήματος διασταύρωσης ειδήσεων της Le Monde, δηλώνει «Στη Γαλλία δεν υπάρχει ευρεία παρουσία εντελώς κατασκευασμένων ειδήσεων που να βγάζει χρήματα από διαφημίσεις, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ». Πρόσθεσε, όμως ότι η Γαλλία έχει δει πολλές περιπτώσεις διαστρέβλωσης, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων.
Ένα παράδειγμα, από την πρόσφατη κούρσα για τον υποψήφιο της γαλλικής δεξιάς, ήταν η καμπάνια στις ακροδεξιές ιστοσελίδες με ισχυρισμούς πως ο Αλέν Ζιπέ συνδέεται με τη μουσουλμανική αδελφότητα. Η κατηγορία αυτή χρονολογείται από τις εκλογές του 2014 όταν διαστρεβλωμένες ιστορίες κυκλοφόρησαν σε μια ακροδεξιά ιστοσελίδα, η οποία κατηγόρησε τον Ζιπέ ότι θέλει να χτίσει ένα κεντρικό τζαμί στο Μπορντό, όπου ήταν δήμαρχος. Η ιστορία πήρε διαστάσεις και… διανθίστηκε κατά τη διάρκεια των προκαταρκτικών εκλογών.
«Νομίζω ότι η επερχόμενη προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία θα είναι γεμάτη με τέτοιες περιπτώσεις» αναφέρει ο Λοράν.
Οι πρόσφατες επιθέσεις στο Παρίσι είχαν ως αποτέλεσμα να αναδειχθούν πολλές θεωρίες συνωμοσίας και διαστρεβλώσεις γεγονότων, ιδιαίτερα για τα όσα συνέβησαν μέσα στο Μπατακλάν. Υπήρχαν, άλλωστε, αναφορές ότι οι τρομοκράτες ακρωτηρίασαν τα θύματά τους, κάτι που κατατέθηκε και σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή που ερευνούσε τις υποθέσεις. Εκείνο, όμως που δεν έγινε γνωστό είναι πως υπήρχαν πολλές αναφορές αξιωματικών που τόνιζαν ότι δεν υπήρξαν ακρωτηριασμοί.
Υπάρχει, ακόμη, ένα αυξανόμενος αριθμός ψεύτικων πληροφοριών για τις εκτρώσεις στη Γαλλία. Η Βουλή έχει ήδη εγκρίνει κυβερνητικές προτάσεις για απαγόρευση ψεύτικων ιστοσελίδων που προσφέρουν πληροφορίες για τις εκτρώσεις. Οι ιστοσελίδες αυτές παρουσιάζοντα ως «ουδέτερες» και έχουν και αριθμούς τηλεφώνων όπου μπορούν να καλέσουν οι ενδιαφερόμενες. Στην ουσία, όμως, προωθούν την ατζέντα κατά των εκτρώσεων και πιέζουν τις γυναίκες να μην τερματίσουν την εγκυμοσύνη.
Η Λοράνς Ροσινιόλ, υπουργός υπεύθυνος για θέματα γυναικών είπε στην Βουλή την Πέμπτη ότι ομάδες κατά των εκτρώσεων δημιουργούν ιστοσελίδες που εμφανίζονται ως ουδέτερες, αλλά προσπαθούν επίτηδες να εξαπατήσουν τις γυναίκες. Σε αυτές τις ιστοσελίδες εργάζονται εθελοντές από ομάδες κατά των εκτρώσεων οι οποίοι δεν έχουν καμία εμπειρία και προσπαθούν να κάνουν τις γυναίκες να αισθανθούν τύψεις και ενοχές.
Ιταλία: Το ψέμα μπαίνει στην πολιτική
Στην Ιταλία η διάδοση της προπαγάνδας έχει ανησυχήσει την κυβέρνηση με έναν ανώτερο αξιωματούχο να φθάνει στο σημείο να καταγγέλλει προσπάθεια δυσφήμησής του από έναν μυστηριώδη λογαριασμό στο Twitter (έχει πλέον εξαφανιστεί). Το όνομα στον λογαριασμό ήταν Beatrice di Maio και πραγματοποιούσε συνεχείς επιθέσεις στην κυβέρνηση Ρέντσι.
