Γράφει ο Π.Κ. Ιωακειμίδης
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (διάσκεψη κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΕΕ) που πραγματοποιείται Πέμπτη και Παρασκευή ( μετά τη σχετική αναβολή λόγω κορονοϊού ) με, μεταξύ άλλων, και το θέμα της Τουρκίας στην ατζέντα του είχε αρχικά σχεδιαστεί ως “Συμβούλιο κυρώσεων”. Αλλά μετά τις πρόσφατες εξελίξεις με την επικείμενη έναρξη του διερευνητικού διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών το Συμβούλιο δεν πρόκειται να ενεργοποιήσει κυρώσεις για τη Τουρκία . Μπορεί να υιοθετήσει ένα κατάλογο “περιοριστικών μέτρων” αλλά μέχρι εκεί. (Ο κατάλογος θα παραμείνει στο τραπέζι σε περίπτωση που υπάρξει κάποια υποτροπή από πλευράς Τουρκίας). Θα έχει μια στρατηγικού τύπου συζήτηση για την Τουρκία και θα στηρίξει με κάθε τρόπο τη διαδικασία του διαλόγου (εκτός βέβαια εάν την όλη κατάσταση δεν περιπλέξει η στάση της Κυπρίου με την επιμονή για την επιβολή κυρώσεων ). Βεβαίως ορισμένοι τόσο σε Ελλάδα όσο και Τουρκία θα προτιμούσαν να πάμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όχι με εκτόνωση, αποκλιμάκωση και διάλογο αλλά με ένταση και κυρώσεις. Ευτυχώς τα πράγματα κινήθηκαν διαφορετικά. Στο διάλογο φθάσαμε για πολλούς λόγους (ελληνική αποφασιστικότητα, οικοδόμηση συμμαχιών, αποτροπή, κ.α.) αλλά και γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση με επικεφαλής τη Γερμανία ως προεδρία του Συμβουλίου άσκησε αποτελεσματική επιρροή πάνω στην Τουρκία, από τη στιγμή μάλιστα που οι ΗΠΑ έχουν ελαχιστοποιήσει την παρουσία τους στην περιοχή. Η Ένωση έχει και το μαστίγιο (κυρώσεις) αλλά και το καρότο (οικονομική στήριξη) απέναντι στην Τουρκία και επομένως μπορεί να ασκήσει επιρροή πάνω στην Άγκυρα. Από την άλλη μεριά, ούτε η Τουρκία/ Ερντογάν ήθελε να έλθει σε πλήρη ρήξη με την Ευρώπη. Ο ένας χρειάζεται τον άλλο.
Ωστόσο, παρά την ισχυρή αυτή θέση αλληλεξάρτησης, η Ένωση εμφανίζεται να μη διαθέτει τα ενδεδειγμένα θεσμικά μέσα για να προωθήσει την πολιτική και επιρροή της. Κατά ευτυχή συγκυρία αυτή την περίοδο στην προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών της Ένωσης βρέθηκε η Γερμανία και αυτό επιτρέπει στην Άγκελα Μέρκελ να διαδραματίσει έντονο διαμεσολαβητικό ρόλο με την Άγκυρα. Το επόμενο εξάμηνο με την προεδρία να περνά στην Πορτογαλία η διαμεσολάβηση θα είναι σαφώς πιο δύσκολη. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική που θα μπορούσε να είναι ο κύριος διαμεσολαβητής δυσκολεύεται στο έργο του αυτό από την ανάγκη έκφρασης της βούλησης και των εικοσι-επτά κρατών μελών και συνήθως η βούληση αυτή είναι στο χαμηλότερο παρονομαστή. Η ρεαλιστική αναγνώριση των προβλημάτων αυτών οδηγεί στη διαπίστωση ότι αυτό που χρειάζεται η Ένωση είναι ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ασφαλείας (Security Council), κάτι ανάλογο και ταυτόχρονα διαφορετικό απ’ αυτό του ΟΗΕ.
Από την άλλη μεριά, για μια ακόμη φορά στην ιστορία της Ένωσης επιβεβαιώνεται ότι μια αξιόπιστη απειλή κυρώσεων μπορεί να αποδώσει περισσότερα απ’ ότι οι κυρώσεις αυτές καθ’ εαυτές εάν επιβληθούν άκαιρα ή βεβιασμένα. Ο Ερντογάν προχώρησε προς την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης καθώς, μεταξύ άλλων, ήθελε να αποφύγει τις σκληρές κυρώσεις από την Ένωση. Εάν είχαν επιβληθεί και εφαρμοσθεί οι κυρώσεις βεβιασμένα, μάλλον θα είχαμε τα αντίθετα αποτελέσματα: ούτε αποκλιμάκωση ούτε διάλογο. Θα είχαν δημιουργήσει ένα “τετελεσμένο”. Και η απειλή των κυρώσεων αποδίδει ακόμη περισσότερο εάν συνοδεύεται και από το καρότο. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το καρότο ήταν η υπόσχεση της Ένωσης ότι θα στηρίξει την Τουρκία στο προσφυγικό – μεταναστευτικό και την οικονομία.
Τι θα πάμε όμως στο διάλογο; Να ξεκινήσουμε με μια βασική διευκρίνηση. Άλλο διερευνητικός διάλογος και άλλο διαπραγμάτευση. Ο διάλογος είναι μια άτυπη, χαλαρή διαδικασία που στοχεύει στη διερεύνηση, ιχνηλάτηση των προθέσεων, ορίων της κάθε πλευράς. Δεν καταλήγει σε καμιά τυπική συμφωνία για τίποτα. Αντίθετα, η διαπραγμάτευση είναι μια τυπική διαδικασία με άλλους κανόνες διαλόγου που κατά κανόνα οδηγεί σε συμφωνία. Επομένως στο διερευνητικό διάλογο (μπορούμε να) έχουμε μια ευρύτερη ατζέντα προκειμένου να μάθουμε υπεύθυνα θέσεις, προθέσεις, στόχους της άλλης πλευράς. Στη διαπραγμάτευση θα έχουμε προφανώς περιορισμένη, αυστηρή θεματολογία.
Εξάλλου, ο πυρήνας των διαφορών με την Τουρκία (έστω κι αν εκκινούν από μονομερείς διεκδικήσεις) καλύπτει τρία διαφορετικά πεδία: πρώτον, το πεδίο της κυριαρχίας της χώρας (π.χ. γκρίζες ζώνες) για το οποίο είναι προφανές ότι δεν μπορεί να γίνει καμιά διαπραγμάτευση, δεύτερον, το πεδίο των κυριαρχικών δικαιωμάτων (π.χ. οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ) για το οποίο προφανώς μπορούμε και πρέπει να διαπραγματευθούμε σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ειδικότερα τη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS – 1982) και τρίτον, το πεδίο των αρμοδιοτήτων (π.χ. FIR) για το οποίο επίσης μπορούμε να διαπραγματευθούμε. Και εάν στις διαπραγματεύσεις αυτές δεν φθάσουμε σε συμφωνία να προσφύγουμε από κοινού (συνυποσχετικό) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Επιπρόσθετα να μη μας διαφεύγει ότι η όλη φιλοσοφία της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας αποβλέπει σ’ όλες τις ρυθμίσεις της, είτε πρόκειται για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας (άρθ. 83) ή ΑΟΖ (άρθ. 74) ή σε άλλες διατάξεις (άρθ. 300), κ.λπ., στην επίτευξη ενός “δίκαιου αποτελέσματος” ή “δίκαιης λύσης” (το αναφέρει ρητά).
Τι δυνητικά διαπραγματευόμαστε (όχι τι συζητάμε) λοιπόν με την Τουρκία, αν και το ακριβές αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα ορισθεί υπό το φως των ευρημάτων του διερευνητικού διαλόγου; Η επίσημη απάντηση βεβαίως είναι “τη μόνη διαφορά, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ”. Αν ήταν τόσο απλό. Με βάση την αρχή ότι δεν διαπραγματευόμαστε θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο της κυριαρχίας της χώρας, έστω κι αν ξεκινήσουμε με οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ, ο κατάλογος των επιμέρους συγκεκριμένων θεμάτων μπορεί δυνητικά να καταλήξει να συμπεριλάβει ένα πακέτο θεμάτων που μπορεί να φθάνει έως και δέκα.
———————-
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθητητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ.