Στην υπόθεση Novartis-Gate, σε περίπτωση που η Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, κ. Ελένη Τουλουπάκη, χαρακτήρισε με Πράξη της ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος τους τρεις (3) μάρτυρες, τότε χρειαζόταν οπωσδήποτε έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Εποπτεύοντος του έργου των Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Δημήτριου Παπαγεωργίου.
Σε περίπτωση, όμως, που για τους εν λόγω τρεις (3) ουσιώδεις μάρτυρες απλώς λήφθηκαν μέτρα για την αποτελεσματική προστασία τους από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ως φυσικών προσώπων που κατά το άρθρο 187Β του Ποινικού Κώδικα βοήθησαν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων (μέτρα επιείκειας), τότε εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των παρ. 1-5 Ν. 2928/2001, και συνεπώς η λήψη των μέτρων διατάσσεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, χωρίς έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης απαιτείται η διενέργεια εισαγγελικής έρευνας για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, και για συναφείς πράξεις.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την παρ. 7 του Ν. 2928/2001, η οποία προστέθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.17. άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014 (Νόμος Χαράλαμπου Αθανασίου), σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα (δωροδοκία), ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ’άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (που ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιων προϋποθέτει έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου), στους ιδιώτες κατ’άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (συγκαλυμμένη έρευνα μετά από ενημέρωση, και ουχί έγκριση, του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων (!!!), χωρίς δηλαδή έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ούτε καν ενημέρωση, στην τελευταία περίπτωση, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 του Ν. 2928/2001 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης, δηλαδή μεταξύ άλλων η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας των ουσιωδών μαρτύρων.
Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω δεδομένων και υπό το φως των όσων μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί, οι ενέργειες της κ. Ελένης Τουλουπάκη, και των Επίκουρων Εισαγγελέων Διαφθοράς, κ. Ντζούρα και κ. Μανώλη, αναφορικά τουλάχιστον με τον χειρισμό των προστατευόμενων μαρτύρων, δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου, και κυρίως δεν προκαλούν καμία ακυρότητα.
Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος – Προστατευόμενοι μάρτυρες και διάσπαρτες αταξινόμητες διατάξεις, στο φως ή στο έλεος των Ελλήνων Εισαγγελικών Λειτουργών
1) Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος
Σύμφωνα με το άρθρο 45Β Κ.Π.Δ., που τιτλοφορείται “Αποχή από ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος”,
1. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159,159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις, είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, να χαρακτηρίζεται ως μάρτυς δημοσίου συμφέροντος με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ’οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο πράξη του εισαγγελέα μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της.
2. Αν έχει υποβληθεί έγκληση ή μήνυση για τα εγκλήματα της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου του Ποινικού Κώδικα ή για τις πράξεις των παραγράφων 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997 σε υπόθεση σχετική με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια, ενημερώνει σχετικά τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς.
3. Αν ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, κρίνει μετά από την κατά την προηγούμενη παράγραφο ενημέρωσή του, ότι η ποινική δίωξη των εγκλημάτων της ψευδορκίας, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου ή των εγκλημάτων των παραγράφων 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997, δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να παραγγείλει στον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη για τις εν λόγω πράξεις.
(*** Το άρθρο 45Β προστέθηκε με την υποπαράγραφο ΙΕ.15. άρθρου πρώτου Ν.4254/2014,ΦΕΚ Α 85/7.4.2014.). Ποια είναι η αληθινή έννοια του Μάρτυρα Δημοσίου Συμφέροντος
Στην έννοια των συναφών εγκλημάτων του άρθρου 45Β ΚΠΔ υπάγονται, κατά παρέκταση, και κατά ορθή ευρωπαϊκή ερμηνεία, όλα τα εγκλήματα διαφθοράς. Διαδικασία λήψης της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος – δυνατότητα λήψης αυτής σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και μετά το πέρας αυτής. Νομικά αποτελέσματα, δυνατότητα εισαγγελικής διωκτικής αποχής από την σε βάρος του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος αμυντικής ποινικής καταγγελίας – δυνατότητα ανάκλησης αποχής – απαιτουμένη συμφωνία και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς. Χαρακτηρισμός μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, προσώπου, που αμέτοχα, χωρίς δικό του όφελος, καλόπιστα και άδολα, με αποκλειστικό σκοπό και κίνητρο την προστασία των συμφερόντων και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, κατήγγειλε, πιθανολογούμενες, ως υπάρχουσες, ποινικές πράξεις, κακουργηματικής υφής. Εργοδοτικά αντίποινα (πειθαρχική δίωξη, υπηρεσιακός παραγκωνισμός και υποβάθμιση, στέρηση αποδοχών – απόλυση, άσκηση ψυχολογικής βίας-bullying, εργασιακή απομόνωση-mobbing, υποβιβασμό-demotion κ.ά.).
