Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πριν από λίγες ημέρες έδειξε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως το επόμενο βήμα στην ελληνοτουρκική διένεξη. «Είναι μια λογική κίνηση και έχουμε το δίκιο με το μέρος μας», ανέφερε στην τελευταία τηλεοπτική του συνέντευξη, σημειώνοντας πως τα δύο ζητήματα που θα έθετε η Ελλάδα ενώπιον του Δικαστηρίου είναι της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Την ίδια στιγμή και η Τουρκία δείχνει πως θα μπορούσε να αποδεχτεί μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, θέτοντας όμως περισσότερα ζητήματα στο τραπέζι.

«Θα θέλαμε να εξετάσουμε το ζήτημα της παραβίασης του καθεστώτος αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου μαζί με τις άλλες διαφορές στο Αιγαίο, με σκοπό την επίλυσή τους μέσω του διαλόγου. Με τον τρόπο αυτό δεν αποκλείουμε κάθε μέσο ειρηνικής διευθέτησης να συμφωνηθεί αμοιβαία και από τις δύο πλευρές, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Δικαστηρίου», αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών.

Πρόσφατα, μέσω ενός ανώτερου αξιωματούχου του, παρουσίασε αναλυτικότερα τις 5 τουρκικές αξιώσεις της Άγκυρας για το Αιγαίο. Πρόκειται για τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και των χωρικών υδάτων, της αποστρατικοποίησης των νησιών όπως προβλέπεται από σειρά διεθνών συμφωνιών, του εναέριου χώρου στο Αιγαίο, την κυριαρχία βραχονησίδων και μικρότερων νησιών και τέλος της αναγνώρισης από την Ελλάδα πως το Αιγαίο είναι μια κοινή θάλασσα.

«Η Ελλάδα αντί να απαντήσει θετικά στην πρότασή μας και να αρχίσει να μιλάει μαζί μας, επιλέγει να διαμαρτύρεται για την Τουρκία στην Ε.Ε. και αναζητεί να βρει λύσεις από τρίτες πλευρές. Αυτή η ασόβαρη συμπεριφορά δεν είναι συμβατή με σχέσεις καλής γειτονίας. Η Ελλάδα κάνει μεγάλο λάθος αν νομίζει ότι θα επιτυγχάνει αποτελέσματα μέσω τρίτων χωρών κάθε φορά που αντιμετωπίζει δυσκολίες», σημείωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας Χαμί Ακσόι, πετώντας το γάντι στην Ελλάδα.

Όμως η προσφυγή στη Χάγη δεν αποτελεί μια εύκολη επιλογή για την κυβέρνηση. Διπλωματικές πηγές έχουν τονίσει στο Tvxs.gr πως μια προσφυγή στη Χάγη από κοινού με την Τουρκία εμπεριέχει ντε φάκτο την προοπτική μας της «συνεκμετάλλευσης» στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίο πως το ενδεχόμενο της «συνεκμετάλλευσης» προωθείται όλο και περισσότερο το τελευταίο διάστημα από φιλοκυβερνητικά μέσα, σε αντίθεση με τις εθνικιστικές κορώνες που ακούγονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια για τα ελληνοτουρκικά, το Μακεδονικό και άλλα «καυτά» ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.

Ένα από τα τελευταία άρθρα, σε αυτό το πλαίσιο, είναι του Γιώργου Παπαχρήστου στο Βήμα της Κυριακής, ο οποίος αναφέρει πως στην υπόθεση της συνδιαχείρισης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο «έχουν παρεισφρήσει (για πολλοστή φορά) ισχυρές δόσεις λαϊκισμού, οι οποίες λειτουργούν ως διαθλαστικός φακός, απαγορευτικές για να δούμε όλη την εικόνα, καθαρά και όπως επιβάλλουν οι περιστάσεις». Σε αυτήν την κατεύθυνση μιλάει για μια αναθεώρηση των «κόκκινων γραμμών».  «Για πολλούς ‘’κόκκινη γραμμή’’ είναι η διενέργεια τουρκικών ερευνών νοτίως της Κρήτης, και στο μέσον της απόστασης με τη Λιβύη. Είναι όμως αυτές οι περιοχές ελληνική υφαλοκρηπίδα, για την οποία επιβάλλεται να λάβουν τον λόγο τα όπλα; Καταμεσής της Μεσογείου; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά κάτι τέτοιο και ενώπιον ποιας δικαστικής ή άλλης ξένης αρχής; Και έπειτα, αν αυτό υπαγορεύσει το εθνικό μας φιλότιμο, O πατροπαράδοτος τσαμπουκάς που μας χαρακτηρίζει ως λαό, ήτοι να αναλάβουν τα όπλα να λύσουν το πρόβλημα, αναρωτιέμαι ποιος θα δικαιώσει διεθνώς μια χώρα που επιχειρεί στρατιωτικά 100 ή 150 μίλια μακριά από τα χωρικά της ύδατα».

