Τα – φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας – Μέσα Ενημέρωσης αποθεώνουν τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, για την επίσκεψή του στις ΗΠΑ και τη συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τράμπ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η υπόλοιπη αντιπολίτευση, τον κατακεραυνώνουν, χαρακτηρίζοντας την επίσκεψη “φιάσκο”.
Προφανώς, είναι δυο ακραίες απόψεις. Ούτε ο στημένος εξωραϊσμός της επίσκεψης, αλλά ούτε και ο αντιπολιτευτικός μηδενισμός της, συνεισφέρουν στο να βγουν αντικειμενικά συμπεράσματα γύρω από το τι πραγματικά έγινε. Βέβαιον είναι ότι η δεύτερη επίσημη επίσκεψη πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο, έπρεπε να είναι, από πλευράς ουσιαστικών αποτελεσμάτων για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, καλύτερη από την πρώτη (αυτήν του Αλέξη Τσίπρα το 2017). Και είναι αμφίβολο εάν η τελευταία επίσκεψη έδωσε περαιτέρω ώθηση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ουσιαστικά, όπως ευθύς εξαρχής μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Τράμπ, σημείωσε το Antinews, επρόκειτο για μια “ατυχή” επίσκεψη (βλέπε: Μητσοτάκης στις ΗΠΑ: Μια ατυχής επίσκεψη).
Αναμφισβήτητα το κύριο βάρος της ευθύνης πέφτει στην αμερικανική πλευρά, και ιδιαίτερα στον – γνωστό τοις πάσι, πάντως – “απρόβλεπτο” Τράμπ, ο οποίος έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του τον πρωθυπουργό μιας χώρας, και έστησε ένα επικοινωνιακό σόου κατά τη διάρκεια της συνάντησης μαζί του, στο Οβάλ γραφείο, καθιστώντας τον Κ.Μητσοτάκη στα μάτια της ελληνικής αλλά και της αμερικανικής κοινής γνώμης κυριολεκτικά “φτωχό συγγενή”.
Διότι, στήνοντας ένα one man show, μια συνέντευξη Τύπου, εκτός του συμπεφωνημένου προγράμματος, ουσιαστικά μόνον για τον εαυτό του, με θέμα το Ιράν και τη δολοφονία του “τέρατος”, όπως τον χαρακτήρισε, Σουλεϊμανί, καθώς και για να εκθειάσει τον “φίλο” του, Ταγίπ Ερντογάν, παραγκώνισε απόλυτα τα ελληνοτουρκικά και, βέβαια, κατέστησε διακοσμητική την παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού. Κάτι που μόνον καλό “οικοδεσπότη” δεν δείχνει.
Πρόκειται για καταφανή παραβίαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου που ορίζει σαφείς και αυστηρούς κανόνες στο πρόγραμμα και τις επαφές ενός πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Να σημειωθεί ότι το σύνηθες πρωτόκολλο της εμφάνισης του Αμερικανού προέδρου με όποιον άλλον επίσημο στο Οβάλ γραφείο, γίνεται κυρίως για τις κάμερες, για μια χειραψία, και περιορίζεται σε δηλώσεις του ενάμιση με δυο λεπτά για τον καθένα. Στην προκειμένη συνέβη το απίστευτο: Η εμφάνιση των δυο διήρκεσε σχεδόν είκοσι λεπτά. Από τα είκοσι λεπτά, μόνον περί τα δυο λεπτά μίλησε ο Κ.Μητσοτάκης, και όλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μιλούσε ο Τράμπ, ο οποίος μάλιστα έδινε ο ίδιος τον λόγο στους εκπροσώπους των ΜΜΕ για να του υποβάλλουν ερωτήσεις. Ο “γνωστός” Τράμπ που επανειλημμένως έχει δει η διεθνής κοινή γνώμη.
Μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο των ερωτήσεων για το Ιράν, και με τον – ως συνήθως, πολύ καλά “διαβασμένο” επικοινωνιακά – Τράμπ να μονοπωλεί τη “συζήτηση” με τους Αμερικανούς δημοσιογράφους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν εμφανές ότι πάσχιζε εναγωνίως να “κλέψει” έστω και λίγα λεπτά για να θέσει ορισμένα από τα φλέγοντα θέματα της ελληνικής ατζέντας. Από την άλλη, η στάση του Τράμπ δείχνει “αγένεια”, και αναδύει την εικόνα του αλαζόνα πλανητάρχη ο οποίος θεωρεί την χώρα και τον εκπρόσωπό της που έχει απέναντί του ως “δεδομένους”.
