Παιδεία στα χρόνια της κρίσης

Η κρίση και η περίοδος παρατεταμένης λιτότητας για τον δημόσιο τομέα, άφησαν πίσω τους την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε άθλια κατάσταση.

Κατ΄ αρχήν η δημόσια χρηματοδότηση των πανεπιστημίων σήμερα είναι μικρότερη από το 1/3 εκείνης που τα δημόσια ιδρύματα ελάμβαναν προ του 2010. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί σε αυτό και το γεγονός ότι και προ κρίσης η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων υπολείπονταν σημαντικά του μέσου Ευρωπαϊκού όρου, καθώς και τότε τα ελληνικά πανεπιστήμια ήταν ουραγοί στις Ευρωπαϊκές κατατάξεις ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση, ολοκληρώνεται η εικόνα μιας ανώτατης εκπαίδευσης χωρίς υποδομές, αποδυναμωμένης από ανθρώπινο δυναμικό και μη ικανής να ικανοποιήσει στοιχειώδεις λειτουργικές ανάγκες.

Η εικόνα των ελληνικών πανεπιστημίων σήμερα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ίδιων των ιδρυμάτων είναι απογοητευτική, καθώς αδυνατούν να ικανοποιήσουν στοιχειώδεις καθημερινές λειτουργίες, όπως της καθαριότητας και της φύλαξης, ενώ εμφανής είναι και η απουσία σύγχρονων, επαρκών και κατάλληλων για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της έρευνας κτιριακών υποδομών, αιθουσών και εργαστηρίων.

Εκεί όμως που τα ελληνικά πανεπιστήμια σήμερα υστερούν, είναι στη στελέχωσή τους με εξειδικευμένο και κατάλληλα εκπαιδευμένο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, καθώς αυτό είτε συνταξιοδοτήθηκε χωρίς ποτέ να έχει αναπληρωθεί, είτε προτίμησε την πλέον ασφαλή για την αξιοποίηση των ικανοτήτων του και την οικονομική του αποκατάσταση οδό της μετανάστευσης, ακολουθώντας το σύγχρονο ρεύμα του brain drain προς χώρες που ξέρουν να επιβραβεύουν την προσπάθεια και είναι σε θέση να συγκρατούν, προς όφελός τους, νέους επιστήμονες.

Και βέβαια όσοι καθηγητές έχουν παραμείνει στα ελληνικά πανεπιστήμια και επιμένουν να διδάσκουν και να ερευνούν με τους όρους που επέβαλε η κρίση, εργάζονται σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και με μισθούς απαράδεκτα χαμηλούς για το έργο που επιτελούν, για τις ικανότητες και τα προσόντα τους. Αφού οι σημερινές αμοιβές των καθηγητών στα πανεπιστήμια όχι μόνο δεν μπορούν να προσελκύσουν τους νέους επιστήμονες που βρίσκονται στο εξωτερικό, αλλά ούτε τους επιμένοντας με αυτοθυσία στην Ελλάδα δεν μπορούν πλέον να συντηρήσουν αξιοπρεπώς.

Με δυο λόγια τα πανεπιστήμια στη χώρα μας μετά την κρίση είναι καθημαγμένα και ζουν σε καθεστώς παρατεταμένης κρίσης.

Η κρίση της Παιδείας και η νεοφιλελεύθερη ευκαιρία – Οι νόμοι Διαμαντοπούλου και Κεραμέως

Λένε ότι η κρίση είναι ευκαιρία. Την αρχή αυτή προσπάθησαν να εφαρμόσουν στην πράξη οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού στα χρόνια της κρίσης, σχεδιάζοντας δύο συντονισμένες θεσμικές επιθέσεις σε βάρος της ελληνικής δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε μια προσπάθεια να την καθυποτάξουν, επιβάλλοντας και σε αυτήν τους κανόνες του κέρδους και της αγοράς.

Η πρώτη προσπάθεια ήταν με τον γνωστό νόμο Διαμαντοπούλου, ο οποίος έγινε συνώνυμος με μια αντιακαδημαϊκή απόπειρα μεταρρύθμισης, που προσπάθησε να υπονομεύσει τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και να περιορίσει την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων.

Επιδιώκοντας η τότε κυβέρνηση να ελέγξει την παραγωγή και τη μετάδοση της επιστημονικής γνώσης και μαζί με αυτές και την εκτός κυβερνητικής, κομματικής, επιχειρηματικής ή άλλης επιρροής λειτουργία των πανεπιστημίων, επέβαλε αγοραίους θεσμούς επιτήρησης και ελέγχου και θεσμοθέτησε κανόνες επιχειρηματικού management στα δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα, εξομοιώνοντας την πνευματική παραγωγή με την παραγωγή εμπορικών και αγοραίων προϊόντων. Ευτυχώς για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το ολέθριο αυτό νομοθέτημα σκόνταψε στην καθολική αντίσταση της πανεπιστημιακής κοινότητας και στην άρνηση έμπρακτης υποστήριξής του ακόμη και από τις πολιτικές δυνάμεις που το υπερψήφισαν το 2011.