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ως άνω θεσπισθέντος νομοθετήματος (βλ. ΚΝοΒ τόμος 62, τεύχος 3, Απρίλιος 2014) «Με την υποπαρ. ΙΕ. 15 προστίθεται νέο άρθρο 45Β στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με την προσθήκη αυτή η χώρα μας ανταποκρίνεται στις διεθνείς της υποχρεώσεις και ιδίως στο άρθρο 33 της Σύμβασης του ΟΗΕ κατά της Διαφθοράς (2003), που κυρώθηκε με το Ν. 3666/2008 (Α΄ 105) και στο άρθρο 22 της Σύμβασης του Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης (1999), που κυρώθηκε με το Ν. 3560/2007 (Α΄ 103), καθώς και σε σχετικές συστάσεις που έχουν απευθύνει στη χώρα οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί και ιδίως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο πλαίσιο της Τρίτης Αξιολόγησης για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές.
Δεν πρόκειται άλλωστε για την μόνη δέσμευση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία μετέχει ενεργώς στην κοινή προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η σχετική υποχρέωση συμπληρώνεται από πλήθος μη νομικώς δεσμευτικών διατάξεων, τις οποίες πάντως η Ελλάς έχει δεσμευθεί να τηρεί: μεταξύ αυτών το κεφάλαιο 9 των Κατευθυντηρίων Αρχών της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη συμμόρφωση σε θέματα ακεραιότητας (2010), το κεφάλαιο 6 των Κατευθυντηρίων Αρχών του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις (2008), τον Οδηγό Καλής Πρακτικής του ΟΟΣΑ για τους Εσωτερικούς Ελέγχους, τη Συμμόρφωση και την Ηθική (2010) και την απόφαση 1729 (2010) της Ολομέλειας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν αγνοούνται επίσης πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι Κανόνες Συμπεριφοράς του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) για την καταπολέμηση της εκβίασης και της δωροδοκίας (2005), οι Αρχές του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum για την αντιμετώπιση της διαφοράς (2005) και οι Επιχειρηματικές Αρχές για την αντιμετώπιση της διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας (2003). Πρόκειται για παροχή προστασίας από αδικαιολόγητη μεταχείριση σε πρόσωπα, τα οποία, χωρίς να εμπλέκονται τα ίδια στην τέλεση εγκλημάτων διαφθοράς, συμβάλλουν ουσιωδώς στην αποκάλυψη των εν λόγω εγκλημάτων με πληροφορίες που παρέχουν στις αρμόδιες διωκτικές Αρχές («μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος» – «whistleblowers»). Βεβαίως, η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει ήδη διατάξεις για την προστασία τέτοιων προσώπων, ωστόσο αυτές βρίσκονται εγκατεσπαρμένες σε πολλαπλά νομοθετήματα και συνήθως αγνοούνται, τόσο από τους εφαρμοστές του δικαίου, όσο και από τους ενδιαφερόμενους πολίτες. Με την διάταξη του άρθρου 45Β ΚΠΔ παρέχονται σημαντικά κίνητρα στα πρόσωπα που γνωρίζουν ή συμπεραίνουν επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι τελούνται εγκλήματα διαφθοράς, να συμβάλουν στην αποκάλυψή τους και στη δίωξη των υπαιτίων. Τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς να λαμβάνουν την ιδιότητα του «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» και να απολαύουν ειδικής προστασίας για όσο χρόνο φέρουν την ως άνω ιδιότητα. Επίσης, θεσπίζεται υπέρ των εν θέματι προσώπων η δυνατότητα οριστικής αποχής από την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους, σε περίπτωση που έχει κατατεθεί εναντίον τους (αμυντική) καταγγελία περί τελέσεως εκ μέρους τους ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφημήσεως και παραβίασης προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, για να μην περιορίζεται υπέρμετρα η δικαστική προστασία, την οποία ενδέχεται να επιζητήσει ο υπάλληλος που θεωρεί ότι οι πληροφορίες του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του: α) θεσμοθετείται δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη (και δυνατότητα ανάκλησης της εισαγγελικής πράξης με την οποία προσδόθηκε η ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος), β) ορίζεται ως προϋπόθεση περί οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη, ότι η τελευταία δεν πρέπει να κρίνεται απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και γ) απαιτείται προς τούτο ομοφωνία μεταξύ του αρμοδίου για τη δίωξη των οικείων εγκλημάτων εισαγγελέως πλημμελειοδικών και του Εισαγγελέως Εγκλημάτων Διαφθοράς. Σε περίπτωση μη επιτεύξεως της εν λόγω συμφωνίας ασκείται ποινική δίωξη και εφαρμόζονται κατά περίπτωση τα άρθρα 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 366 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 3666/2008, σε εφαρμογή του οποίου τέθηκε η ως άνω διάταξη «1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό νομικό του σύστημα και με βάση τις δυνατότητές του, για την παροχή αποτελεσματικής προστασίας έναντι πιθανών αντιποίνων ή εκφοβισμού σε μάρτυρες και πραγματογνώμονες που καταθέτουν σε σχέση με αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και, όπου αρμόζει, στους συγγενείς τους και σε άλλα πρόσωπα, που συνδέονται στενά με αυτούς. 2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και τα ακόλουθα: (α) Τη θέσπιση διαδικασιών για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων αυτών, όπως, στο βαθμό που είναι απαραίτητο και εφικτό, με την εγκατάστασή τους σε άλλο μέρος και την έγκριση, όπου αρμόζει, της μη αποκάλυψης ή με την επιβολή περιορισμών στην αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν την ταυτότητα και το μέρος που βρίσκονται τα πρόσωπα αυτά, (β) Την πρόβλεψη αποδεικτικών κανόνων, ώστε να μπορούν οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες να καταθέτουν με τρόπο που να μην θίγεται η ασφάλεια των προσώπων αυτών, όπως η έγκριση να δοθεί η κατάθεση με τη χρήση της τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως βίντεο ή άλλο επαρκές μέσο. 3. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών ή ρυθμίσεων με άλλα Κράτη για την εγκατάσταση σε άλλο μέρος των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα ισχύουν και για τα θύματα, εφόσον αυτά είναι μάρτυρες. 5. Κάθε Κράτος Μέρος, υπό τον όρο της εσωτερικής νομοθεσίας του, θα παρέχει τη δυνατότητα παρουσίασης και εξέτασης των απόψεων και των ανησυχιών των θυμάτων σε κατάλληλα στάδια της ποινικής διαδικασίας κατά δραστών, με τρόπο που δεν θα θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ως άνω νόμου “Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στο εσωτερικό νομικό του σύστημα κατάλληλων μέτρων για την παροχή προστασίας έναντι αδικαιολόγητης μεταχείρισης σε οποιοδήποτε πρόσωπο καταγγέλλει καλόπιστα και με βάσιμους λόγους στις αρμόδιες αρχές, γεγονότα που αφορούν αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση”.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο του Ν. 3560/2007 κυρώθηκε και έχει την ισχύ της παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντ. η Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 27 Ιανουαρίου 1999 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση ποινικού δικαίου για τη διαφθορά, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 15 Μαΐου 2003, σύμφωνα το προοίμιο της οποίας τα Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα: Θεωρώντας ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτευχθεί μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του. Αναγνωρίζοντας την αξία της προώθησης της συνεργασίας με τα άλλα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση πεπεισμένα για την ανάγκη της επιδίωξης, ως ζήτημα προτεραιότητας, μιας κοινής πολιτικής κατά του εγκλήματος που αποσκοπεί στην προστασία της κοινωνίας κατά της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κατάλληλης