Των “φρονίμων” τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν
Αλλά αυτές οι συμπεριφορές, τύπου Τεξανού καουμπόϋ, ήταν αναμενόμενες από τον Τράμπ. Εξάλλου, έχουν συμβεί και πολύ χειρότερα στις συναντήσεις του ακόμα και με ηγέτες πολύ ισχυρών και μεγάλων χωρών. Στην Ελλάδα θα κώλωνε; Όπως, επανειλημμένες, άλλωστε, είναι και οι επιθέσεις φιλίας του στο πρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν. Τι έκανε, όμως, η ελληνική πλευρά για να αποφύγει αυτές τις παγίδες και να περιορίσει – όσο το δυνατόν – τον “απρόβλεπτο – προβλέψιμο”, Τράμπ; Τι έκανε για να προστατεύσει τη δημόσια εικόνα της Ελλάδας και του πρωθυπουργού της, ούτως ώστε να μην εμφανίσει την εικόνα του “φτωχού συγγενή” δίπλα στον πλανητάρχη; Φαίνεται πως η προετοιμασία της επίσκεψης μάλλον είχε πολλά κενά και “γκρίζες ζώνες”.
Οι “δικαιολογίες” του κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέλιου Πέτσα, ότι, λόγω της “καυτής” συγκυρίας στις ΗΠΑ με το Ιράν και την πρόταση μομφής, η ελληνική πλευρά δεν έθεσε καν θέμα συνέντευξης Τύπου στην αμερικανική, φαντάζουν τουλάχιστον ατυχείς. Μετά την απαράδεκτη εικόνα στο Οβάλ γραφείο, άραγε επιμένει σε αυτή την άποψή του; Δεν θα ήταν προτιμότερο, αντί για τη μονοπώληση της συνάντησης στο Οβάλ γραφείο από τον Τράμπ, έναντι του Έλληνα πρωθυπουργού, να επέμενε η Αθήνα στη διενέργεια συνέντευξης Τύπου, όπου οι κανόνες των ερωτήσεων τόσο προς τον “οικοδεσπότη”, όσο και προς τον “φιλοξενούμενο”, είναι σαφείς και θα μπορούσε ο Κ.Μητσοτάκης να εκθέσει με σχετική άνεση τις ελληνικές θέσεις; Εκτός πια, κι’ αν λέγει ψέματα η κυβέρνηση, και παρ’ ότι έθεσε τέτοιο θέμα στην αμερικανική πλευρά, αυτή το αρνήθηκε, μόνο και μόνο επειδή ο Τράμπ σχεδίαζε το δικό του, “ιρανικό one man show”.
Ωστόσο, αν κρίνει κανείς από τις “οικογενειακές” φωτογραφίες, από πλευράς επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων, η επίσκεψη του πρωθυπουργού διόλου άσχημα πήγε. Στα ελληνικά ΜΜΕ, άλλωστε, που τείνουν να μετατρέψουν την επίσκεψη, από σημαίνουσα διπλωματική και πολιτική, σε επίσκεψη life style στο Αμέρικα, φιγουράρει πλειάδα φωτογραφιών του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά της συζύγου του, Μαρέβα Γκραμπόφσκι, με την – αναμφισβήτητα εντυπωσιακή – Μελάνια και τον Τράμπ. Παρ’ ότι, δηλαδή, σε επίπεδο εντυπωσιασμού της ελληνικής κοινής γνώμης τα πράγματα πήγαν πάρα πολύ καλά, σε επίπεδο πολιτικής ουσίας και εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων, υπάρχει μια… κάποια αμφιβολία. Άραγε, τη φωτογράφηση του πρωθυπουργικού με το προεδρικά ζεύγη μαζί, τη ζήτησε η Αθήνα ή η Ουάσιγκτον; Πάντως, στην προηγούμενη συνάντηση Τσίπρα – Τράμπ, η σύζυγος του τότε πρωθυπουργού δεν υπήρχε σε τέτοια πλάνα.
