Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ
Η στρατιωτική εμπλοκή συριακών και τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή του Ιντλίμπ, στη βορειοδυτική Συρία, ανέτρεψε την ασταθή ισορροπία που είχε –με ρωσική παρέμβαση– επιτευχθεί τους τελευταίους μήνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα ημιπαγωμένο μέτωπο για τον Ερντογάν να ανοίξει και πάλι, φέρνοντας και τις ρωσοτουρκικές σχέσεις στα όρια της κρίσης.
Αν και ο Άσαντ αγνόησε τις απειλές της Άγκυρας και κατέλαβε τη Σαρακέμπ, το πιθανότερο είναι ότι –ευκολότερα ή δυσκολότερα– Πούτιν και Ερντογάν θα καταλήξουν το επόμενο διάστημα σε κάποιο συμβιβασμό. Συμβιβασμό εκ των πραγμάτων δυσμενέστερο για τις τουρκικές δυνάμεις από αυτόν που ίσχυε μέχρι πρότινος. Το ενδεχόμενο οι δύο τους να οδηγήσουν την κόντρα τους στα άκρα και να επέλθει ρήξη δεν μπορεί θεωρητικά να αποκλεισθεί, αλλά συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες.
Μπορεί στο μέτωπο της Συρίας, όπως και της Λιβύης, Μόσχα και Άγκυρα να έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, αλλά στη “μεγάλη εικόνα” το κόστος μίας ρήξης είναι σαφώς μεγαλύτερο από το κόστος ενός συμβιβασμού και για τις δύο πλευρές. Για τον Πούτιν είναι πολύ σημαντικό να κρατήσει την Τουρκία κοντά του και να διασπάσει de facto το ΝΑΤΟ, παρότι για λόγους αξιοπιστίας δεν πρόκειται να εγκαταλείψει ούτε τον Άσαντ ούτε τον Χαφτάρ.
Για δε τον Ερντογάν ρήξη με τη Μόσχα σημαίνει ότι θα βρεθεί μετέωρος. Είναι πεπεισμένος ότι το βαθύ αμερικανικό κράτος τον έχει προγράψει. Γι’ αυτό και –με αφορμή το πραξικόπημα του 2016– “ξήλωσε” με μαζικές εκκαθαρίσεις όλα τα δίκτυα δυτικής επιρροής στην Τουρκία. Εκτός αυτού, η στροφή της Τουρκίας προς τις ευρασιατικές δυνάμεις, αν και έχει αντιφάσεις, είναι στρατηγικού κι όχι τακτικού χαρακτήρα. Αυτοί είναι οι δύο λόγοι που ο Ερντογάν δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”, παρότι βεβαίως θα παραμείνει στο ΝΑΤΟ και θα συνεχίσει να ελίσσεται μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.
Το Ιντλίμπ εγκλωβίζει τον Ερντογάν
Μέχρι, ωστόσο, να αποκατασταθεί μία νέα ισορροπία στο μέτωπο του Ιντλίμπ στη Συρία και επίσης να αποσαφηνισθεί η κατάσταση στη Λιβύη, η Άγκυρα δεν έχει αντικειμενικά την πολυτέλεια να ανοίξει ενεργό μέτωπο και με την Ελλάδα. Δεν εννοώ ότι θα κάνει πίσω από τις παραδοσιακές επεκτατικές διεκδικήσεις της. Εννοώ το να φέρει τον κόμπο στο χτένι, στέλνοντας το “Ορούτς Ρέις” να κάνει σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα νότια και ανατολικά από το τόξο Καστελλόριζο-Ρόδος-Κρήτη.
Το γεγονός, όμως, ότι ο εκπρόσωπός της Καλίν έσπευσε να προαναγγείλει την πραγματοποίηση ερευνών και γεωτρήσεων, χωρίς να προσδιορίσει τον χρόνο, μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: Ή ο Ερντογάν επιδιώκει να κρατήσει στο τραπέζι το δεδομένο σχέδιό του, ελπίζοντας ότι θα κλείσει σύντομα το μέτωπο στο Ιντλίμπ, ή έχει για τα καλά διαβεί το κατώφλι του τυχοδιωκτισμού.
Τουρκικές έρευνες και γεωτρήσεις θα υποχρέωνε την Αθήνα να αντιδράσει, γεγονός που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία κρίση με απρόβλεπτη κατάληξη. Όπως δήλωσε με έμφαση και ο Δένδιας καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια. Εάν ο Ερντογάν πυροδοτήσει κρίση και με την Ελλάδα, πριν κλείσει το μέτωπο στη Συρία, θα καταστήσει την Τουρκία εκτεθειμένη σε πολλά ανοικτά μέτωπα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δυνητικά θα μπορούσε να βρεθεί ταυτοχρόνως στο στόχαστρο πολλών δυνάμεων.
Προς το παρόν Ισραήλ και Αίγυπτος την “πυροβολούν” στο διπλωματικό επίπεδο. Η δε Γαλλία έχει κάνει ένα βήμα παραπάνω. Έστειλε το αεροπλανοφόρο “Σαρλ Ντε Γκωλ” και στολίσκο πολεμικών σκαφών συνοδείας στην κυπριακή ΑΟΖ (οικόπεδο 8), όπου το “Γιαβούζ” πραγματοποιεί πειρατική γεώτρηση στο οικόπεδο 8, τα δικαιώματα για το οποίο έχει η γαλλική Total και η ιταλική ENI.
