Οι φετινές μαύρες ιουλιανές επέτειοι συμπίπτουν με την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ύστερα από μια νέα σειρά προκλήσεων της ερντογανικής Τουρκίας: γεωτρήσεις στα κυπριακά ύδατα, αμφισβήτηση της ΑΟΖ των γειτονικών κρατών, απόπειρα για τεχνητή εισβολή προσφύγων στον Έβρο, Λιβύη, μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Ο 66χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, 17 χρόνια από τότε που ανέλαβε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία, τον Μάρτιο του 2003, όχι μόνο έχει μετατραπεί σε νεοσουλτάνο, αλλά είναι σαφέστατο πια, ακόμη και στους πιο αφελείς δυτικούς θαυμαστές του, ότι το όραμά του είναι η αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της εποχής της ακμής της, με τη σύσταση μιας «νέας», ισλαμικής Τουρκίας.
Ο ίδιος, ως Χαλίφης, θα εισέλθει θριαμβευτής στην Αγιά Σοφιά την ερχόμενη Παρασκευή 24 Ιουλίου. Την ίδια μέρα, το 1923, υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, την οποία ο Ερντογάν έχει κάνει ξεκάθαρο, εδώ και χρόνια, ότι επιθυμεί να αναθεωρήσει.
Όμως, η ημερομηνία έχει κι έναν ιδιαίτερο προσωπικό συμβολισμό για τη μεγαλομανία και τον θρησκευτικό φανατισμό του Τούρκου προέδρου. Πριν από 21 χρόνια, στις 24 Ιουλίου 1999, ο Ερντογάν απελευθερωνόταν από τις Φυλακές, όπου είχε οδηγηθεί ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης. Είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση επειδή «εξήγειρε θρησκευτικό μίσος», απαγγέλλοντας δημόσια τους στίχους του Ζιγιά Γκοκάλπ: «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι θόλοι είναι τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί είναι οι στρατιώτες μας»…
Δεν είναι μόνο η προσωπική ρεβάνς σε μια ταραχώδη πολιτική διαδρομή, από τα κελιά της φυλακής στην παντοκρατορία και στη σουλτανική ενθρόνιση κάτω από τους εντυπωσιακούς θόλους της Αγιά Σοφιάς, ούτε μόνο ένα βίαιο γκρέμισμα του εμβληματικού ειδώλου του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ: για όσους έχουν μελετήσει τον βίο και την πολιτεία του πιο διάσημου βετεράνου δεκανέα του Μεγάλου πολέμου, οι ομοιότητες του βιογραφικού και των επιτευγμάτων του Ερντογάν με τα αντίστοιχα του Αδόλφου Χίτλερ προκαλούν ανατριχίλα…
Θα μπορούσε κάποιος να προεξοφλήσει ότι το προσωπικό τέλος του Ερντογάν θα είναι ανάλογο με αυτό των περισσότερων δικτατόρων. Το υπαινίχθηκε εξάλλου ο αθυρόστομος Θεόδωρος Πάγκαλος όταν θύμισε «διακριτικά», πριν από λίγες ημέρες, τον απαγχονισμό του Μεντερές.
Το ερώτημα παραμένει, πάντως, εάν ο δρόμος που εγκαινίασε ο Ερντογάν για τη μετατροπή της Τουρκίας σε ένα θεοκρατικό κράτος είναι χωρίς επιστροφή, και τι επιπτώσεις θα έχουν για την ειρήνη και τους λαούς της περιοχής, και ειδικά για τον Ελληνισμό, τα επόμενα επεκτατικά βήματα ενός παρανοϊκού δικτάτορα.
Θα επαναλάβουμε εδώ, μια από τις ενδιαφέρουσες -επικοινωνιακά- πτυχές της ερντογανικής πολιτικής που μας έχει απασχολήσει κι άλλοτε. Ότι το τουρκικό κράτος αποκαλεί την πολιτική του τραμπούκου, «εφαρμογή του δικαίου και της τάξης».
Η εισβολή στην Κύπρο ήταν «ειρηνευτική επιχείρηση», η αντίστοιχη, πιο πρόσφατη στη Συρία, «Κλάδος ελαίας», η επέμβαση στα χωρικά ύδατα των γειτονικών κρατών «δίκαιη μοιρασιά», η οργανωμένη εξαγωγή προσφύγων στην Ελλάδα «εκδήλωση ανθρωπισμού», η αλλαγή χρήσης της Αγίας Σοφίας, «δικαστική απόφαση» και κατά τους σύγχρονους Πόντιους Πιλάτους (Μεγάλη Βρετανία, κυβέρνηση Τραμπ, ΟΗΕ, Γερμανία) «εσωτερική υπόθεση της Τουρκίας».
Οι Τούρκοι, βέβαια, τη δουλειά τους κάνουν, είτε με τον Ερντογάν είτε χωρίς αυτόν. Εμείς τι κάνουμε;
Αντιγράφω με οδύνη την παρούσα στήλη, της 27ης Ιανουαρίου 2018:
«… η Τουρκία επαναλαμβάνει τον εαυτό της ακολουθώντας ένα ιδιαιτέρως επιτυχές πρότυπο: Διαπιστώνοντας ότι, με την πάροδο του χρόνου, κόπασαν και εξασθένισαν, όχι μόνο οι διεθνείς αντιδράσεις για την εισβολή στην Κύπρο, αλλά και εμείς οι ίδιοι, τα θύματα του Αττίλα, διαγράψαμε την ξένη κατοχή, αποδομήσαμε το »Δεν Ξεχνώ», λησμονήσαμε τα κατεχόμενα χωριά μας, παπαγαλίζουμε σαν κακόηχα παπαγαλάκια την προπαγάνδα του κατακτητή, εξωραΐσαμε τα εγκλήματα πολέμου, βλέπουμε εθνικιστικά φαντάσματα στα δικά μας σχολικά εγχειρίδια και υιοθετούμε την ιστορία του σωλήνα των ποικιλώνυμων ΜΚΟ, και οραματιζόμαστε, »στην αγορά συναθροισμένοι», σαν λαός υπό εκποίηση σε τιμή ευκαιρίας, »εθνικόφρονες» και »αριστεροί», οργασμούς και πακτωλούς »οικονομικής ανάπτυξης», ύστερα από την »κάποιαν λύσιν’. »Κουραστήκαμε». »Ποια εισβολή;» Δεν διδαχθήκαμε ότι ο ασφαλέστερος δρόμος για την ειρήνη είναι ο »πόλεμος κόντρα στον πόλεμο» και όχι η πολιτική του κατευνασμού και η αποδοχή των τετελεσμένων της εισβολής και κατοχής. Κι όλα αυτά, δεν φτάνουν, δεν αρκεί »να ξεχάσουμε». Όπως ακριβώς με την επιθετική άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων, ο »νικητής» απαιτεί να επιβάλει στη συλλογική και προσωπική μνήμη, διά της λοβοτομής ή της εκούσιας λήθης – υποταγής, το δικό του “αφήγημα”».
Καιρός να αλλάξουμε.
Πέτρος Παπαπολυβίου
αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου