Του Κώστα Βαξεβάνη
Μίκη. Πάντα θεωρούσα πως είσαι πολύ ψηλός ώστε να σκύβεις χαμηλά, ακόμη και στο ύψος των δικών σου άστοχων επιλογών. Δεν ήσουν ψηλός, ήσουν ψηλά. Κανένας δεν σε ακουμπούσε, ακόμη και όταν σαν τον κουζουλό του χωριού δημιουργούσες τις περιπέτειες που ήσουν έτοιμος να ζήσεις. Είχες μια μουσική ακόμη και όταν χτυπούσες άτεχνα τον γκαζοτενεκέ της πολιτικής. «Κάτω τα χέρια από το Μίκη ό,τι και αν λέει, ό,τι κι αν κάνει» φωνάζαμε όλοι.
Δεν φοβόμασταν μην γκρεμιστεί το εικόνισμα και δεν έχουμε πού να προσκυνάμε, αλλά να μην ακυρωθούμε όσοι πιστεύαμε πως οι ιδέες είναι πάνω από τους ανθρώπους ακόμη και αν αυτοί τις υπηρετούν με σύγχυση. Ήταν μεγάλο και το έργο και οι αγώνες σου και τα λάθη σου ήταν γεμάτα από εκείνη τη διαλεκτική της Αριστεράς που πονάει γιατί γεννάει. Και εσύ ήσουν κομμάτι της μήτρας και της Αριστεράς και της Δημοκρατίας.
Υπήρχε πάντα ένα «Άξιος Εστί» που ακύρωνε τα λάθη σου και μια κατασκευασμένη ανεκτικότητα που ήθελε έτσι να είναι οι μεγάλοι σαν και σένα. Δεν σου καταλόγισε κανένας ούτε το κενό χαρτοφυλάκιο της υπουργοποίησης από τον Μητσοτάκη, ούτε την ματαιοδοξία που έβγαζε μάτι. Γιατί ήσουν ο Μίκης. Ακόμη και αν φωτογραφιζόσουν ως Υπουργός του Μητσοτάκη, εμείς θυμόμασταν τον ψηλό των Λαμπράκηδων. Ό,τι και αν έλεγες, ό,τι και αν δήλωνες, για τον κόσμο της Αριστεράς και της Δημοκρατίας, τα τραγούδια σου ήταν ο ήχος της ζωής της. Μια αέναη δήλωση ύπαρξης . Ήσουν η φωνή και η υπόσχεση πως θα λάβουν τα όνειρα εκδίκηση. Μπορεί να μην ήταν η δική σου προσωπική υπόσχεση, αλλά μέσα από σένα αυτή η υπόσχεση είχε ιστορίες, ανθρώπους, αίμα, σκουριά, ήττες, νίκες, κόκκινα γαρύφαλλα και πρόσωπα που μπορούσαν να γελούν και να τραγουδούν μέσα στον απέραντο πόνο.
Ξαφνικά αποφάσισες πως τα όνειρα θα λάβουν πραγματικά εκδίκηση. Τα όνειρα του Μιχαλολιάκου. Έσκυψες ως τα πόδια του και τις σβάστικες και παρέδωσες τη δήλωση μετανοίας που δεν κατάφεραν να σου αποσπάσουν στις εξορίες και τις φυλακές. Το χειρότερο είναι πως δεν στο ζήτησε κανένας. Μόνος σου το έκανες, μόνος σου κόντυνες, μόνος σου νικήθηκες επεκτείνοντας την ήττα σου στον κόσμο που σε αγαπά; Γιατί άραγε; Ποια ματαιοδοξία, ποιος ανόητος ναρκισσισμός σε κόντυνε ως το ύψος ενός φασίστα; Πώς ανέχτηκες να σε χειροκροτά ο γιος του Σκαλούμπακα του βασανιστή σου ως ανανήψαντα πατριώτη και εθνικόφρονα;
Προσπάθησες Μίκη τεχνητά να τοποθετηθείς δήθεν πάνω από τα κόμματα, μαζί με τα αδέλφια σου τους «φασίστες, τους τραμπούκους και τους τρομοκράτες», ως οικουμενικός και εκφραστής του ιδεατού. Τίποτα το οικουμενικό δεν έχει η υπόκλιση στο φασίστα και η προσπάθεια να κατηγορήσεις εξίσου όλους και κυρίως τους «αριστεροφασίστες», για να πάρεις τα τελευταία σου χειροκροτήματα που πίστεψέ με δεν χρειάζεσαι.