Για παράδειγμα. Ένα ποστ στον λογαριασμό είχε την φωτογραφία της Έλενα Μπόσι, υπουργός Μεταρρύθμισης, στο τηλέφωνο. Υπαινισσόταν ότι μοιράζεται εκ τω έσω πληροφορίες με τον πατέρα της, ο οποίος είναι σημαίνων στέλεχος στην τράπεζα Etruria. Η τράπεζα διασώθηκε το 2015 από την ιταλική κυβέρνηση, αλλά δεν υπάρχει κανένα στοιχεία πως η Μπόσι βοήθησε τον πατέρα της ή έπραξε κάτι ύποπτο.
Οι επιθέσεις κατά του Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία έχουν αυξηθεί εξαιτίας του κρίσιμου δημοψηφίσματος. Σε κάποιες περιπτώσεις, ειδήσεις για την Ιταλία που μεταδόθηκαν από το ελεγχόμενο από το ρωσικό κράτος Russia Today ήταν ιδιαίτερα επικριτικές απέναντι στον πρωθυπουργό. Μια συγκεκριμένη περίπτωση, όπως την παρουσιάζει η La Stampa, η ρωσική ιστοσελίδα μετέδωσε ψευδώς ότι μια συγκέντρωση στη Ρώμη, η οποία πραγματοποιήθηκε από υποστηρικτές του Ρέντσι, ήταν από αντιπάλους της κυβέρνησης. Το ρεπορτάζ, βέβαια, έχει από τότε αφαιρεθεί.
Τα μέλη του κόμματος του Ματέο Ρέντσι έχουν παραπονεθεί αρκετές φορές για «εκστρατείες λάσπης» από ιστοσελίδες που ελέγχονται από το Κίνημα Πέντε Αστέρων, οι οποίες ευθύνονται για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και δυσφημιστικών ειδήσεων.
Κίνα: Μια καλή ευκαιρία για… λογοκρισία
Ενώ πλήθαιναν οι αναφορές πως οι ψεύτικες ειδήσεις επηρέασαν την προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ, η Κίνα διαφήμιζε το σύστημα «ελέγχου του Διαδικτύου» που εφαρμόζει, παρουσιάζοντας την ελευθερία του λόγου ως προβληματική όταν μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα εκλογών.
Ένα άρθρο στην κινεζική Global Times, εφημερίδα που συνδέεται στενά με την People’s Daily εφημερίδα φερέφωνο του Κομμουνιστικού κόμματος, ανέφερε ότι η χώρα πρόκειται να ενδυναμώσει τον έλεγχο στο Διαδίκτυο. «Το δυτικό δημοκρατικό σύστημα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και τις διαμάχες που παρουσιάζονται από το Διαδίκτο» ανέφερε η εφημερίδα.
Οι ψεύτικες ειδήσεις που διαδόθηκαν στο Facebook στο δρόμο προς τις αμερικανικές εκλογές έφθασαν μέχρι και την Κίνα. Άρθρα που αναρτήθηκαν αρχικά σε ιστοσελίδες που είναι υπέρ του Τραμπ, όπως το Breitbart, μεταφράστηκαν γρήγορα στα κινέζικα και κοινοποιήθηκαν μέσω των κινεζικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Προβλήματα με ψεύτικες ειδήσεις και απατεώνες δημοσιογράφους υπάρχουν στην Κίνα εδώ και πάνω από μια δεκαετία με ανθρώπους να παρουσιάζονται συχνά ως δημοσιογράφοι και να εκβιάζουν εταιρείες. Σε μια περίπτωση, η οποία έγινε ευρέως γνωστή, ένας δημοσιογράφος πληρώθηκε περισσότερα από 70.000 δολάρια για να γράψει αρνητικά ρεπορτάζ για μια εταιρεία που εμπορεύεται κατασκευαστικά μηχανήματα. Το αποτέλεσμα ήταν οι μετοχές της να καταποντιστούν.
Αλλά οι αρχές εκμεταλλεύθηκαν το φαινόμενο ως μια αφορμή για να διευρύνουν τη λογοκρισία. Το 2013 η κυβέρνηση εξαπέλυσε μια επίθεση κατά της «διασποράς φημών» βάζοντας στο στόχαστρο γνωστούς χρήστες του Sina Weibo, του κινέζικου Twitter. Αυτή θεωρήθηκε από πολλούς ως μια προσπάθεια να «φιμωθεί» η κριτική στο κυβερνών κομμουνιστικό κόμμα.