νομοθεσίας και προληπτικών μέτρων τονίζοντας ότι η διαφθορά συνιστά απειλή για το κράτος του δικαίου, της δημοκρατίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υπονομεύει τη χρηστή διοίκηση, τη δίκαιη μεταχείριση και την κοινωνική δικαιοσύνη, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη και θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και των ηθικών θεμελίων της κοινωνίας πιστεύοντας ότι μια αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς απαιτεί αυξημένη, ταχεία και αποτελεσματική διεθνή συνεργασία σε ποινικά θέματα καλωσορίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις που προωθούν τη διεθνή κατανόηση και συνεργασία για την καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών των Ηνωμένων Εθνών, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης το Νοέμβριο 1996 μετά τις συστάσεις της 19ης Διάσκεψης Ευρωπαίων Υπουργών Δικαιοσύνης (Βαλέτα, 1994) υπενθυμίζοντας στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία της συμμετοχής των Κρατών μη μελών στις δραστηριότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς και καλωσορίζοντας την πολύτιμη συνεισφορά τους στην υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς υπενθυμίζοντας επίσης ότι η Απόφαση No 1 που υιοθετήθηκε από τους Ευρωπαίους Υπουργούς Δικαιοσύνης στην 21η Διάσκεψή τους (Πράγα, 1997) εισηγήθηκε την ταχεία υλοποίηση του Προγράμματος Δράσης κατά της Διαφθοράς και ζήτησε, συγκεκριμένα, τη σύντομη υιοθέτηση Σύμβασης ποινικού δικαίου που να προβλέπει τη συντονισμένη ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς, την αυξημένη συνεργασία για τη δίωξη αυτών των αδικημάτων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό Παρακολούθησης, προσιτό εξίσου τόσο σε Κράτη μέλη όσο και σε Κράτη μη μέλη λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισαν, επ’ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής τους που έλαβε χώρα στο Στρασβούργο στις 10 και 11 Οκτωβρίου 1997, να αναζητήσουν κοινές απαντήσεις στις προκλήσεις που θέτει η αύξηση της διαφθοράς και υιοθέτησαν Πρόγραμμα Δράσης το οποίο, για να προωθηθεί η συνεργασία στην καταπολέμηση της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεών της με το οργανωμένο έγκλημα και το ξέπλυμα χρήματος, έδωσε οδηγίες στην Επιτροπή Υπουργών, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει την ταχεία ολοκλήρωση των διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς θεωρώντας επίσης ότι η Απόφαση (97) 24 σχετικά με τις 20 Κατευθυντήριες Αρχές για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, που υιοθετήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1997 από την Επιτροπή Υπουργών στην 101η Συνεδρίασή της, τονίζει την ανάγκη ταχείας ολοκλήρωσης της επεξεργασίας διεθνών νομικών κειμένων σύμφωνα με το Πρόγραμμα Δράσης κατά της Διαφθοράς. Ενόψει της υιοθέτησης από την Επιτροπή Υπουργών, στην 102η Συνεδρίασή της στις 4 Μαΐου 1998, της Απόφασης (98) 7 με την οποία εγκρίνονται η επιμέρους και η διευρυμένη συμφωνία που ιδρύει την «Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς-GRECO», που αποσκοπεί στη βελτίωση της ικανότητας των μελών της να καταπολεμούν τη διαφθορά παρακολουθώντας την εκπλήρωση των δεσμεύσεών τους στον τομέα αυτό, Συμφώνησαν τα ακόλουθα: […]
Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 22 του ως άνω νόμου που επιγράφεται «Προστασία συνεργατών δικαιοσύνης και μαρτύρων», «Κάθε Μέρος πρέπει να υιοθετήσει τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να παράσχει αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία για: α) αυτούς που καταγγέλλουν τα ποινικά αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως 14 ή που συνεργάζονται άλλως με τις ανακριτικές ή διωκτικές αρχές, β) μάρτυρες που καταθέτουν σχετικά με τα αδικήματα αυτά.
