Στη δεκαετία που έρχεται, ο κόσμος θα γνωρίσει και πάλι – σε εκδοχή επιλεκτικά διαφοροποιημένη – τις προκλήσεις, τις απειλές και τις ευκαιρίες που συνδυάζονται με την αναβάπτιση της πολιτικής της ισχύος. Σε αυτό το φαινομενικά νέο αλλά και γνώριμο περιβάλλον, μια χώρα όπως η Ελλάδα θα πρέπει να αναστοχαστεί πολλές από τις βεβαιότητες που ανέθρεψαν τις πρόσφατες γενιές. Στις αρχές του 2020, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις ούτε εύκολες προσεγγίσεις. Πολλές δε από τις τελευταίες που κυκλοφορούν βασίζονται σε επιφανειακές (αν μη και αφελείς) εφαρμογές των ερμηνευτικών σχημάτων που επικαλούνται.
Η μεγάλη εικόνα
Οι αισιόδοξες αντιλήψεις των πρώτων μετά-ψυχροπολεμικών ετών έχουν επιβεβαιωθεί μόνο σε έναν μικρό βαθμό. Τα κράτη, είχε θεωρηθεί, φαίνεται να εστιάζονται πια κυρίως στην επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης και τεχνολογικής ισχύος. Επίσης, είχε υποστηριχθεί με σθένος, τα κύματα εκδημοκρατισμού ενθαρρύνουν την επικράτηση ειρηνικών μορφών ανταγωνισμού και συνεργασίας, καθώς οι δημοκρατίες δεν έρχονται σε πολεμική σύγκρουση μεταξύ τους. Βέβαια οι επιφυλάξεις απέναντι στην καντιανή αυτή θέση ήταν γνωστές. Υπήρξαν συστηματικές μελέτες που κατέδειξαν ότι οι νέες δημοκρατίες έρχονται και σε πολεμική σύγκρουση μεταξύ τους. Επιπρόσθετα ο Christopher Layne είχε αναλύσει διεξοδικά κρίσεις μεταξύ παλιότερων δημοκρατιών που απέφυγαν τον μεταξύ τους πόλεμο και είχε επιχειρηματολογήσει πειστικότατα ότι οι αιτίες αποφυγής, τελικά, της πολεμικής οδού δεν μπορούν να αποδοθούν πρώτιστα στο δημοκρατικό χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Παρόλα αυτά, η αισιοδοξία, μαζί με την ελπίδα, πεθαίνουν τελευταίες.
Το τέλος της δεκαετίας αφήνει μια ΕΕ εξελισσόμενη αλλά με κρίσιμες εσωτερικές ρωγμές και – ακόμη σημαντικότερο – μια Ευρώπη που θα επιχειρήσει να ισορροπήσει σε νέες συνθήκες
Αλλά οι εξελίξεις των τελευταίων ετών σε Δύση και Ανατολή, Βορρά και Νότο διέλυσαν τα σύννεφα της υπερβολικής, τουλάχιστον, αισιοδοξίας. Σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, που διαθέτει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά ασύμμετρης πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, τα λιμάνια της θαλπωρής που γνωρίσαμε στην μορφή προηγμένων πολυμερών συνεργασιών και περιφερειακών ενοποιήσεων είναι ταυτόχρονα απαραίτητα αλλά και δυνάμει παραπλανητικά. Το τέλος της δεκαετίας αφήνει μια ΕΕ εξελισσόμενη αλλά με κρίσιμες εσωτερικές ρωγμές και – ακόμη σημαντικότερο – μια Ευρώπη που θα επιχειρήσει να ισορροπήσει σε νέες συνθήκες χωρίς να επιτύχει, στο εσωτερικό της, μια συναίνεση για τις στρατηγικές κατευθύνσεις και τον ρόλο των μελών της στην επίτευξη τους.
Εξαιτίας της χαοτικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων που κυριαρχεί στην Ουάσιγκτον μετά την αποχώρηση στελεχών όπως ο Μάτις και ο Μπόλτον, η προσέγγιση του Τραμπ έχει εξελιχθεί από προβληματική σε δυνητικά καταστροφική για τη συμμαχία. Η Γαλλία επιχειρεί να καλύψει το κενό ηγεμονίας στην Ευρώπη αλλά οι περιπέτειες του Brexit καθιστούν μια δομική συνεννόηση με το Λονδίνο δύσκολη αυτή τη στιγμή (παρόλα αυτά η συνεργασία Λονδίνου – Παρισίων στην ασφάλεια και εν μέρει την άμυνα είναι βέβαιο ότι θα ενισχυθούν και πάλι στο προσεχές μέλλον). Ενώ το Βερολίνο εξακολουθεί να βλέπει τα πράγματα από λογιστική σκοπιά και, κατά συνέπεια, αναλίσκεται σε δηλώσεις για τις ευκαιρίες που προσφέρονται με τη νέα «πράσινη» οικονομία αλλά και για το πόσο απαραίτητη είναι η Τουρκία για τη Δύση (και τις γερμανικές εμπορικές συμφωνίες και προμήθειες).