Πιο πρόσφατα, οι κινεζικές αρχές έβαλαν τέλος στις «ψεύτικες ειδήσεις» που θεωρούν ότι πλήττουν την κοινωνική συνοχή, βάζοντας στο στόχαστρο «φήμες» που επηρέαζαν τις τιμές ακινήτων στη Σανγκάη ή ρεπορτάζ τα οποία η κυβέρνηση εκτιμά πως αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ αγροτικών και αστικών πληθυσμών.
Μέσα στο 2016 η υπηρεσία του κινεζικού διαδικτύου εξέδωσε νέους κανόνες σχεδιασμένους να χαλιναγωγήσουν ιστορίες που χρησιμοποιούν πληροφορίες που έχουν αλλιευθεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλώνοντας ότι «απαγορεύεται η χρήση για να δημιουργηθούν ιστορίες ή η χρήση εικασιών και φαντασίας για να διαστρεβλώνονται τα γεγονότα».
Τα μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν πληροφορίες που αναρτήθηκαν στα social media χωρίς να έχουν λάβει άδεια.
Υψηλόβαθμος αξιωματούχος, μάλιστα, πρότεινε πως θα πρέπει να υπάρχει μια βάση δεδομένων για να αναγνωρίζεται η πραγματική ταυτότητα των χρηστών ώστε εκείνοι να μπορούν να «ανταμειφθούν ή να τιμωρηθούν».
Η Κίνα συνεχίζει να ασκεί εκτεταμένο έλεγχο στο Διαδίκτυο και πολλές ξένες ιστοσελίδες, ανάμεσά τους το Facebook, το Google, το Twitter, το Youtube, μπλοκάρονται από ένα πρόγραμμα που είναι γνωστό ως το «Μεγάλο Firewall».
Το εκτεταμένο σύστημα λογοκρισίας της χώρας επιβάλλει τον αποκλεισμό θεμάτων τα οποία εκτείνονται από λάθη της ηγεσίας της Κίνας έως έρευνες για υποθέσεις διαφθοράς. Χαρακτηριστικό είναι ότι μια από τις τελευταίες ντιρεκτίβες ήταν η απαγόρευση στις ιστοσελίδες να δείξουν live κάλυψη από τις αμερικανικές εκλογές.
Βραζιλία: Το ψέμα νίκησε την αλήθεια
Η Βραζιλία έχει ένα αυξανόμενο πρόβλημα με τις ψεύτικες ειδήσεις και η σημασία του έχει μεγαλώσει από τη στιγμή που η Ντίλμα Ρούσεφ επανεξελέγη πρόεδρος (το 2014), ενώ κορυφώθηκε με τον πρόσφατη αμφιλεγόμενη καθαίρεσή της.
Σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ του BBC Brazil, τον Απρίλη του 2016, την ώρα που διαδικασία μομφής, την οποία η Ρούσεφ και οι υποστηρικτές της αποκαλούν «πολιτικό πραξικόπημα», βρισκόταν σε εξέλιξη, τρεις από τις πέντε ειδήσεις που κοινοποιήθηκαν περισσότερο στο Facebook ήταν λανθασμένες.
Μια ψεύτικη ιστορία που διαδόθηκε από την ιστοσελίδα Pensa Brazil (Βραζιλία Σκέψου) και η οποία διατύπωνε ερωτήματα γιατί η Ρούσεφ έδωσε 30 δισ. ρεάλ στην εταιρεία-κολοσσό Friboi ήρθε τρίτη στην κατάταξη με 90.150 κοινοποιήσεις.
Πέρυσι η δημοσιογράφος Τάι Ναλόν άφησε τη δουλειά της στην Folha de S Paulo (μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες) για να ιδρύσει την ιστοσελίδα Aos Fatos (Στα δεδομένα), την πρώτη στη χώρα που ασχολείται με την διασταύρωση ειδήσεων και δεδομένων.
«Υπάρχουν πολλά ψεύτικα νέα, αλλά θα πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική για να πω πως το πρόβλημα είναι το ίδιο με αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ» δηλώνει.