Ο ορισμός της διαφθοράς είναι δύσκολος και ατέρμονος και φυσικά δεν μπορεί να περιοριστεί και να νοηματοδοτηθεί μόνο μέσα στα αντικειμενικά πλαίσια ορισμένων αδικημάτων, όπως π.χ. η δωροδοκία, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και το οργανωμένο έγκλημα. «Η διαφθορά είναι μία ατέλειωτη ιστορία του προσδιορισμού της» (the never ending history of definition – βλ. Χαράλαμπου Δημόπουλου, Η διαφθορά, σελ. 185). Θα μπορούσε, όμως, να την ορίσει κανείς ως παρακμή των σταθερών ηθικών αρχών μιας κοινωνίας, ως καρκίνωμα της κοινωνίας, ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη, ως μια συμπεριφορά που παραβιάζει και υπονομεύει τους κανόνες του συστήματος της πολιτικής τάξης, ως προσβολή του δημοσίου συμφέροντος μέσω της διαφθοράς της πολιτικής εξουσίας, ως κατάχρηση της δημόσιας θέσης του διοικητικού στελέχους για ιδιωτικό κέρδος, ως και η «δωροδοκία καθώς και κάθε άλλη συμπεριφορά προσώπων, στα οποία έχει δοθεί εμπιστοσύνη προκειμένου να ασκούν αρμοδιότητες του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα και τα οποία παραβιάζουν τα καθήκοντά τους εκείνα, τα οποία προκύπτουν από το status που διαθέτουν (ως δημόσιοι λειτουργοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι, ανεξάρτητοι φορείς) και που σκοπεύουν με αυτό τον τρόπο να αποκτήσουν πλεονεκτήματα κάθε είδους για τον εαυτό τους ή για άλλους» (βλ. ό.π., Δημόπουλου, σελ. 197-198, όπου και αναφέρει την άποψη του Ιταλού Υπουργού Δικαιοσύνης για την έννοια της διαφθοράς, στην 19η συνάντηση των Υπουργών Δικαιοσύνης του Συμβουλίου της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στη Βαλέτα της Μάλτας την 14-15 Ιουνίου του έτους 1994, επίσης «Large-Scale Corruption: Definition, Causes, and Cures, Raul, Carvajal-Systemic Practice and Action Recearch», Volume 12 (4)-Aug. 1, 1999).
Δυστυχώς, ο Ν. 4254/2014 (γνωστός ως νόμος Αθανασίου, με κακότεχνη νομοτεχνική, άλλως με εξόχως ύποπτες διατάξεις) περιορίζεται να παράσχει την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος σε όποιον συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη ΜΟΝΟ “Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα και τις συναφείς με αυτές πράξεις”, δηλαδή δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών αξιωματούχων, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών, εμπορίας επιρροής και μεσάζοντες, και στις ΣΥΝΑΦΕΙΣ με αυτές πράξεις, και όχι εν γένει σε διάφορα εγκλήματα, ειδικά προσδιοριζόμενα, ή έστω κατόπιν πράξεως του αρμόδιου Εισαγγελέα, δηλαδή ενδεικτικά στα εγκλήματα της απιστίας στην υπηρεσία, ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαίρεσης, απάτης, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ., και δη εν γένει στα εγκλήματα με την επιβαρυντική περίσταση των καταχραστών του ελληνικού δημοσίου.
Σημειώνεται, δε, ότι την ιδιότητα του εν λόγω μάρτυρα (σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του νόμου) αποκτά προφανώς μόνο όποιος συμβάλλει στην αποκάλυψη και δίωξη των παραπάνω αδικημάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 45Β του Ποινικού Κώδικα, και των συναφών με αυτά άλλων αδικημάτων, που μπορεί να είναι μεγαλύτερης ακόμη ποινικής απαξίας, μόνον εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για τα τελευταία, και όχι αυτοτελώς, τουλάχιστον όπως μέχρι σήμερα έχει ερμηνευθεί, σε ελάχιστες περιπτώσεις, από τους αρμόδιους Εισαγγελείς Διαφθοράς, κατά παράβαση όμως των διεθνών και ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της Χώρας μας.
