Η… νάρκη της Χάγης

Η πρόσφατη δήλωση του Ελληνα πρωθυπουργού, ότι «η Ελλάδα είναι έτοιμη να προσφύγει στη Χάγη μαζί με την Τουρκία, αλλά μόνο για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, αφού εξαντλήσουμε πρώτα τη διμερή διαβούλευση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και τον πολιτικό διάλογο», έθεσε τα νέα ελληνικά όρια απέναντι στην εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα.

Του ΒΑΣΙΛΗ ΤΑΛΑΜΑΓΚΑ

info@neaselida.news

Το μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ το 1988 για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης είχε εκείνη την εποχή πρώτο στόχο τη μη πρόκληση επεισοδίων, ειδικά στις μέρες των γιορτών των δύο χωρών. Από τότε μεσολάβησαν πολλά, για να καταλήξουμε στο σήμερα, όπου, εν μέσω γιορτών, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία προχώρησε σε 98 παραβιάσεις του εναέριου χώρου της χώρας μας μόνο σε μία μέρα.

Αν για κάποιους στην Ελλάδα η Χάγη φαντάζει ως μερική λύση, τα δεδομένα στην πορεία προς το Διεθνές Δικαστήριο πρέπει να εξεταστούν διεξοδικά και με βάση τις συνεχείς προκλήσεις στο διάβα του χρόνου από την πλευρά της γείτονος προς τη χώρα μας. Κι αυτό γιατί η Τουρκία δεν θα συνυπογράψει προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, παρά μόνο αν πρόκειται να πραγματοποιηθεί συζήτηση επί όλων των θεμάτων επί των οποίων η ίδια θεωρεί ότι έχουμε διαφορές. Δηλαδή «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, υφαλοκρηπίδα των νησιών και ΑΟΖ.

Ο θεσμός

Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης είναι κύριο όργανο του ΟΗΕ και αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου οργάνου της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο έφερε τον επίσημο τίτλο Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο και καταργήθηκε. Συγκεκριμένα, την ίδρυση του νέου αυτού Διεθνούς Δικαστηρίου προέβλεψε ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών που υπεγράφη στις 26 Ιουνίου του 1945 στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης συγκροτείται από δεκαπέντε δικαστές που εκλέγονται για εννέα έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που συνεδριάζουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Κάθε τρία έτη ανανεώνεται το 1/3 των δικαστών. Οι δικαστές εκλέγονται για εννέα έτη με βάση τα προσόντα τους και όχι την εθνικότητά τους, αποκλειομένης μόνο της περίπτωσης εκλογής δύο δικαστών της ίδιας εθνικότητας.

Η διαδικασία

Για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν στην παραπομπή της διαφοράς τους σε αυτό. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία και είναι υποχρεωτικές, ενώ, αντίθετα, οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Ολες οι χώρες που έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου μπορούν να παραπέμψουν σ’ αυτό οποιαδήποτε υπόθεση.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας διατηρεί το δικαίωμα να παραπέμψει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε νομική διαφορά, ενώ τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και η Γενική Συνέλευση μπορούν επίσης να ζητήσουν από αυτό δικαστική γνωμοδότηση για διάφορα νομικά ζητήματα. Επίσης, το δικαίωμα αυτό το διατηρούν κι άλλες διεθνείς οργανώσεις του ΟΗΕ για θέματα της δραστηριότητάς τους, εφόσον προηγουμένως λάβουν την έγκριση της Συνέλευσης.

Προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορούν να κάνουν μόνο κράτη και όχι ιδιώτες ή άλλοι οργανισμοί. Τα κράτη που έχουν αποδεχτεί αυτό το καταστατικό θα μπορούν οποτεδήποτε να δηλώνουν ότι αναγνωρίζουν, χωρίς ειδική σύμβαση, ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για όλες τις νομικές διαφορές που αφορούν:

  • στην ερμηνεία μιας Συνθήκης,
  • σε κάθε θέμα διεθνούς δικαίου,
  • στην ύπαρξη γεγονότος που, αν διαπιστωνόταν, θα αποτελούσε παραβίαση διεθνούς υποχρέωσης,
  • στη φύση και την έκταση των επανορθώσεων που πρέπει να γίνουν για την παραβίαση μιας διεθνούς υποχρέωσης.