Αντίθετα υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολιτικά υποκινούμενες σελίδες που επανερμηνεύουν και διαστρεβλώνουν ρεπορτάζ από μεγάλα ΜΜΕ και στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για υποκειμενικές απόψεις παρά για ψέμματα. Αλλά υπάρχουν πολλές απολύτως ψευδείς ιστορίες που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο της Βραζιλίας.
Η διετής έρευνα για το σκάνδαλο Petrobras ήταν μια από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στην παραπομπή της Ρούσεφ. Παρά το γεγονός ότι η ίδια δεν κατηγορείται, πολλοί στο κόμμα της εμπλέκονται και το σκάνδαλο αυτό έφερε πολλές διαδηλώσεις που ζητούσαν την αποπομπή της.
Η βραζιλιάνικη έκδοση του BuzzFeed αυτόν τον μήνα δημοσίευσε μια είδηση για το πόσο περισσότερες ψεύτικες ειδήσεις έχουν κυκλοφορήσει για το σκάνδαλο απότι πραγματικές. Αυτό το έτος οι δέκα πιο δημοφιλείς ψεύτικες ιστορίες για την έρευνα κοινοποιήθηκαν 3,9 εκατ. φορές. Οι δέκα πιο δημοφιλείς αληθινές ιστορίες κοινοποιήθηκαν 2,7 εκατ. φορές.
Αυστραλία: Ελεγχόμενη αγορά, ανεξέλεγκτα social media
Οι ψεύτικες ειδήσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα στην Αυστραλία, καθώς η αγορά των μίντια κυριαρχείται από συγκεκριμένους «παίκτες» και δεν δείχνει ιδιαίτερα κατακερματισμένη.
Όμως και στην Αυστραλία έχουν διαδοθεί σε αρκετές περιπτώσεις αναλήθειες μέσω Facebook. Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους (13,3 εκατομμύρια) είναι συνδεδεμένοι στο Διαδίκτυο και οι μισοί από αυτούς είναι ενεργοί στο Facebook.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της προσπάθειας σύνδεσης του οργανισμού των μουσουλμάνων που κατοικούν στην Αυστραλία με την τρομοκρατία. Κάτι που χρησιμοποίησαν αρκετοί πολιτικοί παρά την έλλειψη στοιχείων. Μάλιστα για το γεγονός έχει ήδη διαταχθεί έρευνα από πέρυσι.
Η βεβαίωση halal είναι ένα σήμα που φέρουν τρόφιμα που έχουν εγκριθεί από το Συμβούλιο των Μουσουλμάνων για να τα αγοράσουν οι μουσουλμάνοι που ζουν στη χώρα.
Μέσω του facebook άρχισαν να κυκλοφορούν ανησυχίες για την εν λόγω βεβαίωση και τις υποτιθέμενες διασυνδέσεις του οργανισμού με την τρομοκρατία.
Άλλωστε η ομάδα για το μποϊκοτάζ του halal έφθασε τα 100.000 μέλη στο Facebook. Το Νοέμβρη του 2014, μέσω της σελίδας κοινοποιήθηκε ένα σατιρικό άρθρο με την υπόνοια ότι είναι αληθινό. Το ποστ διαγράφηκε στη συνέχεια, αλλά η σελίδα φιλοξενεί μια πληθώρα απόψεων που δεν έχουν καμία πραγματική βάση, ενώ είναι η σελίδα της Q Society, η οποία αυτοπαρουσιάζεται ως το πιο μεγάλο κίνημα κατά του Ισλάμ στην Αυστραλία.
Η Πολίν Χάνσον, μια περιθωριακή φιγούρα της δεξιάς, η οποία μιλάει συνεχώς εναντίων του Ισλάμ επανεξελέγη στη Σύγκλητο τον Ιούλιο.
Ήδη, άλλωστε, έχουν καταγραφεί ορισμένες ομοιότητες με την επιστροφή της στην κεντρική πολιτική σκηνή και την εκλογή του Τραμπ. Και οι δύο χρησιμοποιούν τα social media όπου έχουν αρκετούς ακόλουθους και δεν δείχνουν να… συγκινούνται από πραγματικά στοιχεία.
Τον Αύγουστο του 2016 μια έρευνα έδειξε ότι το 62% των ψηφοφόρων συμφωνούν με τη δήλωση «Μπορεί εγώ να μην συμφωνώ προσωπικά με τα όσα λέει, αλλά μιλάει εκ μέρους πολλών Αυστραλών».