Ερμηνευτικά, όμως, και εναρμονισμένα πάντοτε με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της Χώρας μας, την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος πρέπει να την αποκτά κάθε μάρτυρας που με τις δικές του άδολες ενέργειες έχει συμβάλει στην αποκάλυψη και δίωξη εν γένει εγκλημάτων διαφθοράς, όπως π.χ. της ψευδούς βεβαιώσεως, της απιστίας, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ., και συνεπώς όλες οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές (εισαγγελέας, ανακριτής) κατά περίπτωση οφείλουν να ενημερώνουν σχετικά τον Εισαγγελέα Διαφθοράς ή τον Εισαγγελέα όπου εκκρεμεί η σχετική δικογραφία, ώστε ο τελευταίος, ως οφείλει, να παράσχει, με την έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την απαιτούμενη προστασία και με τον τρόπο αυτό να εμπεδώσει την πραγματική βούληση πάταξης της Διαφθοράς, επί της ουσίας, και ουχί τυπολατρικά, μεμονωμένα, ή επιλεκτικά.
2) Προστατευόμενος μάρτυρας
Σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν. 2928/2001, που τιτλοφορείται “Προστασία μαρτύρων”,
1. Κατά την ποινική διαδικασία για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση της παραγράφου 1 του άρθρου 187 του ποινικού κώδικα [εγκληματική οργάνωση] και για συναφείς πράξεις μπορεί να λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων ή και των οικείων τους.
2. Μέτρα προστασίας είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της, των δημοσίων υπαλλήλων, που αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους Υπουργούς ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η υπουργική απόφαση μπορεί να προβλέπει τη μη δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης της μυστικότητας της πράξης. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους.
3. Με απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλλυλεγγύης, Υγείας, Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Προστασίας του Πολίτη, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, καθώς και κάθε άλλου καθ’ύλην αρμόδιου Υπουργού, όπου συντρέχει περίπτωση, καθορίζεται ο φορέας και η διαδικασία υλοποίησης των μέτρων προστασίας που περιλαμβάνονται στην προηγούμενη παράγραφο.
4. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του. Αν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από έναν διάδικο η αποκάλυψη του πραγματικού ονόματός του, το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα για την αποκάλυψη ή μη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
5. Αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.
6. Κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323, 323Α, 323Β και 351 του Π.Κ., καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α΄), μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4, για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι` και ια` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3386/2005, των οικείων του θύματος ή των ουσιωδών μαρτύρων, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 του Π.Κ.
7. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α του Ποινικού Κώδικα, ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ’άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στους ιδιώτες κατ’άρθρο 253Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ή, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, και στους οικείους των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 έως 5 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης
Άλλωστε, κατ’άρθρο 253Β Κ.Π.Δ., που τιτλοφορείται “Ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς”, Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235,236,237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτές δεν τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης, η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια:
α) συγκαλυμμένης έρευνας, την οποία ενεργεί ανακριτικός υπάλληλος με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα και αφού ενημερωθεί προηγουμένως ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς. Η εν λόγω παραγγελία δίδεται αν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τελείται ήδη ή πρόκειται να επαναληφθεί η τέλεση κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις της παραγράφου 1 και η αποκάλυψη αυτής είναι με άλλον τρόπο αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής. Κατά τη συγκαλυμμένη έρευνα ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο ιδιώτης που ενεργεί υπό τις οδηγίες του εμφανίζεται ως ωφελούμενος ή ως μεσολαβητής ωφελουμένου προσώπου από την αξιόποινη πράξη της παραγράφου 1 και διευκολύνει στην τέλεσή της τον δράστη που την έχει προαποφασίσει. Η συγκαλυμμένη έρευνα ενεργείται για εύλογο κατά τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το έτος. Ο ενεργών τη συγκαλυμμένη έρευνα μπορεί να φέρει συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας και φορολογικά ή άλλα στοιχεία και να συναλλάσσεται με αυτά για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγει. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εκδόσεως των εν λόγω στοιχείων συγκάλυψης ορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Για τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου.
β) Άρσης του απορρήτου, καταγραφής δραστηριότητας εκτός κατοικίας και συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές προβλέπονται στα στοιχεία γ`, δ` και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 253Α. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου.»