Σε αυτή τη δύσκολη καμπή από το ΝΑΤΟ αυτό που κυρίως περιμένουμε είναι να ξεπεράσει την κρίση. Η χρονικά συνδυασμένη αμερικανική και βρετανική αποστασιοποίηση από την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή (Τραμπ, Brexit) θέτουν την ΕΕ μπροστά σε αβυσσαλέο κενό, ευθύνες και κινδύνους. Με την μερική εξαίρεση της Γαλλίας, η οποία όμως κλυδωνίζεται εσωτερικά λόγω των αντιστάσεων στην μεταρρυθμιστική πολιτική Μακρόν, κανείς δεν φαίνεται να έχει στρατηγικές στοχεύσεις.
Κράτη και εθνικές κοινότητες
Πράγματι, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Βρετανία (με το Brexit) και οι ΗΠΑ (με τις πολιτικές Τραμπ) απομακρύνονται και οι δυο από την Ευρώπη. Αλλά ενώ η απομάκρυνση σημαίνει ταυτόχρονα και επιστροφή σε παραδοσιακές λογικές μεγάλων δυνάμεων, το ερώτημα για την πολιτειακή μορφολογία του Ηνωμένου Βασιλείου στη νέα δεκαετία έχει τεθεί και οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες.
Ο Αγγλικός εθνικισμός αποφάσισε, φαίνεται ότι ο Σκωτικός εθνικισμός θα ακολουθήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το ιστορικό εκλογικό αποτέλεσμα του Δεκεμβρίου 2019 στη Βρετανία δεν είναι απλά «ήττα του Κόρμπυν» (παρότι προφανώς συνέβαλε στη συντριβή των Εργατικών η έλλειψη στίγματος του αρχηγού τους). Στην Αγγλία, τουλάχιστον, η πλειοψηφία ψήφισε έξοδο από την ΕΕ. Γιατί αν μη τι άλλο ο Τζόνσον υπήρξε απολύτως σαφής ως προς αυτό.
Παράλληλα η κρίση της Καταλωνίας και όχι μόνο σοβεί στο Βασίλειο της Ισπανίας ενώ η Ιταλική Πολιτεία έχει απλώς αναβάλλει το δράμα για αργότερα. Στη Γερμανία η νοσταλγία του έθνους κινδυνεύει να λάβει ξανά διαστάσεις ανορθολογικές (όπως φάνηκε στις εκλογές των πρώην ανατολικών κρατιδίων). Φαίνεται ότι την Ευρώπη των εθνών (και όχι απαραίτητα των εθνικών κρατών) δεν την έχουμε αφήσει πίσω μας. Στην Ελλάδα, πάντως, η περίοδος της επίσημα προβαλλόμενης αγάπης του έθνους τείνει τα τελευταία χρόνια να αντικατασταθεί από μια εξίσου επίσημη προσπάθεια να γκρεμιστεί το έθνος από το βάθρο του.
Η Αθήνα οφείλει να επενδύσει στην εμβάθυνση των σχέσεων με δυνάμεις όπως η Γαλλία και το Ισραήλ, περιορίζοντας προς το παρόν τις ελπίδες για μια ισχυρή και συνεκτική πολιτική της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία.
Αλλά οι επίσημες θέσεις, διαμορφωμένες ενίοτε από αβέβαιες συμμαχίες καιροσκοπικών δικτύων, δεν αποτελούν πάντοτε έκφραση βαθύτερων τάσεων και ρευμάτων. Στην πραγματικότητα, η νέα δεκαετία θα σφραγιστεί από μια δύσκολη ισορροπία. Η ανάγκη επιβεβαίωσης διαστάσεων του ανήκειν σε εθνικές κοινότητες θα συνυπάρξει με την επιστροφή στην πολιτική των δυνάμεων σε ένα νέο, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που όμως κι αυτό πλέον αμφισβητείται.
Η Ανατολική Μεσόγειος
Σε αυτό το δυσανάγνωστο τοπίο, ταυτόχρονα πολυπολικό και πολυεπίπεδο, η μερική επιστροφή της πολιτικής της ισχύος – με αυξανόμενη επίκληση, έστω και νομιμοποιητική, των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου κατά το δοκούν – βρίσκει μερικά από τα ισχυρότερα κράτη της Ευρώπης να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε εξωτερικά ερεθίσματα που αναφέρονται σε ανακατανομή πλούτου και ισχύος και εσωτερικές προκλήσεις που εκφράζουν την επανακάμψασα ανάγκη για κοινοτικές ταυτίσεις εθνικού ή άλλου επιπέδου.
Έτσι και οι πολιτικές των κρατών απέναντι σε κρίσεις στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης έχουν συχνά χαρακτήρα αντίδρασης μάλλον παρά στρατηγικής προώθησης στόχων. Βέβαια για την Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, οι απειλές θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι σαφείς. Σε έναν κόσμο όπου οι απειλές, ακόμη και οι επιθέσεις, δεν μπορούν πάντοτε να αποδοθούν με βεβαιότητα σε συγκεκριμένους εχθρούς ενώ και η μορφή τους μπορεί να προκαλέσει σύγχυση (ασύμμετρες απειλές, υβριδικός πόλεμος), η αποτροπή καθίσταται έννοια περίπλοκη. Για την Ελλάδα δεν θα έπρεπε να είναι τόσο.
Διότι η Τουρκία του Ερντογάν επιθυμεί σαφώς να αποτελέσει ηγετική δύναμη εντός του μουσουλμανικού κόσμου, με προβολή πέραν της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Σε ένα βαθμό, η έκδηλη προκλητικότητα της κυβέρνησης Ερντογάν που συμπεριφέρεται πια ως περιφερειακή δύναμη με τάσεις εκπροσώπησης και ευρύτερων μουσουλμανικών κύκλων στη διεθνή πολιτική, έχει κινητοποιήσει αρνητικά αντανακλαστικά από κρίσιμους δρώντες όπως – με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό – το Ισραήλ, η Γαλλία (η οποία πέρα από τη ναυτική της παρουσία στην Μεσόγειο εξελίσσει και τον ρόλο της ως μόνη ευρωπαϊκή στρατιωτική και πυρηνική δύναμη μετά την αποχώρηση της Βρετανίας) και η αμερικανική διπλωματία και τεχνοκρατία (η οποία κατορθώνει ενίοτε αλλά όχι πάντα να συντονίσει τον πρόεδρο Τραμπ σε στρατηγικές στοχεύσεις με τη βοήθεια και του Κογκρέσου).
Η Αθήνα οφείλει να εστιαστεί σε αυτές τις -μέχρι στιγμής- ασυντόνιστες ενδείξεις ανάσχεσης και να επενδύσει στην εμβάθυνση των σχέσεων με δυνάμεις όπως η Γαλλία και το Ισραήλ, περιορίζοντας προς το παρόν τις ελπίδες για μια ισχυρή και συνεκτική πολιτική της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία. Η ΕΕ εξαιτίας του μεταναστευτικού (οι εκβιασμοί Ερντογάν έχουν αποτέλεσμα) αλλά και λόγω εσωτερικών διαφορών θα αργήσει να δράσει ως αποτελεσματικός παράγοντας επαναφοράς της Άγκυρας σε υπεύθυνες θέσεις.
Θα πρέπει να εστιαστούμε και μάλιστα ως πρωταγωνιστές στη διαμόρφωση μιας νέας ειδικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας, πέρα από τις εξίσου επικίνδυνες αυταπάτες του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας από την μια και της ραγδαίας αποδυνάμωσης και άμεσης κατάρρευσης της Τουρκίας από την άλλη.
Παρότι τα τουρκικά σχέδια παρουσιάζουν και σαφή στοιχεία υπερέκτασης και δυνητικής εξάντλησης, οι δυνατότητες ανάσχεσης είναι και αυτές περίπλοκες. Οι πολιτικές και πολιτειακές φόρμες στην Βόρεια Αφρική και σε μικρότερο βαθμό την Μέση Ανατολή είναι συχνά εφήμερες και εργαλειακές. Από το 2011 η Λιβύη ουσιαστικά δεν έχει κυβέρνηση ενώ και οι αντιπαλότητες βασίζονται σε ένα βαθμό σε φυλετικές ταυτίσεις – η επιτόπια έκφραση του κοινοτικού ανήκειν. Στην πολύ περισσότερο θεσμοποιημένη και διαφοροποιημένη πολιτική της Αιγύπτου, το σημερινό καθεστώς αποτελεί σύμμαχο πολύτιμο αλλά με αβέβαιο μέλλον. Το καθεστώς, συνέχεια της πραξικοπηματικής ανατροπής που το 2013 που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, κινδυνεύει από ένα πλέγμα εσωτερικών απειλών ενισχυόμενων και από εξωτερικά κέντρα. Βραχυπρόθεσμα, οι διπλωματικές κινήσεις με κυβερνήσεις όπως αυτή στο Κάϊρο αποτελούν σημαντικά βήματα. Μακροπρόθεσμα, η αντιμετώπιση των κυβερνήσεων αλλά και των αντίπαλων στρατοπέδων πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι αναφερόμαστε στην επιφάνεια ενός φαινομένου σύνθετου.
Σε βαθύτερα επίπεδα, τα ρεύματα και οι τάσεις εξακολουθούν να διαμορφώνονται. Βέβαια αυτό λειτουργεί με πολλούς τρόπους. Έτσι π.χ. βραχυπρόθεσμα, ο θάνατος του στρατηγού Σουλεϊμανί φαίνεται να ενισχύει το καθεστώς στην Τεχεράνη. Σε ευρύτερο όμως χρονικό ορίζοντα, η κοινωνική διαμαρτυρία στο Ιράν, που επιβιώνει παρά την αιματηρή καταστολή, είναι πιθανό να επηρεαστεί και θετικά από την κλιμάκωση που συνιστά η αμερικανική κίνηση. Ενώ και η Τουρκία εισέρχεται σε σοβαρούς προβληματισμούς ενόψει των σχέσεών της με το Ιράν που έλαβαν και θεσμική έκφραση κυρίως με τη συμφωνία της Αστάνα (2017) μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας για το μέλλον της Συρίας.
Το άλλο μέλος της τριμερούς συμφωνίας, η Ρωσία, θα εξακολουθήσει να διαδραματίζει ρόλους μεγαλύτερους από την οικονομική της επιφάνεια. Η Μόσχα θα εξακολουθήσει να αποτελεί παράγοντα και στην περιοχή μας ενώ θα προκαλεί και σεισμούς σε διεθνές επίπεδο όπως έγινε το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας. Μέσα στην διετία 2020-2021 η Ρωσία πιθανότατα θα επιχειρήσει να ενσωματώσει την Λευκορωσία (όπου ο Λουκασένκο διατηρεί ήδη ανοικτά σύνορα με την ισχυρή γείτονα και προστάτιδά του) και να ενισχύσει τον ρόλο της στο άτυπο κουαρτέτο Κίνα – Ρωσία – Τουρκία – Ιράν.
Τα κράτη δεν είναι εταιρείες
Φαίνεται λοιπόν ότι, όπως είχα γράψει προ δεκαπενταετίας, τα κράτη δεν είναι εταιρείες, παρά τα όσα φέρεται να πρεσβεύει η νέα γερμανική προσέγγιση που όμως αναπτύσσει τις εμμονές της υπό τη σκέπη της ευρωατλαντικής ομπρέλας. Στην πραγματικότητα, τα κράτη εξακολουθούν να λειτουργούν σε περιβάλλοντα ισχύος, να ανταποκρίνονται σε σύνθετα ερεθίσματα και να προϋποθέτουν εσωτερική νομιμοποίηση που δεν εδράζεται μόνο σε οικονομικούς δείκτες. Και η Ελλάδα; Στη δεκαετία του 2020 το ελληνικό κράτος θα επιβιώσει και θα επιτύχει – εσωτερικά κα εξωτερικά – υπό ορισμένεςπροϋποθέσεις.
Χρειαζόμαστε – σε πείσμα των θαυμαστών της μεταμοντέρνας ακροβασίας – να ανακαλύψουμε εκ νέου τη σημασία του ανήκειν στην αυτοπεποίθηση, το φρόνημα και τη θωράκιση απέναντι σε φοβικά σύνδρομα. Χρειάζεται να ξαναχτίσουμε μια κριτική όσο και στέρεη βάση της πολιτειακά συγκροτημένης ελληνικής εθνικής κοινότητας. Ενσωματώνοντας την καθοριστική εμπειρία της λειτουργίας του καθολικού σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, της ισοπολιτείας και του κράτους δικαίου και αναδεικνύοντας, παράλληλα, την ειδική μέριμνα για τον συμπολίτη μας.
Xρειαζόμαστε την άμεση εγκατάλειψη του φαιδρού επιχειρήματος ότι εξοπλιζόμαστε διότι φοβόμαστε την Τουρκία. Εξοπλιζόμαστε διότι είμαστε κρίσιμος πυλώνας της Συμμαχίας στην Μεσόγειο και την Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Χρειαζόμαστε, επίσης, την μεγάλη εικόνα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ενώ και η ΕΕ και το ΝΑΤΟ αποτελούν για την Ελλάδα και θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν απολύτως απαραίτητα αγκυροβόλια, έχουμε εισέλθει σε νέα εποχή πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Είναι νέα, δηλαδή ενημερωμένη – δυστυχώς επιλεκτικά – από αρκετές κανονιστικές και θεσμικές παραμέτρους που μεσολάβησαν από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δεν παύει να είναι και αμείλικτη. Κατά συνέπεια, χρειάζεται σχεδιασμός πέραν της πεπατημένης και συντονισμός με δυνάμεις με τις οποίες συγκλίνουν τα ενδιαφέροντα μας, όπως η Γαλλία. Παράλληλα η σχέση μας με το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αξιοποιηθεί περισσότερο: πέρα από τις αμυντικές δαπάνες, χρειαζόμαστε μια ελληνική συμμετοχή κανονική και πλήρη, όπως έχουν πράξει παλαιότερα αλλά και νέα μέλη, όχι a la carte. Επίσης, όπως υποστηρίζω επί χρόνια, χρειαζόμαστε την άμεση εγκατάλειψη του φαιδρού επιχειρήματος ότι εξοπλιζόμαστε διότι φοβόμαστε την Τουρκία. Εξοπλιζόμαστε διότι είμαστε κρίσιμος πυλώνας της Συμμαχίας στην Μεσόγειο και την Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Χρειαζόμαστε εθνική στρατηγική σε σχέση με την περιοχή μας γενικότερα και την Τουρκία ειδικότερα.
Χρειαζόμαστε, τρίτον, να κατανοήσουμε ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός συνιστά δομική απειλή, όχι συγκυριακή πρόκληση. Μόνο μια Ελλάδα που στέκεται στα πόδια της θα αποτρέψει την κλιμάκωση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Και ακριβώς επειδή ο ρόλος της Ελλάδας αναφέρεται και πέραν των ελληνοτουρκικών στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, οφείλουμε να σχεδιάσουμε και να πράξουμε. Χρειαζόμαστε τόσο καρότο όσο και μαστίγιο. Το δεύτερο αναφέρεται στην επείγουσα ανάγκη αναβάθμισης ειδικότερα των αμυντικών ικανοτήτων μας και, γενικότερα, της αποτρεπτικής ισχύος μας. Για το πρώτο, όπως υποστηρίζω από χρόνια, θα πρέπει να εστιαστούμε και μάλιστα ως πρωταγωνιστές στη διαμόρφωση μιας νέας ειδικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας, πέρα από τις εξίσου επικίνδυνες αυταπάτες του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας από την μια και της ραγδαίας αποδυνάμωσης και άμεσης κατάρρευσης της Τουρκίας από την άλλη.
Τέλος, το σημαντικότερο:χρειαζόμαστε εθνική στρατηγική σε σχέση με την περιοχή μας γενικότερα και την Τουρκία ειδικότερα. Και επειδή στην άναρχη ελληνική δημοσιότητα ο καθένας γράφει και λέει ό,τι θέλει, ας θυμηθούμε ότι η εθνική στρατηγική, πέρα από εύλογες διακρίσεις και αποχρώσεις, αναφέρεται στην τιθάσευση επιμέρους στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών και συμβολικών μέσων στην κατεύθυνση κάποιων απώτερων στόχων βάσει ιεράρχησης προτεραιοτήτων. Εξ ορισμού, η στρατηγική δεν αναφέρεται μόνο στις συγκρούσεις, δεν προκύπτει από αντιδράσεις σε ερεθίσματα και δεν αναπτύσσεται κατά την εφαρμογή αλλά προϋπάρχει των δράσεων τις οποίες αφορά. Οπότε το κρίσιμο ερώτημα θα έπρεπε να είναι, πώς επιδρούν οι εξελίξεις στη στρατηγική μας. Ελλείψει στρατηγικής, η πολιτική θα διαμορφώνεται ως σύνολο αντιδράσεων σε ερεθίσματα. Αυτό, πάνω από όλα, θα πρέπει να αποφύγουμε σε αυτή την συναρπαστική αλλά και δύσκολη καμπή.