Αν η ελληνική πολιτική ηγεσία προσφύγει τελικά στη Χάγη, θα πρέπει να κατανοήσει εκ των προτέρων ότι οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου είναι τελεσίδικες, ενώ δεν έχει καταγραφεί ποτέ περίπτωση μη εφαρμογής απόφασης της Χάγης. Ιδιαίτερη δε σημασία στη διπλωματία έχει η παράμετρος του «συνυποσχετικού».

Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο μόνος τρόπος να κληθεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί μιας διαφοράς είναι αν και τα δύο μέρη συνομολογήσουν ένα «συνυποσχετικό».

Αυτό θα είναι ένα έγγραφο που θα συμφωνήσουν Ελλάδα και Τουρκία, στο οποίο θα περιγράφεται η διαφορά επί της οποίας το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει. Η σύνταξη ενός τέτοιου συνυποσχετικού δεν είναι εύκολη υπόθεση, μια και απαιτεί γενναίες παραδοχές έστω και για να μπει μια χώρα σε σχετική συζήτηση.

Το Δικαστήριο μπορεί να ανατρέξει στο σύνολο των διεθνών κανόνων, εφόσον οι χώρες στο «συνυποσχετικό» που θα συνομολογήσουν δεν αναφερθούν σε συγκεκριμένες συμβάσεις και συνθήκες για την επίλυση της διαφοράς τους. Για παράδειγμα, «κλειδί» στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία η Τουρκία δεν έχει κυρώσει.

Η Ελλάδα αναγνωρίζει ως βασική και μόνη διαφορά με την Τουρκία το ζήτημα του προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας. Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα πρέπει να οριοθετηθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας κι ότι η εγγύτητα των ελληνικών νησιών στα τουρκικά παράλια αποτελεί «ειδική περίσταση» που δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής.

Η Τουρκία, μάλιστα, δεν έχει κυρώσει ούτε τη Διεθνή Συνθήκη για την Υφαλοκρηπίδα του 1958 ούτε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι οποίες ορίζουν την υφαλοκρηπίδα και τους τρόπους οριοθέτησής της.

Η πρακτική

Οι αποφάσεις της Χάγης τείνουν να είναι πάντα συμβιβαστικές. Η ελληνική πολιτική ηγεσία που θα το αποφασίσει πρέπει να ανατρέξει στην ελληνική Ιστορία. Οταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να απαντήσει στις τουρκικές έρευνες για πετρέλαιο εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, τότε, παρά τις προσπάθειες που έγιναν και τη συνεννόηση με την κυβέρνηση Ντεμιρέλ, η Τουρκία υπαναχώρησε και δεν υπήρξε κατάληξη. Για κάποιους η Τουρκία υποχώρησε γιατί «έχανε» την υπόθεση.

Με δεδομένη τη διεθνή εμπειρία από τις γαλλοβρετανικές διαφορές στη Μάγχη, όπου εκεί το διεθνές δικαστήριο βασίστηκε στην αρχή της ίσης κατανομής -κάτι που βολεύει τις τουρκικές θέσεις-, η προσφυγή στη Χάγη έχει πολιτικές παραμέτρους που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ελληνική Ιστορία.

Αυτός που θα αποφασίσει την προσφυγή, θα σηκώσει και το βάρος της κρίσης κάποιων δικαστών που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε υποχώρηση εθνικών δίκαιων αιώνων! Αλλωστε, για προκλήσεις κατά σημαντικών εθνικών μας θεμάτων, όπως η στρατιωτική κατοχή μέρους της Κύπρου, χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για δεκαετίες, κανείς δεν επέβαλε στην Τουρκία την προσφυγή σε ένα διεθνές δικαστήριο. Στη σημερινή κρίσιμη εποχή, με τις τεράστιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τα πάντα.

Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 136 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.