Όπως αναφέρουν εμπειρογνώμονες η προσφυγή στη Χάγη δεν συνιστά a priori την ιδανική λύση, αλλά απαιτεί την κατάλληλη προετοιμασία. Και οι μέχρι τώρα κινήσεις της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική δεν πείθουν ως προς αυτό. Όπως έχει επισημάνει έμπειρος διπλωμάτης στο Tvxs.gr, η «παγίδα» εντοπίζεται στο γεγονός πως «οι απαιτήσεις της Τουρκίας ξεπερνούν κατά πολύ όσα η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει σε μία διαπραγμάτευση». Αυτό σημειώνουν έμμεσα και από τον ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας πως η μόνη διαφορά που υπάρχει με την Τουρκία είναι αυτή της υφαλοκρηπίδας. Υπογραμμίζουν δε πως η «προσφυγή στη Χάγη εν μέσω έντασης, προκλήσεων και κατάφωρης παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να υπάρξει, αφού θα εγκυμονούσε κινδύνους για τα εθνικά συμφέροντα».

Πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες και το ρίσκο μιας τέτοιας κίνησης για τα εθνικά συμφέροντα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει να αντιμετωπίσει και ένα σκληρό εσωτερικό μέτωπο, με προεξέχοντα τον Αντώνη Σαμαρά, που ήδη έχει στείλει τα μηνύματά του. Το φιλοσαμαρικό antinews εξαπολύει καθημερινές επιθέσεις για την αποτυχημένη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, ενώ την ίδια ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έδειχνε» την προσφυγή στη Χάγη ως «λογική κίνηση», ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς  υποστήριζε πως δεν θα πρέπει να δεχτούμε προσφυγή στη Χάγη γιατί πρόκειται για μια «εκ των προτέρων συνθηκολόγηση».

Αντίστοιχα μηνύματα είχε στείλει όμως πριν από μερικούς μήνες και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Τον Οκτώβριο, σε μια από τις σπάνιες δημόσιες τοποθετήσεις του, είχε δηλώσει πως «η Ελλάδα δεν πρέπει ούτε να παρασυρθεί, ούτε να επιτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της […] συστάσεις και προτροπές που μας καλούν τάχα να ‘’λογικευτούμε και να τα βρούμε’’, πολύ δε περισσότερο πιέσεις φίλων, συμμάχων ή εταίρων, δεν γίνονται δεκτές, αν προσκρούουν στο εθνικό συμφέρον».

Σχετικά με τις εν λόγω «συστάσεις», αξίζει να σημειωθεί πως μια από τις τελευταίες ήταν αυτή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ανέφερε χαρακτηριστικά: «όσοι έχουν συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να αναζητήσουν λύσεις με ειρηνικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση που θα μπορούσε να είναι προκλητική».

Επί της ουσίας ο Μάικ Πομπέο, αναγνωρίζοντας τις τουρκικές διεκδικήσεις, κάλεσε τις εμπλεκόμενες πλευρές να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να βρουν μια λύση, επιβεβαιώνοντας πως η Άγκυρα έχει καταφέρει να θέσει στο τραπέζι τη δική της ατζέντα, εκμεταλλευόμενη και την «πολιτική του κατευνασμού» που εφάρμοσε η ελληνική κυβέρνηση, παρά τις προειδοποιήσεις πως πρόκειται για μια καταστροφική στάση. Κάτι που έχει ήδη διαφανεί τόσο στη Συριακή, όσο και στη Λυβική κρίση και επιβεβαιώθηκε και με την σύνοδο του Βερολίνου, από την οποία αποκλείστηκε η Ελλάδα, όσο και με την τελευταία επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ στην Τουρκία για να συζητήσει κατ’ ιδίαν με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.