Το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων έχει επανέλθει για ακόμα μια φορά στο φως της επικαιρότητας και αναπόφευκτα στις μνήμες όλων εκείνων που παρακολουθούν τις εξελίξεις, έρχονται στιγμιότυπα από το προ 26 χρόνων παρελθόν, τότε που το όλο ζήτημα είχε μόλις ανοίξει και κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει ότι θα συνέχιζε να αποτελεί κομμάτι της εθνικής ατζέντας ακόμα και το 2018! Η πραγματικότητα φανερώνει με περίτρανο τρόπο τους παντελώς λανθασμένους χειρισμούς της τότε κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και αυτό είναι κάτι που η νυν κυβέρνηση δεν παραλείπει να σημειώνει σε ανεπίσημες συζητήσεις, δεδομένου πως ο πονοκέφαλος που επικρατεί στο Μαξίμου αναφορικά με το ζήτημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν το 1992 η Νέα Δημοκρατία είχε κρατήσει μια πιο ώριμη στάση.
Μάλιστα, όπως τονίζουν διάφορες κυβερνητικές πηγές, είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και σήμερα η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει αν μην έχει ξεκάθαρη θέση για το θέμα, παρά το γεγονός ότι έχει συνδέσει το όνομά της με την παταγώδη αποτυχία της επίλυσής του. Είναι χαρακτηριστικό πως στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεχίζουν να υπάρχουν δυο θέσεις: αφενός η «γραμμή» Καραμανλή, όπως αυτή διατυπώθηκε το 2007 και αφετέρου η «γραμμή» Σαμαρά, όπως εκφράστηκε το 1992. Δυο διαφορετικές «γραμμές» που συνεχίζουν να συνυπάρχουν στη ΝΔ εξαιτίας της έλλειψης αποφασιστικότητας του Κυριάκου Μητσοτάκη να επισημοποιήσει είτε την μια είτε την άλλη, προφανώς για λόγους εσωτερικών συσχετισμών του κόμματός του.
Μάλιστα, η ελλειπής στάση της ΝΔ το 1992 καταδεικνύεται ακόμα και μέσα από την ίδια την οικογένεια της Νέα Δημοκρατίας. Για την ακρίβεια, ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης, εκ των κορυφαίων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας και από τους κύριους πρωταγωνιστές των τελευταίων δεκαετιών στα πολιτικά πράγματα της χώρας, στο βιβλίο του «Όπως τα έζησα», όπου και παρουσιάζει την περίοδο 1981-1993 «όπως την έζησε», αναφέρει για τους χειρισμούς επί υπουργίας Σαμαρά το 1992: «Θεωρώ ότι {…} η ελληνική πλευρά αποδείχθηκε δραματικά ανέτοιμη».
Πως ακριβώς όμως εμπεριστατώνεται εκείνη «ανετοιμότητα» της ΝΔ; Καταρχή, είχε αποτύχει να συμπεριλάβει Έλληνα δικαστικό λειτουργό στην Επιτροπή Badinter, η οποία και γνωμοδότησε επί του ζητήματος της αναγνώρισης των νέων κρατών που θα προέκυπταν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Για λόγους που ακόμα δεν έχουν εξηγηθεί, η ΝΔ δεν πρότεινε έναν από τους αντιπροέδρους του ΣτΕ αλλά τον πρόεδρό του, πρόταση που δεν έγινε αποδεκτή αφού τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής ήταν πρόεδροι των συνταγματικών δικαστηρίων των κρατών τους.
Με άλλα λόγια, απέτυχε να διαβλέψει τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συναινώντας στη σύσταση της Επιτροπής Badinter να συγκροτηθεί χωρίς Έλληνα δικαστή, θεωρώντας την άνευ σημασίας!
Το δεύτερο σημείο που καταδεικνύει την αποτυχία διαμόρφωσης εθνικής πολιτικής από την ΝΔ εκείνη την περίοδο, διαφαίνεται από το γεγονός ότι η τότε κυβέρνηση δεν πρότεινε καν όνομα όταν διατύπωνε τους τρεις όρους (απουσία εδαφικών διεκδικήσεων από το Σύνταγμα, απουσία προπαγανδιστικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης ονόματος που θα υπαινισσόταν εδαφικές διεκδικήσεις) προκειμένου να συμφωνήσει με την αναγνώριση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ως ανεξάρτητου κράτους.