Η δεύτερη απόπειρα υποβάθμισης των δημόσιων πανεπιστημίων συμβαίνει σήμερα, με την αντιακαδημαϊκή και αναξιοκρατική θεσμοθέτηση της εξίσωσης των πτυχίων των εκτός εκπαιδευτικού συστήματος, αδιαβάθμητων, ανέλεγκτων και αναξιολόγητων ιδιωτικών κολεγίων με εκείνα των πανεπιστημίων. Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ουσία της κριτικής σε αυτό το νομοθέτημα δεν έχει να κάνει με τις αντιλήψεις περί του ρόλου του ιδιωτικού τομέα στην εκπαίδευση, αλλά αφορά στην ψευδεπίγραφη εξίσωση επαγγελματικών δικαιωμάτων χωρίς να πληρούνται στοιχειώδεις κανόνες πιστοποίησης και επάρκειας των εκπαιδευτικών επιχειρήσεων που αποκαλούνται κολέγια, καθώς και του εκπαιδευτικού τους προσωπικού.

Οι υποστηρικτές του νόμου Κεραμέως προσπαθούν μάταια να… ισοφαρίσουν τη σημερινή εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολεγίων με εκείνα των πανεπιστήμιων, με την εξομοίωση των ΤΕΙ με ΑΕΙ που συνέβη επί υπουργίας Γαβρόγλου.

Δεν πρόκειται όμως καθόλου για πράγματα που μπορούν να συγκριθούν.

Κι αυτό γιατί τα ΤΕΙ ήταν ανέκαθεν δημόσια, ήταν διαβαθμισμένα και ήδη πιστοποιημένα και αξιολογημένα, καθώς ανήκαν εξ αρχής στον ενιαίο χάρτη της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό που συνέβη με το νόμο Γαβρόγλου ήταν ότι απλώς… ανέβηκαν κατηγορία κάτω από συγκεκριμένους κανόνες και προϋποθέσεις που έθεσε η πολιτεία. Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί, αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με το αδιανόητο που συμβαίνει με το νόμο Κεραμέως.

Γιατί τα κολέγια είναι επιχειρήσεις που βρίσκονται απολύτως εκτός χάρτη δημόσιας εκπαίδευσης και άρα εκτός όρων, κανόνων και προϋποθέσεων που η πολιτεία θέτει για τα πανεπιστήμια και για το στελεχιακό τους δυναμικό. Και βέβαια τα κολέγια βρίσκονται εκτός οποιασδήποτε έννοιας πιστοποίησης και ακαδημαϊκής αξιολόγησης, καθώς ούτε είναι ακαδημαϊκά ιδρύματα, αφού δεν παράγουν αλλά μόνο μεταδίδουν τη γνώση και φυσικά δεν έχουν ποτέ αξιολογηθεί, ούτε αυτά, αλλά ούτε και οι διδάσκοντες σε αυτά, από πιστοποιημένους φορείς ακαδημαϊκής αξιολόγησης.

Η Παιδεία και η αγορά – Το παράδειγμα της Ευρώπης

Η πρώτη απόπειρα, αυτή του νόμου Διαμαντοπούλου, επιχειρούσε την ιδιωτικοποίηση των θεσμών των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.

Η σημερινή απόπειρα επιχειρεί το αντίθετο, επιχειρεί δηλαδή την είσοδο των αδιαβάθμητων ιδιωτικών κολεγίων στον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κυριολεκτικά από την πίσω πόρτα.

Αν αξιοποιήσουμε την Ευρωπαϊκή εμπειρία και παρακολουθήσουμε την πορεία της ανώτατης εκπαίδευσης μετά τη νεοφιλελεύθερη επέλαση των τελευταίων δεκαετιών στις χώρες όπου αυτή δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα όπως στην Ελλάδα, θα διαπιστώσουμε ότι παντού στην Ευρώπη, η ιδιωτική εκπαίδευση αποτελεί σήμερα μια περιθωριακή, ως προς το πλήθος των ιδρυμάτων και την ποιότητα των σπουδών τους δραστηριότητα, αφού ο βασικός κορμός της ανώτατης εκπαίδευσης εξακολουθεί να είναι παντού τα υψηλού επιπέδου δημόσια τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Σε όποια χώρα της Ευρώπης και αν πάει κανείς, διαπιστώνει ότι υπάρχουν πράγματι και κάποια μικρά ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα οποία κατ’ ουδένα τρόπο δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα πολυπληθέστερα και ποιοτικά σημαντικότερα καθολικά (University) δημόσια πανεπιστήμια.

Η παραγωγή και η μετάδοση της επιστημονικής γνώσης ανέκαθεν ήταν, είναι και θα παραμείνει μια διεργασία καθαρά πνευματική. Και ως τέτοια βρίσκεται εκτός πεδίου των νόμων του κέρδους και της αγοράς. Αυτό δε σημαίνει βεβαίως ότι δεν πρέπει να αμείβονται, αλλά ότι δεν είναι δυνατόν οι πνευματικές λειτουργίες της έρευνας και της εκπαίδευσης να ελέγχονται από οικονομικά συμφέροντα και να υπακούουν στους νόμους της αγοράς. Γιατί εάν αυτό συμβεί, τότε αυτόματα η έρευνα και η εκπαίδευση παύουν να αποτελούν πνευματικές και γι’ αυτό δημιουργικές διεργασίες, χάνοντας το σημαντικότερό προνόμιό τους, την αξιοπιστία και την κοινωνική αποδοχή και αναγνώριση.

Γι’ αυτό και είναι μάταιη η επιδίωξη των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού να εκμεταλλευτούν την κρίση στη δημόσια εκπαίδευση, προκειμένου να την εντάξουν και αυτήν κάτω από τον ισοπεδωτικό κοινό παρονομαστή των νόμων του κέρδους και της αγοράς.