Εκφράζοντας μια γνήσια φιλελεύθερη θέση ο 25χρονος Μητσοτάκης αναγνώριζε τότε ως πρωταρχικό ζήτημα την ανάδυση του εγχώριου εθνικισμού.
Ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης, αν και δεν έχει διατυπώσει σαφή και υπεύθυνη θέση για το λεγόμενο «μακεδονικό», εμφανίζεται να ευνοεί την πτέρυγα των «μακεδονομάχων» της ΝΔ. Εγκαταλείποντας την εθνική γραμμή του 2008, η οποία μάλιστα διαμορφώθηκε και με πρωτοβουλία της αδελφής του και τότε ΥΠΕΞ Ντόρας Μπακογιάννη, επιχειρεί να κατηγορήσει την τωρινή κυβέρνηση για υποχωρητικότητα, στον αντίποδα της οποίας υποτίθεται ότι βρίσκονται οι πατριωτικές δυνάμεις που κραυγάζουν ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» και «δεν αποδεχόμαστε τον όρο “Μακεδονία” σε σύνθετο όνομα» και ότι τα συλλαλητήρια είναι ευλογία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, σε ηλικία μόλις 25 ετών, κάνοντας το πολιτικό ντεμπούτο του με μια συνέντευξη στο «Ε» της «Ελευθεροτυπίας», είχε χαρακτηρίσει το μακεδονικό ως υποδεέστερο θέμα και τον εθνικισμό ως πρόβλημα από το οποίο πρέπει να φύγουμε, την εποχή μάλιστα (1993) που το θέμα ήταν σε έξαρση. Όσο για τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, τον οποίο σήμερα θέτει ως πρώτο στην ατζέντα του, τον χαρακτηρίζει ανύπαρκτο.
Η ανάσυρση αυτής της συνέντευξης δεν γίνεται για να κατηγορήσουμε τον σημερινό Μητσοτάκη μέσω των θέσεων της νεότητας και της ανωριμότητας, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Το 1993 ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το στιλ του σημερινού Κώστα Μπακογιάννη, στέκεται ψύχραιμα απέναντι στο φαινόμενο. Χωρίς άμεσες πολιτικές εξαρτήσεις και ομηρίες, διατυπώνει φιλελεύθερες θέσεις ενός νέου ανθρώπου που αγωνιά για τον εγκλωβισμό της Ελλάδας στη διαμάχη. Ο σημερινός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διαθέτει τίποτε απ’ όλα αυτά. Σχεδόν τυχοδιωκτικά, σίγουρα μικροπολιτικά, επενδύει στην κλασική πελατεία της ΝΔ με τα εθνικά/εθνικιστικά αντανακλαστικά για να κάνει ρεσάλτο στην εξουσία. Ο σύμβουλός του μάλιστα και φίλος της συζύγου του επικοινωνιολόγος Τάκης Θεοδωρικάκος έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι «η ΝΔ δεν θέλει τον όρο “Μακεδονία” στο όνομα». Αυτό δεν ήταν θέση της ΝΔ.
Μάλιστα, όπως αποκαλύπτεται από τα απόρρητα τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα το 2008, τόσο η Ντόρα Μπακογιάννη ως ΥΠΕΞ όσο και ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχαν διατυπώσει τη θέση ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη για σύνθετη ονομασία με τον όρο «Μακεδονία». Ο Καραμανλής μάλιστα λέει χαρακτηριστικά: «Νέα Μακεδονία, Ανω, οποιαδήποτε Μακεδονία». Είναι η δεύτερη σειρά ντοκουμέντων που δημοσιεύει το Documento που αποδεικνύουν ότι αυτή ήταν η θέση της Ελλάδας, η οποία μάλιστα διατυπώθηκε και από την κυβέρνηση Σαμαρά, διά στόματος του ΥΠΕΞ Ευάγγελου Βενιζέλου στη Βουλή (απάντηση σε ερώτηση Πάνου Καμμένου στις 30 Ιανουαρίου 2014).
