Το παρεχόμενο επίπεδο υπηρεσιών στην Υγεία σε ένα πληθυσμό είναι δείκτης κοινωνικής ευμάρειας και ανάπτυξης. Η εφαρμογή στη κλινική πράξη των νέων καινοτόμων εφαρμογών της ιατρικής έρευνας οφείλει να συμβαδίζει με την σταθερή διάθεση των βασικών παροχών υγείας που απασχολούν την κοινωνία.
Το Δημόσιο Σύστημα Υγείας έχοντας βιώσει την 10ετή λαίλαπα της λιτότητας, αλλά και την προηγηθείσα ανορθολογική και αναποτελεσματική πολιτική του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης με ορατές συνέπειες στο σύνολο της κοινωνίας και ειδικότερα στα πτωχότερα στρώματα. Τα τελευταία 5 χρόνια έγινε μια τιτάνια προσπάθεια να σταματήσει η περαιτέρω επιδείνωση. Εν πολλοίς η προσπάθεια αυτή ήταν επιτυχημένη, παρά το γεγονός ότι παρέμειναν σημαντικές εκκρεμότητες. Από 2ετίας αρχίσαν τα πρώτα ορατά και μετρήσιμα σημάδια μικρής, αλλά σταθερής ανάκαμψης με προσλήψεις στελεχών, άνοιγμα νέων δομών, θεσμοθέτηση της 1βάθμιας Φροντίδας Υγείας και προμήθεια ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού.
Με την έναρξη της νέας 10ετίας και με την απαλλαγή από τον ασφυκτικό περιορισμό των μνημονίων τον Αύγουστο 2018, νέες προκλήσεις έγιναν πλέον ορατές. Οι προκλήσεις αυτές έχουν 2 χαρακτηριστικά: την επαναφορά της κατάστασης στα προηγούμενα προμνημονιακά επίπεδα με διόρθωση των ανεπαρκειών της και ταυτόχρονα την ανάληψη νέων κατάλληλων πρωτοβουλιών που απαιτούν οι σύγχρονοι καιροί και οι εξελίξεις. Ουσιαστικά πλέον οφείλουμε να μιλάμε για ένα ΝΕΟ ΕΣΥ.
Βεβαίως η αναλυτική και σε βάθος περιγραφή των απαιτήσεων αυτών είναι αντικείμενο συλλογικής και εργώδους προσπάθειας. Μπορούμε όμως να έχουμε μια πρώτη ιδέα, «εξ όνυχος τον λέοντα», συζητώντας για μια πτυχή αυτής της διαδικασίας. Ας μιλήσουμε για τα νοσοκομειακά Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, τα ΤΕΠ.
Ο ρόλος των ΤΕΠ είναι κομβικός σε ένα σύστημα υγείας. Η λειτουργία τους οφείλει να αξιολογείται θωρώντας τη από δυο οπτικές. Από την οπτική του ασθενούς και από την οπτική του συστήματος. Από την οπτική του ασθενούς κυριαρχεί η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος του. Ταυτόχρονα, η δυνατότητα πρόσβασης του σε ΤΕΠ νοσηλευτικού ιδρύματος που βρίσκεται σε σχετικά βατή απόσταση και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Κρίσιμο παραμένει και για τον ασθενή και για το σύστημα η επιλογή πρόσβασης σε ΤΕΠ να είναι πρόσφορη. Για τον ασθενή το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο γιατί μια απρόσφορη τέτοια επιλογή θα τον οδηγήσει σε περιττή ταλαιπωρία και καμμιά φορά σε ανορθολογική αντιμετώπιση. Για την οπτική και λειτουργικότητα του συστήματος είναι κρίσιμο γιατί επιβαρύνεται ασύμμετρα μια πτυχή του (ΤΕΠ) και ταυτόχρονα δεν αξιοποιείται κατάλληλα μια άλλη πτυχή του (πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας). Το αποτέλεσμα είναι δυσλειτουργία, αναποτελεσματικότητα και περιττή κατανάλωση πόρων.
Στην κατεύθυνση υπερκερασμού και αντιμετώπισης αυτών των καταστάσεων από 3ετίας αναλήφθηκαν συγκεκριμμένες πρωτοβουλίες. Αρχικά θεσμοθετήθηκε στα μεγάλα νοσοκομείο το ανεξάρτητο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών. Έπαψε δηλαδή το καθεστώς της στελέχωσης των ΤΕΠ αποσπασματικά και πρόχειρα από γιατρούς των επιμέρους κλινικών που φυσιολογικά αδυνατούσαν να διεκπεραιώσουν με επάρκεια την αποστολή τους. Παράλληλα, στερούσαν τη κλινική που ανήκαν από τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Η αυτοδυναμία των ΤΕΠ, με τη δημιουργία ιεραρχικής πυραμίδας (συντονιστής διευθυντής, επιμελητές κλπ) δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας στέρεης δομής με λειτουργικότητα. Από την ίδια περίοδο, μέσα από μια άκρως εξονυχιστική και επιστημονικά ορθή διαδικασία, θεσμοθετήθηκε η 2ετής Εξειδίκευση του Επειγοντολόγου.
Η θεσμοθέτηση αυτή τροφοδοτεί ήδη το σύστημα, μέσω των μεταβατικών διατάξεων, με έμπειρα και επαρκή στελέχη. Ήδη μετά από προκήρυξη και κρίση που έγινε από τις αρχές του 2019 και μετά από ολιγόμηνη, μάλλον αδικαιολόγητη, καθυστέρηση υπεγράφησαν τον προηγούμενο μήνα οι προσλήψεις 175 γιατρών ΤΕΠ για το λεκανοπέδιο Αττικής. Είναι προφανές ότι η υιοθέτηση αυτής της αντίληψης και η συνέχιση αυτής της πρακτικής είναι «εκ των ουκ άνευ» για την ανάπτυξη του δημόσιου συστήματος υγείας.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο. Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για το ενδεχόμενο Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στο χώρο της υγείας. Είμαι από αυτούς που δεν πιστεύουν ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι διαθέσιμος, με δεδομένες τις προτεραιότητες που τον κανοναρχούν, να συμπράξει έτι περαιτέρω με τον δημόσιο (μην ξεχνάμε ότι ο ΕΟΠΠΥ αγοράζει ήδη υπηρεσίες) με τελικό αποτέλεσμα την κάλυψη υπαρκτών ελλείψεων του τελευταίου. Ερωτώ λοιπόν (ρητορικά): ποιος ιδιωτικός φορέας θα αναλάμβανε να συμπράξει με ένα δημόσιο νοσοκομείο που η κύρια έλλειψη του θα ήταν η αδυναμία λειτουργίας σύγχρονων ΤΕΠ; Απαντώ κανείς, γιατί η επένδυση δεν θα ήταν κερδοφόρα.