«Το κλείσιμο του MEGA ήταν από τους κεντρικούς προεκλογικούς στόχους του Τσίπρα. Θυμίζω ο κ. Τσίπρας, ο κ. Σκουρλέτης, έλεγαν ότι εάν εκλεγούν θα κλείσουν το κανάλι. Και το έκλεισαν», ιχυρίστηκε ο Γεωργιάδης και πρόσθεσε: «Είναι μια νίκη της Δημοκρατίας ότι ξανά άνοιξε το MEGA. Το ότι το MEGA εκπέμπει είναι ένα χαστούκι προσωπικά στον Τσίπρα».
Στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουν ότι το MEGA είχε έναν υψηλότατο δανεισμό και συσσωρευμένα χρέη, που χρηματοδοτούσε με νέα δάνεια, μέχρι που κάποια στιγμή τα χρέη «έπνιξαν» την εταιρία και αναγκάστηκε να κλείσει, όπως κάθε επιχείρηση που οι ιδιοκτήτες της δεν είναι διατεθειμένοι ούτε να πληρώσουν τα χρέη, ούτε να χρηματοδοτήσουν την επένδυσή τους. Αυτή είναι η μοίρα κάθε εταιρίας που με απλά μαθηματικά ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει. Αν για κάποια χρόνια λειτουργούσε, κόντρα στους νόμους της αγοράς είναι γιατί στο πλαίσιο του γνωστού «τριγώνου της διαπλοκής» μεταξύ πολιτικής – τραπεζικού συστήματος – επιχειρηματιών, δανειοδοτήθηκε κατά παρέκκλιση κάθε τραπεζικής πρακτικής και οικονομικής λογικής.
Ποιος έβγαλε το Mega από την πρίζα;
Την κρίσιμη στιγμή λοιπόν, το 2016, όταν βασικοί μέτοχοι του ΤΗΛΕΤΥΠΟΥ ΑΕ ήταν οι Βαρδινογιάννης – ΔΟΛ/Ψυχάρης – Μπόμπολας και με μικρότερα ποσοστά οι Κοπελούζος – Ρέστης, αρνήθηκαν επανειλημμένα να καλύψουν τα τεράστια χρέη σε τράπεζες – δημόσιο – ασφαλιστικούς φορείς, ο σταθμός δεν πήρε μέρος στο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, οι όποιες επαφές με το ΕΣΡ δεν τελεσφόρησαν, το ενημερωτικό πρόγραμμα σταμάτησε και οι ακριβοπληρωμένοι δημοσιογράφοι «εξαφανίστηκαν». Τελικά, οι τράπεζες ήταν αυτές που «έκλεισαν το διακόπτη» και, παρά την εξαγορά των (μην ενεχυριασμένων) μετοχών του Πήγασου από τον Ιβάν Σαββίδη και αυτών του ΔΟΛ, σε πλειστηριασμό, από το Βαγγέλη Μαρινάκη, η κατάσταση δεν άλλαξε και το οριστικό λουκέτο ήρθε το 2018.
Ως προς το εμπορικό προϊόν, που ήταν και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο μαζί με το όνομα, χαρακτηρίστηκε υψηλού επιπέδου, πλην όμως είχε υψηλότατο κόστος παραγωγής, που αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να στηρίξει η διαφημιστική αγορά και υπονοήθηκε από μετόχους ότι ήταν και προϊόν υπερκοστολόγησης. Κοινώς, κάποιοι κατηγορήθηκαν εκ των έσω ότι μέσω των δορυφορικών εταιριών παραγωγής, επί της ουσίας, «έβαζαν μέσα το μαγαζί». Όσο για την περίφημη αξιοπιστία, είναι αλήθεια ότι λίγο πριν την «πτώση», η φανατική υποστήριξη των μνημονίων, το ύφος αλλά και οι αποκαλύψεις για τη χειραγώγηση των ειδήσεων, την είχαν πλήξει ανεπανόρθωτα έχοντας εξαγριώσει την ελληνική κοινωνία, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα του 2015.
Άρα, αυτοί που κατηγόρησαν την ελληνική κοινωνία, με το Mega προεξάρχον, ότι «δανείστηκε πάνω από τις δυνάμεις της», ήταν αυτοί που υποστήριζαν ότι ο σταθμός έπρεπε να δανείζεται τεράστια ποσά από ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς να τα εξοφλεί ποτέ, ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί. Έτσι όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αποστασιοποιήθηκε από μια αμιγώς τραπεζική και επιχειρηματική υπόθεση, αποδείχτηκε ότι οι ιδιοκτήτες έκλεισαν το κανάλι, αρνούμενοι να το χρηματοδοτήσουν από την τσέπη τους ή να πληρώσουν τα χρέη. Ακόμη και οι εργαζόμενοι, που μέχρι τότε στρατεύονταν στο πλευρό των ιδιοκτητών, αναγκάστηκαν να διαπιστώσουν την πικρή αλήθεια εν μέσω πικρόχολων σχολίων.
Το Μega έκλεισε όταν για πρώτη φορά μια κυβέρνηση σταμάτησε να παρεμβαίνει σε επιχειρήσεις ευθέως είτε μέσω του τραπεζικού συστήματος, που είχε ανακεφαλαιοποιηθεί με αιματηρές θυσίες του ελληνικού λαού και άφησε το «αόρατο χέρι της αγοράς» να λειτουργήσει. Ξανάνοιξε όταν μια άλλη κυβέρνηση, κατηγορείται ότι ξεκίνησε πάλι να παρεμβαίνει με τους γνωστούς τρόπους ώστε το κανάλι να καταλήξει, χωρίς τις αμαρτίες του παρελθόντος και με πολύ χαμηλό τίμημα (40 εκατ. ευρώ) μέσω σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας, σε ένα νέο ιδιοκτήτη, που κατά σύμπτωση είναι φανατικός υποστηρικτής της. Εργαζόμενοι και φορολογούμενοι είναι αυτοί που πλήρωσαν το «μάρμαρο», πάντως ενώ οι μισθοί και το κόστος παραγωγής σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με το «τότε».
Η «κανονικότητα» που επανέρχεται με το Mega
Άρα, τελικά, η επαναλειτουργία του Mega συμβολίζει την επαναφορά στην «κανονικότητα» και για αυτό πανηγυρίζει ο Άδωνις Γεωργιάδης και η κυβέρνηση της ΝΔ. Αυτή η «κανονικότητα» είναι ακριβώς οι πρακτικές που είχαν οδηγήσει στη χρεοκοπία της χώρας και κλόνισαν για κάποια χρόνια τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που πρωταγωνιστούσαν. Έτσι στο εξής τον πρώτο λόγο έχουν οι υπέρμαχοι της «αγοράς» και «αντικρατιστές» που παραδοσιακά κινούνται με κρατικό χρήμα και όταν χρεοκοπούν στέλνουν το λογαριασμό στους πολίτες.