Η υπόθεση της Χατιτζέ Μολλά Σαλή ήταν και ένας από τους λόγους που η Ελληνική Κυβέρνηση το 2018 νομοθέτησε την κατάργηση της υποχρεωτικής προσφυγής στο Μουφτή για υποθέσεις κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου, μεταφέροντας την αρμοδιότητα στην τακτική δικαιοσύνη. Μάλιστα, το σκεπτικό της απόφασης μνημονεύει ως θετική αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία και αναφέρεται στο καθεστώς ιεροδικείων στην Ευρώπη.
ην καταδίκη της Ελλάδας για την εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου (Σαρία) αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για υπόθεση κληρονομικής διαφοράς μεταξύ Ελλήνων μειονοτικών της Θράκης.
Πρόκειται για την υπόθεση 20452/14 για την οποία το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 περί απαγόρευσης των διακρίσεων, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αρ.1 της Σύμβασης.
Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε προσφύγει η Χατιτζέ Μολλά Σαλή από τη Ροδόπη για κληρονομική διαμάχη μεταξύ ελλήνων υποκόων που ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα / Ο σύζυγός της είχε ορίσει την ίδια ως κληρονόμο της περιουσίας του με διαθήκη που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό κώδικα όμως λόγω της εφαρμογής του Ιερού ισλαμικού νόμου από Μουφτή της Θράκης, η κα Σαλή είχε στερηθεί τα ¾ της περιουσίας ενώ κάτι τέτοιο θα είχε αποφευχθεί αν ο σύζυγός της δεν ήταν μουσουλμάνος. Τα ελληνικά δικαστήρια είχαν κρίνει ότι εφαρμοστέο στην υπόθεση ήταν το ισλαμικό κληρονομικό δίκαιο, το οποίο επιφυλάσσει δυσμενέστερη μεταχείριση για τις γυναίκες.
Δήλωση του νομικού Κώστα Τσιτσελίκη
Ο Δικηγόρος της υπόθεσης και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Κώστας Τσιτσελίκης σε δήλωσή του στο Tvxs.gr αναφέρει:
«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Molla Sali κατά Ελλάδας καταδίκασε τον Έλληνα δικαστή που επέβαλε θρησκευτικό διαχωρισμό επί δεκαετίες στους μουσουλμάνους της Θράκης στέλνοντάς του υποχρεωτικά στο ιεροδικείο ακόμα και όταν με τη βούλησή τους ήθελαν να λύσουν τις διαφορές τους ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή να υπαχθούν στον Αστικό Κώδικα. Το δικαστήριο του Στρασβούργου είπε το αυτονόητο. Το ερώτημα είναι γιατί τόσοι δικαστές και κυρίως του Αρείου Πάγου επέμεναν σε μία στρεβλή και παράλογη ερμηνεία;
Εξάλλου, οι αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων δημιουργούσαν αβεβαιότητα δικαίου, και αυτό είναι ακόμα πεδίο που το υπογράμμισε το δικαστήριο του Στρασβούργου στην καταδικαστική του απόφαση. Αυτό που μένει τώρα να δούμε είναι πως θα διαχειριστεί η ελληνική κυβέρνηση τις πτυχές ασυμβατότητας του ίδιου του ιερού μουσουλμανικού δικαίου όπως τον εφαρμόζει ο δικαστής-Μουφτής ως προς την αρχή της ισότητας και το συμφέρον του παιδιού.»