Πρόκεται περί κατορθώματος αλλά είναι αλήθεια: Η Ν.Δ κατάφερε να προσέλθει στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΟΚ χωρίς καμία προετοιμασία ως προς την ονομασία. Ο ίδιος ο Βαρβιτσιώτης άλλωστε στο βιβλίο του αναφέρει πως το κόμμα του έχασε την ευκαιρία να γίνει δεκτό ένα όνομα όπως το «Σλάβομακεδονία».
Επίσης, οι χειρισμοί της ΝΔ κατά τις διαπραγματεύσεις καταδεικνύουν με τη σειρά τους την ανευθυνότητα της ΝΔ, που δεν κατάφερε σε διάστημα δύο περίπου ετών να διαμορφώσει μια ενιαία πολιτική: ο τότε Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και ο Υπουργός Εξωτερικών Α. Σαμαράς ήταν υπέρ της διεξαγωγής συλλαλητηρίων -βάζοντας το λιθαράκι τους στην έξαρση των εθνικιστικών παθών αναφορικά με το ζήτημα- ενώ αντίθετα ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Κ.Βαρβιτσιώτης εξέφρασε την αντίθεσή του σε αυτή την πρακτική.
«Καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ασκήσει εξωτερική πολιτική. Θα είναι δεσμευμένη από το ψήφισμα του ογκώδους συλλαλητηρίου. Εξωτερική πολιτική υπό την πίεση σλλαλητηρίων δεν γίνεται», αναφέρει ο τελευταίος στο βιβλίο του ενώ αντίθετος ήταν και ο τότε ΠτΔ Κ.Καραμανλής.
Το σημαντικότερο σημείο διχογνωμίας στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας ήταν η αδιάλλακτη στάση του Σαμαρά ως προς το ζήτημα της ονομασία με την οποία διαφωνούσε και ο Κ. Μητσοτάκης αλλά και άλλα ιστορικά στελέχη της ΝΔ! Μάλιστα, η εν λόγω στάση του Σαμαρά, οδήγησε σε παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα τον Γ. Ράλλη με τον τελευταίο να διαμαρτύρεται για την εσφαλμένη πολιτική της εμμονής στο ζήτημα της ονομασίας.
Το αποκορύφωμα της διπολικής στάσης της ηγεσίας της ΝΔ ήταν η τραγική αποτυχία της να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία της πρότασης Πινέιρο που εξασφάλιζε από την ΠΓΔΜ την παντελή απουσία εδαφικών διεκδικήσεων και την άρνηση ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας, ενώ πρότεινε ως όνομα το «Novamacedonia».
Από τη μία ο Σαμαράς ήταν αδιάλλακτος ως προς το θέμα της ονομασίας, από την άλλη ο Μητσοτάκης απέτυχε να προωθήσει μια περισσότερο διαλλακτική στάση και όλα αυτά μαζί σχηματοποίησαν έναν πρωτοφανή ερασιτεχνικό χειρισμός. Τέλος, είναι ξεκάθαρο πως πέρα από τις διαφορετικές απόψεις εντός της Νέας Δημοκρατίας, το ονοματολογικλο υπήρξε για χρόνια ένα τεράστιο πεδίο εσωκομματικών ανταγωνισμών για τη ΝΔ με πρωταγωνιστές τους Σαμαρά, Μητσοτάκη και Έβερτ.
«Υιοθετούσαν τις όποιες θέσεις τους προκειμένου να προωθήσουν τις δικές τους κομματικές φιλοδοξίες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βαρβιτσιώτης στο βιβλίο του. Και αν μη τι άλλο, το τελευταίο πράγμα για το οποίο μπορεί να κατηγορήσει ο οποιοσδήποτε τον Γ. Βαρβιτσιώτη είναι πως θέλει να κάνει πόλεμο στη Νέα Δημοκρατία…
Πηγη κειμένου: neaselida.gr