Διπλωματία και στρατιωτική δράση
Η διπλωματική επίθεση και η επίδειξη δύναμης χωρίζεται από τη στρατιωτική δράση από ένα κατώφλι που κανείς δεν το διαβαίνει εύκολα. Εάν, όμως, η μία πλευρά απειλεί με χρήση στρατιωτικής βίας, ή δημιουργεί τετελεσμένα σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλης χώρας (Κυπριακή Δημοκρατία και προσεχώς Ελλάδα), ή πολύ περισσότερο χρησιμοποιεί το στρατιωτικό εργαλείο (Συρία και εμμέσως πλην σαφώς Λιβύη), τότε ουσιαστικά εξωθεί και τους θιγόμενους να εισέλθουν στο ίδιο μονοπάτι.
Το μέτωπο της Συρίας είναι οριοθετημένο και οι εξελίξεις θα καθορισθούν στο τετράπλευρο Μόσχα-Άγκυρα-Δαμασκός-Τεχεράνη. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται η κρίση εκεί να φύγει από τα όρια της Συρίας. Δεν ισχύει το ίδιο για τη Λιβύη. Η στρατιωτική παρέμβαση της Τουρκίας υπέρ της κυβέρνησης Σαράτζ μέχρι ένα σημείο γίνεται ανεκτή από δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά και η Ρωσία. Και οι τρεις αυτές χώρες έχουν συμφέρον να εμποδίσουν τη νίκη του Σαράτζ που θα σήμαινε μετατροπή της Λιβύης σε τουρκικό προτεκτοράτο.
Από την άλλη πλευρά, η Αίγυπτος και πίσω της η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θέλουν τη στρατιωτική επικράτηση του Χαφτάρ και την πρόσδεση της αυριανής Λιβύης στο δικό τους μέτωπο. Γι’ αυτό είναι υποχρεωμένες να αντιδράσουν στη στρατιωτική παρέμβαση του Ερντογάν υπέρ στη Λιβύη. Στην ίδια γραμμή κινείται και το Ισραήλ, παρότι για προφανείς λόγους δεν εκδηλώνεται.
Στην ίδια γραμμή και η Ελλάδα, η οποία έχει ζωτικό συμφέρον να ανατραπεί η κυβέρνηση Σαράτζ από τις δυνάμεις του Χαφτάρ, αφού έχει καταστεί σαφές πως μόνο έτσι θα ακυρωθεί η συμφωνία Άγκυρας-Τρίπολης για τις θαλάσσιες ζώνες. Προς το παρόν, όμως, η Αθήνα αποφεύγει να υπερβεί το όριο της διπλωματικής υποστήριξης του Χαφτάρ και να εμπλακεί πιο άμεσα, ενισχύοντάς τον στρατιωτικά μέσω της Αιγύπτου.
Αντιτουρκικός “ιονισμός”
Υπάρχει, βεβαίως, και τα δύο άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος μέτωπα: οι πειρατικές ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ και η προαναφερθείσα προαναγγελία επέκτασης των ίδιων πειρατικών ενεργειών και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Όπως είναι γνωστό, η Αθήνα αντέδρασε μόνο διπλωματικά στα τουρκικά τετελεσμένα στην κυπριακή ΑΟΖ. Όπως προανέφερα, όμως, δεν μπορεί να πράξει το ίδιο εάν το “Ορούτς Ρέις” κάνει σεισμικές έρευνες νότια του Καστελλορίζου ή ανατολικά της Κρήτης. Θα υποχρεωθεί να αντιδράσει με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Το εάν σε περίπτωση θερμής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης μπουν στο παιχνίδι και χώρες που μέχρι τότε κινούνταν στο διπλωματικό επίπεδο (Αίγυπτος, Ισραήλ) ή απλώς έκαναν επίδειξη δύναμης (Γαλλία), είναι κάτι που δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Εξαρτάται από μία δέσμη παραγόντων και κυρίως από τη δυναμική που αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής εμπλοκής σε περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Μπορεί ο Ερντογάν να ρισκάρει σε βαθμό τυχοδιωκτισμού, αλλά εάν στην Άγκυρα δεν έχουν πάρει διαζύγιο από τον ορθολογισμό, θα φοβούνται το ενδεχόμενο ενός αντιτουρκικού “ιονισμού”, έστω κι αν κρύβουν αυτόν τον φόβο πίσω από λεονταρισμούς και απειλές.
Αντιτουρκικός “ιονισμός” σημαίνει ότι μπορεί να αναπτυχθεί μία δυναμική, η οποία θα στρέψει –ακόμα και στρατιωτικά– εναντίον της Τουρκίας ταυτοχρόνως (για την ακρίβεια σε ντόμινο) τις δυνάμεις της περιοχής που έχουν λόγο και συμφέρον να την πλήξουν. Προφανώς, αυτό δεν είναι το πιθανότερο σενάριο, αλλά δεν μπορεί και να αποκλεισθεί, ειδικά όταν ο Ερντογάν συμπεριφέρεται κατά τον τρόπο που συμπεριφέρεται.
Με βάση αυτή την ανάλυση, λοιπόν, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η νέα κρίση στο Ιντλίμπ και η ρευστότητα στη Λιβύη θα λειτουργήσουν ως αποτρεπτικοί παράγοντες για να επιχειρήσει στο αμέσως επόμενο διάστημα η Άγκυρα ένα τετελεσμένο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Για να είμαι πιο ακριβής, είναι πιθανόν να αναβάλουν την πυροδότηση κρίσης.
Αναμφιβόλως, οι λεονταρισμοί θα συνεχισθούν και ήδη αυτό συμβαίνει. Από την άλλη πλευρά, όμως, ενδεχομένως η έναρξη και των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για τα ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) να ρίξει τη θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Αυτό το επιδιώκει σταθερά η Αθήνα, αλλά στην παρούσα συγκυρία –με αντικειμενικούς όρους– βολεύει και τον Ερντογάν. Το τι τον βολεύει, ωστόσο, δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά και με το τι τελικώς θα πράξει.