Είναι ιδιαίτερα ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πρόσφατα ανακοίνωση ότι η πλειοψηφία των ανακοινώσεών της θα δημοσιεύονται μόνο στο Twitter.
Μιανμάρ: Το Facebook είναι το Internet
Παλαιότερα στη Μιανμάρ οι άνθρωποι πήγαιναν στα καφενεία να πιουν ένα τσάι και να μάθουν τα νέα. Τώρα μπαίνουν στο Facebook.
Μετά από δεκαετίες αποκλεισμού ελέω στρατιωτικών καθεστώτων οι 51 εκατ. κάτοικοι της Μιανμάρν άρχισαν να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο το 2014. Βρέθηκαν, μάλιστα, κατευθείαν στην εποχή των «έξυπνων» κινητών και των social media. Για πολλούς το Facebook είναι συνώνυμο του Internet.
Με πάρα πολλές φωνές που θέλουν να ακουστούν για πρώτη φορά, το Διαδίκτυο στη Μιανμάρ είναι ένας δυναμικός και, σε αρκετές περιπτώσεις, επικίνδυνος χώρος.
Πολλές είναι οι ψεύτικες ειδήσεις που σχετίζονται με εκδηλώσεις θρησκευτικού μίσους. Με τις εντάσεις μεταξύ των Βουδιστών και των Μουσουλμάνων να αυξάνονται, δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι έτοιμοι να πιστέψουν οποιοδήποτε βιτριολικό σχόλιο κυκλοφορήσει για το Ισλάμ. Συνήθως η προπαγάνδα προέρχεται από εθνικιστικούς λογαριασμούς που έχουν δημιουργηθεί για αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
Ένας μουσουλμάνος δημοσιογράφος ήταν έπεσε πρόσφατα θύμα μιας τέτοιας καμπάνιας, όταν συγκεκριμένες αναρτήσεις τον εμφάνιζαν να έχει εμπλοκή σε μια σειρά από επιθέσεις κατά της συνοριακής αστυνομίας και ζητούσαν την άμεση σύλληψή του.
Τίποτα δεν συνέβη, η ανάρτηση τελικά κατέβηκε, αλλά μέχρι να γίνει αυτό είχε ήδη περισσότερες από 3.000 κοινοποιήσεις.
Ινδία: Οι φήμες στο επίκεντρο
Μετά την ανακοίνωση του νέου νομίσματος των 2.000 ρουπίων, τον περασμένο μήνα, επικράτησε ένας πανικός από την είδηση πως τα νέα χαρτονομίσματα θα έχουν εγκαταστημένο ένα τσιπ παρακολούθησης, το οποίο θα συνδέεται με ένα δορυφόρο και θα μπορεί να παρακολουθεί τα χαρτονομίσματα έως και 120 μέτρα κάτω από το έδαφος.
Οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν από την κεντρική τράπεζα της χώρας, ωστόσο, μεταδόθηκαν τάχιστα μέσω του Whatapp (το οποίο έχει περισσότερους από 50 εκατ. χρήστες στην Ινδία) και έφθασαν μέχρι και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης.
Όπως και στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός Ινδών ενημερώνεται μέσω των social media.
Αλλά το περιστατικό με το χαρτονόμισμα των 2.000 ρουπίων δείχνει τον μεγάλο αντίκτυπο που έχουν τα ψεύτικα νέα σε μια χώρα όπου τα μέσα ενημέρωσης είναι πολλά, αλλά τα δημοσιογραφικά στάνταρντς, ιδιαίτερα στα τοπικά μέσα, μπορούν να είναι πολύ χαμηλά.
«Τα “κλασσικά” μέσα ενημέρωσης στην Ινδία πέφτουν συχνά θύματα τέτοιων φαινομένων γιατί δεν διασταυρώνουν τέτοιου είδους ιστορίες» δηλώνει ο Πραμπνακάρ Κουμάρ, από τον Οργανισμό Δημοσιογραφικών Ερευνών της Ινδίας.
«Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική από τα τηλεοπτικά μέσα και εφημερίδες για την διασταύρωση ειδήσεων και τη δημοσίευσή τους».
