Οι εραστές του τσιγάρου αγαπούν τη φωτιά του αναπτήρα, αγαπούν την ιεροτελεστία του πακέτου, αγαπούν την πικρή γεύση της νικοτίνης αλλά και την ηδονή της ρώσικης ρουλέτας κάθε ρουφήγματος καπνού. Από την άλλη, οι εραστές του αυτονόητου επιθυμούν να γίνει κατανοητό πως δεν μπορεί να γίνονται θύματα του καπνού που δραπετεύει ανεξέλεγκτα από τα πνευμόνια των καπνιστών. Ίσως αμφότεροι να έχουν δίκιο ως προς το αυτονόητο δικαίωμα της αυτοδιάθεσής τους όμως πού βρίσκεται το όριο του κοινώς αποδεκτού για τη σύγχρονη κοινωνία της Ελλάδας; Στο νόμο μήπως; Στον τετραψήφιο αριθμό των καταγγελιών μήπως; Στη συνείδησή μας μήπως; Ή αλλού;
Για να φτάσει το κράτος στο σημείο να φτιάξει αντικαπνιστικό νόμο, ενώ ταυτόχρονα εισπράττει φόρους από τον καπνό -εξόχως τραγική ειρωνεία αυτή-, και να δημιουργεί τηλεφωνική γραμμή καταγγελιών για όσους παρανομούν, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν φτιάχνει πολίτες με παιδεία και ήθος. Αντιθέτως, συνηγορεί εγκληματικά και συνδράμει ώστε τα όνειρα των νέων να κοιτάζουν το χώμα αντί να χάνονται δημιουργικά στο απέραντο του ουρανού. Οι αξίες θυσιάζονται στο βωμό του κέρδους αλλά και του ‘δε βαριέσαι’. Η πολιτεία λοιπόν, σφυρίζοντας αδιάφορα και ξεχνώντας τις πραγματικές της υποχρεώσεις για παροχή αληθινής παιδείας, ένιωσε πως είναι επιτακτική η ανάγκη για τετραψήφια νούμερα που ντροπιάζουν και την κοινωνία μας, την ιστορία μας αλλά και τη δημοκρατία μας. Κάπου, σε μια στιγμή του χρόνου σκοτείνιασε ο τόπος μας και μαζί κρύφτηκε κι η περηφάνια μας, από ντροπή μάλλον, γνωρίσαμε μια πατρίδα υπό σκιά και θέλουμε δεκανίκια για να περπατήσουμε στο μονοπάτι της ιστορίας. Μας έμαθαν, κι εμείς το δεχτήκαμε, πως είναι ωραία στο σκοτάδι!
Το πρώτο τηλεφώνημα έγινε. Το πρώτο πρόστιμο έπεσε. Δύο για την ακρίβεια, ένα στον καπνιστή κι έναν στον καταστηματάρχη. Αδικαιολόγητοι αμφότεροι. Αδικαιολόγητος όμως και ο άνθρωπος που πληκτρολόγησε τα τέσσερα ψηφία. Ένα, ένα, τέσσερα, δύο. Αν έλλειπε το δύο θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ακόμα μια ειρωνεία, από εκείνες που σκαρώνει η Ιστορία εις βάρος όσων την ξεχνούν! Ένα, ένα, τέσσερα… Μια γενιά ολόκληρη χαρακτηρίστηκε έτσι – η γενιά του 114– επειδή αγωνίστηκε υπέρ της διαφύλαξης των δημοκρατικών αξιών. Σήμερα προσθέσαμε και το δύο στο τέλος των ψηφίων για να δώσουμε άλλοθι στη συνείδησή μας πως πορευόμαστε επάξια στο δρόμο της Ευρώπης.
Κι αναρωτιέται ο σύγχρονος Έλληνας: Πώς να πιάσουμε τ’ αστέρια στις μέρες μας όταν το κράτος πρέπει να επιβάλλει το αυτονόητο αντί να το διδάσκει; Ρίξαμε τις αξίες μας με περισσό πάθος στη φωτιά και τώρα περιμένουμε να γίνουμε Ευρωπαίοι ξεχνώντας ίσως πως οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι είναι περισσότερο Έλληνες από εμάς… τους Έλληνες! Μαζεύουμε τα κομμάτια μας κι όσα ψήγματα παιδείας διαθέτουμε για να το παίζουμε καμπόσοι στους έξω, στους μέσα μας κόσμους όμως παραμένουμε απελέκητα ξύλα. Καυσόξυλα ίσως…
Ζούμε στο υπόγειο τις μέρες και τις νύχτες μας. Αντί να τιμήσουμε την ελευθερία, αναπνέουμε το φόβο της αμάθειας και έλλειψης νου. Διότι εγκέφαλο έχουμε, μυαλό έχουμε, νου όμως δε φαίνεται να έχουμε. Γιατί να καπνίσει κάποιος σε κλειστό χώρο επιβαρύνοντας τους συν-πολίτες γύρω του στερώντας τους το δικαίωμα της άκαπνης ανάσας; Χρειάζεται νόμος για να το σκεφτεί κάποιος αυτό; Χρειάζεται πρόστιμο; Ή απλώς και μόνο απαιτούνται δυο δράμια σεβασμός; Ας σταματήσουμε πια το χαμένο χρόνο στον τόπο μας κι ας πάψουμε να προσκυνούμε το εφήμερο της μόδας και τα μηδενικά. Δεν χρειάζονται πρόστιμα για να προστατευτούμε από το θάνατο, δεν χρειάζονται τετραψήφια νούμερα για τα… ‘νούμερα’ της κοινωνίας. Ας ψέξουμε και τον καπνιστή αλλά και τον νομοθέτη. Ο ένας γεμίζει καπνό τη ζωή μας ο άλλος κάνει τη ζωή μας καπνό που τον παρασέρνει ανεξέλεγκτα ο άνεμος επειδή δεν έχει γερές βάσεις παιδείας. Η δημοκρατία ανδρώθηκε με αίμα αλλά δε χρειάζεται αίμα για να ζήσει, εραστές αληθινούς χρειάζεται μιας όμορφης χώρας που ακόμα, όπως φαίνεται, δεν έχει γεννηθεί γιατί έμεινε μοιραία μονάχα να ονειρεύεται το παρελθόν της.
Κώστας Θερμογιάννης