Όπως και να’ χει, εκτός του Αμερικανού πρέσβη, Τζέφρυ Πάγιαττ, ο οποίος γνώριζε πάρα πολύ καλά το πρόγραμμα και το πρωτόκολλο, σκόπιμο είναι να αναλάβουν επιτέλους τις ευθύνες τους οι Έλληνες αρμόδιοι για τον προγραμματισμό της επίσκεψης. Πολύ περισσότερο, επειδή δεν προστάτευσαν την εικόνα της χώρας και του πρωθυπουργού. Ως γνωστόν, τον Κ.Μητσοτάκη συνόδευε η επικεφαλής του πολιτικού γραφείου του, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η οποία εμπλέκεται σχεδόν σε όλα τα ταξίδια του. Βέβαια, σύντομα εγκαταλείπει το πόστο της, εξαιτίας, όπως λέγεται, αντιπαραθέσεων που φέρεται να είχε με σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του πρωθυπουργού και έναν ακόμα σύμβουλό του για θέματα εξωτερικής πολιτικής, και “μετακομίζει” ως πρέσβης στην Ουάσιγκτον. Άραγε, η ίδια έσπευσε να προλάβει τα διάφορα “διπλωματικά φάλτσα” που σημειώθηκαν κατά την επίσκεψη στις ΗΠΑ;
Επίσης, ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, που και αυτός συνόδευε τον πρωθυπουργό, είχε φροντίσει να προετοιμάσει δεόντως την επίσκεψη; Ενθυμούμεθα ότι το 2017, μετά από διπλωματική προετοιμασία μηνών για να πραγματοποιηθεί η επίσκεψη Τσίπρα, για αρκετές ημέρες προτού αφιχθεί στην αμερικανική πρωτεύουσα ο τότε πρωθυπουργός, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, είχε “εγκατασταθεί” στην Ουάσιγκτον, όπου έκανε συνεχείς επαφές με πρωτοκλασάτα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης τα οποία είχαν άμεση πρόσβαση στον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο. Και ακριβώς τότε ήταν που μπήκαν οι τελευταίες ουσιαστικές πινελιές στην “πολιτική ουσία” (κείμενα, το τι θα δηλώσει η μια και η άλλη πλευρά, τι θα αποφύγει ο ένας και ο άλλος, κ.ο.κ.) για τα ελληνικά εθνικά θέματα που σημάδεψε τη συνάντηση Τσίπρα – Τράμπ.
Και κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Σύμφωνα με την εικόνα που αποκόμισαν το 2017 οι δημοσιογράφοι που βρίσκονταν επί τόπου στην Ουάσιγκτον, η ελληνική αποστολή είχε εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο, επί διήμερο, όπου έκανε όλες τις συναντήσεις της. Εκεί, επίσης, στη διάρκεια των πρωϊνών και των γευμάτων, όπου ως γνωστόν γίνονται οι πιο σημαντικές συνεννοήσεις, η ελληνική και η αμερικανική αντιπροσωπείες, με συνεχείς επαφές πολλών ωρών, προετοίμασαν και ουσιαστικά “σφράγισαν” την τελική συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Έγινε κάτι τέτοιο τώρα, ή όλα περιορίστηκαν στη διάρκεια μισής ώρας με τρία τέταρτα συνάντηση της ελληνικής αποστολής, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό, με τον Ν.Τράμπ; Πάντως, ο Έλληνας υπουργός Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, εμμέσως πλην σαφώς άφησε να εννοηθεί ότι όλη η ουσία της συνάντησης σε επίπεδο κορυφής, αναλώθηκε στα τρία τέταρτα. “Θα πω απλά – εξήγησε – ότι ο λόγος που τελείωσε η διμερής ήταν ότι ο πρόεδρος, Τράμπ, όπως μας είπε εξάλλου με σαφήνεια, έπρεπε να αποχωρήσει για να ασχοληθεί με το ζήτημα που έχει ανακύψει με το Ιράν. (…) Μετά από τρία τέταρτα περίπου σηκώθηκε να συνεχίσει τη δουλειά που αφορά στη διαχείριση αυτής της κατάστασης. (…) Η αίσθηση είναι ότι το ραντεβού πήγε όσο καλά μπορούσε να πάει, δεδομένης της δύσκολης συγκυρίας αφού η συγκέντρωση του προέδρου ήταν στα τεκταινόμενα με το Ιράκ. Οπότε, καταλαβαίνετε ότι μέσα σε αυτή τη συγκυρία, ο πρωθυπουργός έπρεπε (σ.σ. ήταν αναγκασμένος) να συναντηθεί και να κάνει τη συνομιλία μαζί του.
Σε ρολό πυροσβεστών Πενς – Πομπέο
Προφανώς αντιλαμβανόμενοι την δυσάρεστη θέση που έφερε την ελληνική αντιπροσωπεία ο “αφιλόξενος” Τράμπ, Μάικ Πενς και Μάικ Πομπέο έστησαν μια εντυπωσιακή συνέντευξη Τύπου στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ όπου έπλεξαν το εγκώμιο του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Δηλαδή, η περιβόητη, επίσημη “συνέντευξη Τύπου” έγινε στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και όχι στον Λευκό Οίκο, με αντιπρόεδρο ΗΠΑ και Αμερικανό ΥΠΕΞ.