Η αστυνομία έχει συλλάβει ανθρώπους οι οποίοι κατηγορούνται για κατασκευή ψεύτικων ειδήσεων, ιδιαίτερα όταν αυτές ενέχουν το ρίσκο να πυροδοτήσουν κοινωνική αναταραχή. Ακόμη και οι διαχειριστές του Whatsapp έχουν προειδοποιηθεί πως θα φέρουν την ευθύνη για τα μηνύματα που επιβλέπουν.
Αλλά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν απλά ενδυναμώσει μια «παραδοσιακή» πίστη σε φήμες και εικασίες, ιδιαίτερα στα χωριά της Ινδίας. Δύο αγόρια στο χωριό Νταντρί, κοντά στο Δελχί, δεν χρειάστηκαν το Whatsapp για να διαδώσουν τη φήμη ότι ένας άνδρας κρύβει βοδινό κρέας στο ψυγείο της. Μετέδωσαν την είδηση από ένα μεγάλο μεγάφωνο στην εκκλησία του χωριού. Ο Μοχάμεντ Ακλάκ, ο 50χρονος που κατηγορήθηκε από τα παιδιά, λιντσαρίστηκε μέχρι θανάτου.
Όσο πιο πολλά γράφουν, τόσο περισσότερες ψήφοι
Στον απόηχο του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών εκείνο που καταγράφεται είναι πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναδεικνύονται στον νέο ρυθμιστή των καταστάσεων, ξεπερνώντας τις εφημερίδες, ίσως και την… πραγματικότητα.
Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο άρθρο του Ντάμιεν Ταμπίνι (καθηγητής στο London School of Economics) για το πως τα social media καθόρισαν τις εξελίξεις στην εκλογή του Τραμπ, αλλά και στο Brexit.
«Η εκστρατεία στο Διαδίκτυο είναι έξυπνη. Γιατί να δαπανήσεις χρήματα διαδίδοντας τα μηνύματά σου σε όλη τη χώρα με την ελπίδα ότι θα φτάσουν σε αυτούς που μετρούν; Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ο λόγος για τον οποίο τα διαφημιστικά έσοδα της Google και του Facebook στη Βρετανία υπερβαίνουν τα έσοδα όλων των εφημερίδων μαζί» γράφει χαρακτηριστικά.
Επισημαίνει, άλλωστε, τα όσα του δήλωσε πρόσφατα ο Αντι Γουίγκμορ, επικεφαλής της εκστρατείας Leave EU στη Βρετανία ο οποίος σημειώνει «Δεν είχε καμιά σημασία τι γραφόταν στις εφημερίδες. Οσο πιο επικριτικοί ήταν με εμάς όταν δημοσιεύαμε αυτά τα άρθρα στα social media, τόσο περισσότερες ψήφους παίρναμε. Το ίδιο έκανε κι ο Τραμπ: όσο πιο εξωφρενικά ήταν αυτά που έλεγε τόσο περισσότερο χρόνο εξασφάλιζε στην τηλεόραση και όσο περισσότερο χρόνο εξασφάλιζε τόσο πιο εξωφρενικά πράγματα έλεγε…».
«Μια άλλη εξέλιξη είναι η στόχευση και η επιλογή μηνυμάτων» συνεχίζει ο Ταμπίνι για να προσθέσει ότι τα μηνύματα μεταβιβάζονται με όλο και πιο σύγχρονες μεθόδους. Η πιο γνωστή είναι το ρομπότ του Twitter, το οποίο κατασκευάζει τα προφίλ των followers και στέλνει tweets σε επιλεγμένα ακροατήρια είτε μέσα από πληρωμένες διαφημίσεις είτε με προσεκτικό σχεδιασμό και χρήση των hashtags. Λιγότερο προφανείς είναι οι αλγόριθμοι που αποφασίζουν ποια μηνύματα θα εμφανιστούν στον τοίχο σου στο Facebook ή στη σελίδα αναζήτησης μέσω Google (δεν θα λάβεις φυσικά τα ίδια μηνύματά με τον γείτονά σου). Οι αλγόριθμοι αυτοί βασίζονται στην προηγούμενη δραστηριότητά σου. Η εκστρατεία για το Brexit βασίστηκε σε τέτοια ρομπότ, που ήλεγχαν τα μηνύματα για την αποτελεσματικότητά τους και στη συνέχεια τα έστελναν με τον πιο οικονομικό τρόπο χωρίς την παρέμβαση συνειδήσεων, γεγονότων ή ιδεολογιών.