Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ορίζει τη λέξη θρησκεία ως «συγκεκριμένη σε μορφή και περιεχόμενο πίστη σε θεό ή θεούς, και γενικότερα σε υπερφυσικές δυνάμεις, και η αντίστοιχη απόδοση λατρείας». Είναι όμως και ο απόλυτος σεβασμός και η φανατική αφοσίωση σε μια αξία ή ένα ιδιώδες, καθώς και το ίδιο το αντικείμενο αυτής της φανατικής αφοσίωσης.
Εδώ έρχεται και δένει, ας πούμε, το «ΠΑΟ ή ΑΕΚ ή Θρύλος – Θρησκεία», που θα έχετε δει σαν γκράφιτι στον φρεσκοβαμμένο τοίχο του σπιτιού σας ή θα έχετε ακούσει να ψέλνουν αφρίζοντας οι μανιασμένοι οπαδοί αυτών, ή άλλων ομάδων, που αποδεικνύουν πως όντως ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο, καμιά φορά κατευθείαν, χωρίς να μεσολαβήσουν ενδιάμεσοι κρίκοι….
Τώρα, από πού κρατά η σκούφια της λέξης «θρησκεία»; Κατ’ αρχάς, είναι από το ρήμα «θρησκεύω»: σημαίνει «εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα. Το ενδιαφέρον είναι πως και αυτή η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι λίγο παράξενο: κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες λέξεις στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος δεν ξέρουμε ακριβώς πώς προέκυψαν… Τέλος πάντων, το Λεξικό λέει πως το αρχαίο ρήμα «θρησκεύω», που σημαίνει «αποδίδω ιερή υπηρεσία», ίσως συνδέεται με το «θρήσκω», που σημαίνει «νοώ», καταλαβαίνω»… Μακάρι οι θρησκείες να είχαν εξελιχθεί από την κατανόηση, και όχι «από την απάτη, τον φόβο, την πλεονεξία, την φαντασία και την ποίηση», όπως είχε εύστοχα επισημάνει ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ο Βολταίρος είχε πει πως «ακόμα και αν δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε» – για να του απαντήσει ο Ντιντερό: «αυτό ακριβώς κάναμε…».
Να πούμε πως πριν την εμφάνιση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, οι άνθρωποι, που φοβόντουσαν τον θάνατο όπως εμείς, που δεν ήξεραν από πού ερχόμαστε και πού πάμε όπως εμείς, έφτιαχναν μύθους, και τους πίστευαν, για να εξηγήσουν τον κόσμο, για να βρουν ψυχική ανακούφιση και ανάταση, για να θέσουν κάποιους ηθικούς κανόνες στη ζωή τους – όπως εμείς, επιτρέψτε μου να πω.
Η έννοια του ενός Θεού εμφανίστηκε πριν από 4.000 χρόνια πάνω-κάτω. Όμως ο έλλογος άνθρωπος, ο Χόμο Σάπιενς, υπάρχει εδώ και 150, περίπου, χιλιάδες χρόνια… Οι τρωγλοδύτες και οι πρωτόγονοι, οι κυνηγοί και οι τροφοσυλλέκτες, θεοποιούσαν ό,τι τους υπερέβαινε, ό,τι τους φόβιζε, ό,τι δεν καταλάβαιναν – πάλι όπως εμείς, να προσθέσω, τηρουμένων των αναλογιών. Εκείνοι πίστευαν στα πνεύματα της φύσης, εκείνοι έτρεμαν το Κρύο και το Χιόνι, την Αστραπή και την Βροντή, εκείνοι επικαλούνταν το Πνεύμα του Μαμούθ για να έχουν καλό κυνήγι, και τα πίστευαν όλα αυτά, διότι όλα αυτά έδιναν νόημα στη ζωή τους. Εκείνοι ήταν θρήσκοι και ευσεβείς όπως εμείς – ίσως περισσότερο.
Μετά, προέκυψε η λέξη «θεός», που κι αυτή, όπως οι σημαντικότερες λέξεις στη γλώσσα μας και στη ζωή μας, είναι άγνωστης ετυμολογίας! Οι παρετυμολογίες της λέξης ατέλειωτες – παράδειγμα, από το «θέα και θεώμαι» ή από το «θέω», δηλαδή «τρέχω».
Αγνώστου ετύμου, λοιπόν… Ο μέγας Παρών, ή Απών, το Πνεύμα που πνέει μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων, από τότε που ο τριχωτός μας πρόγονος κοίταξε ψηλά, τον νυκτερινό ουρανό για πρώτη φορά. Ο Θεός, λοιπόν, αυτός στον οποίο ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές δεν πίστευε, αλλά τον φοβόταν! Αυτός, που κρύβεται στις λεπτομέρειες, αυτός που δεν παίζει ζάρια με το Σύμπαν, όπως είπε ο Αινστάιν, για να του απαντήσει όμως ο Στίβεν Χόκινγκ πως «όχι μόνο παίζει ζάρια, αλλά και τα ρίχνει τόσο μακριά, που δεν μπορούμε να δούμε τί έφερε»!
Στους ιστορικούς χρόνους οι άνθρωποι έπλασαν ακόμα καλύτερους και πιο γλαφυρούς μύθους, θεοποιώντας τις ανώτερες ιδιότητές τους, τις αρετές του σώματος, της καρδιάς και του νοός τους. Ο Θωρ με το σφυρί, η Αφροδίτη με τον πόθο, ο Απόλλωνας με το φως του. Οι αρχαίοι έβαλαν τους Θεούς, δηλαδή την ιδανική εκδοχή των εαυτών τους, στον Όλυμπο, ή στη Βαλχάλα, και τους λάτρεψαν, και καλά έκαναν, εφόσον αυτή η λατρεία γέμιζε την ψυχή τους. Δεν έχει σημασία τί πίστευαν, σημασία έχει τί έκαναν εμφορούμενοι από την πίστη τους. Υπήρχε ο Ερμής; Τί σημασία έχει… Φτάνει που υπήρξε ο Πραξιτέλης.
Με τους αιώνες να περνούν, το θρησκευτικό συναίσθημα εξελίχθηκε, κι έτσι φτάσαμε στις μονοθεϊστικές θρησκείες – ο Θεός κάπως εκσυγχρονίστηκε, παρόλο που κάποιοι ακόμα προσκυνούν παντόφλες και κάστανα που αγιάστηκαν από το άγγιγμα του χεριού ή του ποδιού κάποιου ασκητή, παρόλο που κάποιοι υπερευλαβείς αυτομαστιγώνονται,ή προσεύχονται στον Δημιουργό του Σύμπαντος για να κερδίσουν το λαχείο, για να βρουν ερωτικό σύντροφο ή για να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα…
Ας μην κλείσουμε όμως με αυτούς, που κανείς θεός και καμιά θρησκεία δεν πρόκειται να τους κάνει καλύτερους ανθρώπους, αλλά με την ποίηση: «Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε», είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Ποιητή Ουρανού και Γης, για τον Θεό.