Κανονικά, θα έπρεπε να γίνει στον Λευκό Οίκο και όχι να “υποβαθμιστεί” στο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ με τον αντιπρόεδρο Πενς, ο οποίος ως γνωστόν χειρίζεται και τις βαλκανικές υποθέσεις και τα Σκόπια.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι ανάλογη πρόταση είχε γίνει και στον Αλέξη Τσίπρα το 2017, αλλά απορρίφθηκε και τελικά δόθηκε η κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Τράμπ.
“Ικέτες” στον πλανητάρχη
Μέσα σε αυτή την απαράδεκτη “παράσταση” που έδωσε ο Τράμπ, την οποία είναι αμφίβολο εάν θα έκανε στην περίπτωση που δίπλα του ήταν ο “φίλος” του, Ταγίπ, αλλά και εξαιτίας των κενών της ελλιπούς προετοιμασίας της επίσκεψης, ο Κ.Μητσοτάκης συχνά έδειχνε λες και επρόκειτο για “ικέτη” ενώπιον του πλανητάρχη. Μάλιστα, στις πολύ λίγες στιγμές που πήρε τον λόγο, επανειλημμένως ζήτησε την “βοήθεια” του Ν.Τράμπ προς την Ελλάδα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι, σε αντίθεση με σχεδόν όλους τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι κράτησαν μια άκρως επιφυλακτική στάση απέναντι στη δολοφονία Σουλεϊμανί, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ευθέως επικρότησε την απόφαση του Τράμπ. “Eίμαστε σύμμαχοι με τις ΗΠΑ. Στεκόμαστε στο πλευρό των συμμάχων μας σε δύσκολες περιόδους. Καταλαβαίνω πως η συγκεκριμένη απόφαση (σ.σ. δολοφονία Σουλεϊμανί) ελήφθη λαμβάνοντας υπόψη το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ”, είπε χαρακτηριστικά.
Το Antinews δεν θεωρεί ότι αρμόζει μια τέτοια στάση σε Έλληνα πρωθυπουργό απέναντι σε κάποιον μάλιστα ο οποίος, όχι μόνο αποφεύγει να επικρίνει την Τουρκία για την προκλητικότητά της, αλλά εκθείαζε ανοικτά τον Ερντογάν. Η Ελλάδα έχει δώσει πολλά στις ΗΠΑ. Και με την τελευταία συμφωνία για τις βάσεις, ακόμα περισσότερα. Προφανώς, οι ΗΠΑ είναι σύμμαχοι, και τα τελευταία χρόνια έχουν κρατήσει κάποιες από τις υποσχέσεις τους προς την Ελλάδα. Αλλά, η Ελλάδα δεν ζητάει τσάι και συμπάθεια. Ως “στρατηγικός εταίρος”, όπως άλλωστε ισχυρίζονται οι Αμερικανοί αξιωματούχοι και ο ίδιος ο Τράμπ, η χώρα μας απαιτεί έμπρακτη αλληλεγγύη. Δεν ζητιανεύει. Απαιτεί σεβασμό και στήριξη στη βάση του ισότιμου εταίρου.
Όπως και να’ χει, από τη συνάντηση Μητσοτάκη – Τράμπ, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η δέσμευση (;) που λέγουν κυβερνητικά στελέχη ότι έδωσε ο Τράμπ ότι οι ΗΠΑ θα μεσολαβήσουν στην Τουρκία στο αμέσως επόμενο διάστημα (γίνεται λόγος για μήνα ή δυο μήνες) για αποκλιμάκωση της έντασης στα ελληνοτουρκικά. Κάτι που, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, είχαν υποσχεθεί και έκαναν οι Αμερικανοί τα προηγούμενα χρόνια. Με αμφίβολα αποτελέσματα, ωστόσο, δεδομένου ότι, στη συνέχεια, σημειώθηκαν αρκετά “επεισόδια” με τουρκική ευθύνη, όπως η σύλληψη των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, συμβάντα στα Ίμια, κ.λ.π.
Ειδικότερα, ο Ν.Παναγιωτόπουλος ανέφερε γι’ αυτό: “Η αίσθησή μου είναι ότι ο πρόεδρος, Τράμπ, και τα μέλη της ομάδας του, θα κινηθούν στην παροχή καλών υπηρεσιών προκειμένου να αποφορτιστεί το κλίμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. (…) Νομίζω ότι μπορούν να κινηθούν μέσα από διαφορετικά κανάλια επικοινωνίας προς την τουρκική πλευρά προκειμένου να εξηγήσουν ότι δεν συμφέρει κανέναν η κλιμάκωση της έντασης”.