Στις 17 Ιανουαρίου 1993 ο μικρότερος γιος του Κωνσταντίνου και της Μαρίκας Μητσοτάκη, Κυριάκος, κάνει την εμφάνισή του στα ελληνικά ΜΜΕ. Δίνει συνέντευξη στον δημοσιογράφο Στέφανο Κασιμάτη για το περιοδικό «Ε» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας». Είναι μόλις 25 ετών και με τον αέρα του Χάρβαρντ μιλάει και φωτογραφίζεται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με τον φακό. Στη συνέντευξη πέφτει στα βαθιά, αφού παίρνει αναλυτικά θέση για το πρόβλημα των ημερών που είναι το μακεδονικό. Ο πατέρας του είναι πρωθυπουργός της χώρας και σηκώνει το βάρος όχι μόνο των διαπραγματεύσεων για την ονομασία της FYROM, αλλά και αυτό της εσωκομματικής αντιπαράθεσης. Ο υπουργός του επί των Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς τον έχει καταγγείλει για ενδοτικότητα, ενώ στη βάση της ΝΔ αναπτύσσεται μια σκοπιανοκεντρική αντιπαράθεση. Το μακεδονικό είναι πρώτο θέμα στις τηλεοράσεις αλλά και στην πολιτική και διπλωματική ατζέντα. Γι’ αυτό το θέμα τοποθετείται ο νεαρός Κυριάκος Μητσοτάκης, για να εκφράσει την προωθημένη άποψη ότι «το μακεδονικό δεν μπορεί να είναι το πρώτο θέμα». Εχει ενδιαφέρον τόσο η ερώτηση του δημοσιογράφου όσο και η απάντηση:
Δημοσιογράφος: Την έξαρση του εθνικισμού (ή πατριωτισμού κατ’ άλλους) γύρω από το μακεδονικό πώς την κρίνετε;
Μητσοτάκης: Το θέμα έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα και δικαίως. Εχει μεγάλη σημασία και για μένα. Αλλά δεν είναι δυνατόν να μην εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής. Η δική μου εντύπωση (και το λέω με βαριά καρδιά) είναι ότι το μακεδονικό δεν μπορεί να είναι το πρώτο θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας. Η υγιής και ομαλή ένταξή μας στο πλαίσιο της ενωμένης Ευρώπης είναι, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο θέμα. Το μακεδονικό είναι σημαντικό όχι αυτό καθεαυτό, αλλά για τη συμβολικότητά του. Δεν μπορώ να δω τη Δημοκρατία των Σκοπίων να αποτελεί ουσιαστικό γεωπολιτικό κίνδυνο για την Ελλάδα. Το επιχείρημα ότι το όνομα μπορεί να επιφέρει επεκτατικές τάσεις των Σκοπίων προς τον Νότο έχει κάποια βάση, αλλά εγώ δεν το βλέπω ως ορατό ενδεχόμενο.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη τότε το μακεδονικό δεν ήταν θέμα πρώτης γραμμής και το δήλωνε με βαριά καρδιά, ξέροντας ότι επικρατούσε στην καθημερινότητα και του κόμματός του και της ελληνικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν έβλεπε κανέναν κίνδυνο ή πραγματικό αλυτρωτισμό από τη μεριά των Σκοπίων.
Ο νεότερος Μητσοτάκης επεκτείνεται όμως και θεωρητικά στην ανάλυσή του, διατυπώνοντας σε πολλά σημεία της συνέντευξής του τον κίνδυνο που υπάρχει να διαμορφώνεται η πολιτική με βάση τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Διαβάζουμε σχετικά:
Δημοσιογράφος: Ο παράγων κοινή γνώμη ποιο ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση αυτής της πολιτικής;
Μητσοτάκης: Ρόλο σημαντικότατο και περιοριστικό! Η κυβέρνηση παίρνει μια στάση που ανταποκρίνεται στις επιταγές της κοινής γνώμης. Είμαι απόλυτος στο ζήτημα αυτό. Η ύπαρξη ενός ρεύματος εθνικισμού (και δεν χρησιμοποιώ τον όρο αξιολογικά) είναι περιοριστική για μια κυβέρνηση. Και τούτο διότι γνωρίζει ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο που προσδοκά η κοινή γνώμη δεν θα γίνει αποδεκτό. Αυτό είναι προβληματικό, διότι η Ελλάδα ξεκινά διαπραγματευτικά με μια απόλυτη θέση. Η θέση αυτή μπορεί, τη στιγμή αυτή, να γίνεται αποδεκτή από την Κοινότητα, αλλά πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν γίνεται αποδεκτή χωρίς κόστος. Αποσπούμε τώρα κάτι που ίσως στο μέλλον να έχει μικρότερη σημασία από κάτι άλλο που τότε δεν θα μας δίνεται.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης την εποχή που όλοι ήταν στα κάγκελα εξέφρασε τη Realpolitik, που αργότερα φάνηκε ότι αποτελεί και οικογενειακή πολιτική θέση. Εντόπιζε την επικινδυνότητα του εθνικισμού στο να εγκλωβίζει την πολιτική μέσα από τον μαξιμαλισμό που δημιουργεί στην κοινωνία και φαινόταν να ανησυχεί για το φαινόμενο.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, από τη θέση του αρχηγού του κόμματος της ΝΔ, επενδύει σε αυτό τον εθνικισμό που φαντάζει ως άρμα για την εξουσία. Όπως όμως και στα άλλα πεδία της πολιτικής που διαχειρίζεται, αποποιείται και καταστρέφει τη μετριοπαθή και κεντροδεξιά παράδοση που έχουν δημιουργήσει προκάτοχοί του και συγγενείς του ακόμη.