Σε αυτή τη φιέστα, έσυρες και το Γιάννη Ρίτσο και τη Ρωμιοσύνη, και τους συνεξόριστους συντρόφους σου και αυτούς που στήθηκαν στον τοίχο. Ο Κασιδιάρης με ανάρτησή του σε συγχώρεσε για τις ανακυβιστίσεις σου και σε συνεχάρη που στάθηκες δίπλα στους αγνούς εθνικιστές. Ακούς Μίκη;
Έβαλες τους τυμβωρύχους και τα ερπετά μέσα στον τύμβο της θυσίας της Αριστεράς. Παρέδωσες τα τραγούδια, τους ποιητές της, τους νέους με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, τους εκτελεσμένους της Καισαριανής στους θύτες που μπορούν με ικανοποίηση να σε θεωρούν δικό τους. Να θεωρούν πως σε νίκησαν και μαζί και ολόκληρο το λαό.
Ο κόσμος που πήγε στο συλλαλητήριο δεν ήταν με τους φασίστες. Γιατί δεν πήγε γι αυτούς, ούτε γνώριζε τι κάνουν. Εσύ όμως γνώριζες και πήγες για να χειροκροτηθείς ως «πατριώτης» υβριστής της Αριστεράς από αυτούς τους φασίστες.
Σε θυμάμαι Μίκη στο σαλόνι τους σπιτιού σου με σακατεμένο το κορμί σου να μου μιλάς για τις ιστορίες της Αριστεράς, πληθωρικός, ανοικονόμητος και ταυτόχρονα άγρια εφηβικός. «Πρέπει» έλεγες, «να πάρουμε πρωτοβουλίες για την ελληνοτουρκική φιλία, για να μην χωρίζουν τους λαούς οι φασίστες και οι πατριδοκάπηλοι». Τι ωραία που τα έλεγες!
Σε θυμάμαι Μίκη να τρέχεις στους δρόμους της Αθήνας με την ΟΠΛΑ στην Κατοχή, με το Μέτωπο επί Χούντας , στις συναυλίες με τη Φαραντούρη μετά απ αυτή. Όχι δεν είμαι τόσο μεγάλος, σε θυμάμαι απλώς με αυτή την ιστορική και συλλογική μνήμη που έγινε DNA αυτού του λαού. Για να μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη και να υπάρχουν μέρες Μαγιού που δεν μισεύουν οι άνθρωποι αλλά κόβουν λουλούδια και ανταλλάσουν ερωτόλογα.
Αλήθεια εσύ τι θυμάσαι από αυτά;
Συγχώρα με Μίκη, αλλά δεν μπορώ να πω πια μην ακουμπάτε τον Μίκη και μην τον κρίνετε. Παραμένω μικρός για να σε κρίνω (άλλωστε άνθρωποι σαν και σένα έχουν μοναδικό κριτή την Ιστορία) αλλά δεν μπορώ να μην αισθάνομαι. Και αισθάνομαι θλίψη και προδοσία. Ορφάνια αισθάνομαι και ένα βάρος, που το μεγαλύτερο λάβαρο όπου ήταν ζωγραφισμένα με τις νότες σου τα όνειρά μας, παραδόθηκε στο Μιχαλολιάκο, τη μισαλλοδοξία και τη συντήρηση.
Φυσικά και δεν θα αφήσουμε τους εφιάλτες να κυριαρχήσουν. Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτός ο τόπος έχει ιστορία και μνήμη που την κρατάνε ζωντανή μεγάλες μορφές. Ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Κατράκης, ο Ηλιού, ο Φλωράκης και πάνω απ’ όλα ο Μίκης. Όχι εσύ Μίκη. Ο Μίκης μας.