Φέτος συμπληρώνονται 46 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη χούντα των Συνταγματαρχών. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Colonnelli. Il regime militare greco e la strategia del terrore in Italia (Συνταγματάρχες. Το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα και η στρατηγική του τρόμου στην Ιταλία), που μόλις κυκλοφόρησε στην Ιταλία από τις εκδόσεις Fandango, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Δεληολάνης γράφει στο ΕΝΑ για την – ιστορικά πια – αποδεδειγμένη σχέση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα με τις ιταλικές νεοφασιστικές οργανώσεις της δεκαετίας του ’60 και του ’70. 

Το πρωί της Παρασκευής 12 Δεκεμβρίου 1969 η Υπουργική Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που συνεδρίασε στο Παρίσι αποφάσισε την αποπομπή της Ελλάδας. Ήταν το κυριότερο διπλωματικό πλήγμα που υπέστη το στρατιωτικό καθεστώς στην επτάχρονη ύπαρξή του.

Το απόγευμα της Παρασκευής 12 Δεκεμβρίου 1969 μια ισχυρή βόμβα εξερράγη μέσα στην Αγροτική Τράπεζα στο κέντρο του Μιλάνου, σκοτώνοντας 17 άτομα και τραυματίζοντας 88. Ήταν η απαρχή της «στρατηγικής της έντασης», που είχε στόχο να αποσταθεροποιήσει την Ιταλία και, σε δεύτερη φάση, να επιβάλει αυταρχικό καθεστώς.

Τη χρονική σύμπτωση ελάχιστοι την παρατήρησαν – και ακόμη λιγότεροι της έδωσαν την πρέπουσα σημασία. Ανάμεσα σε αυτούς τους λίγους ήταν ο Άλντο Μόρο. Το 1969 ο Μόρο ήταν υπουργός Εξωτερικών και είχε την εκ περιτροπής προεδρία της Υπουργικής Επιτροπής. Ήταν δηλαδή ο άνθρωπος που έδιωξε τη χούντα από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Ο Μόρο αναφέρθηκε στο περιστατικό αυτό μια δεκαετία αργότερα, ενώ ήταν όμηρος των Ερυθρών Ταξιαρχιών από τις 16 Μαρτίου έως τις 9 Μαΐου 1978. Το σχετικό απόσπασμα βρέθηκε στις γραπτές απαντήσεις που έδωσε στους απαγωγείς του κατά τη διάρκεια της ομηρίας. Ο Μόρο μάλιστα διατύπωσε ευθέως την πεποίθησή του ότι η ελληνική χούντα είχε μεγάλες ευθύνες για την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση.

Η αλήθεια είναι ότι για ευθύνες της χούντας είχε μιλήσει ο ευρωπαϊκός Τύπος ήδη την επομένη της έκρηξης. Βρετανικές εφημερίδες αποκάλυψαν μάλιστα και μια επιστολή του τότε στενού συνεργάτη του χουντικού υπουργού Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη προς τον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη, όπου διαφαίνονταν με μεγάλη σαφήνεια τα σχέδια της ελληνικής χούντας για την προώθηση στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ιταλία.

Όπως συμβαίνει σε όλα τα επαναστατικά καθεστώτα, ακόμη και όταν η «επανάσταση» είναι απλώς ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, και το καθεστώς της 21ης Απριλίου θέλησε να κάνει, κατά κάποιον τρόπο, «εξαγωγή» του προτύπου του. Διευκολύνθηκε σε αυτό και από τη θερμή υποδοχή που είχε το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς από τις νεοφασιστικές οργανώσεις της Ευρώπης. Έγιναν στενοί συνεργάτες της φασιστικής πτέρυγας της χούντας, της οποίας οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι ήταν οι συνταγματάρχες Ιωάννης Λαδάς και Κωνσταντίνος Ασλανίδης, στενά συνδεδεμένοι με τον ιδρυτή και αρχηγό του Κινήματος 4ης Αυγούστου Κωνσταντίνο Πλεύρη, ηγετική μορφή στο χώρο των ελληνικών νεοφασιστικών οργανώσεων.

Η χούντα δραστηριοποιήθηκε κυρίως σε δύο άλλες χώρες: η πρώτη ήταν η Κύπρος, όπου έκανε απανωτές προσπάθειες να δολοφονήσει τον Πρόεδρο Μακάριο και να επιβάλει νατοϊκή λύση στο πολιτικό πρόβλημα της νήσου. Η δεύτερη ήταν η Ιταλία. Στη γειτονική μας χώρα υπήρχε πολυάριθμη ελληνική παρουσία, κυρίως φοιτητών αλλά και πολιτικών προσφύγων μετά την 21η Απριλίου. Οι τελευταίοι συχνά διακινούσαν μέσω Ιταλίας κάθε είδους αντιστασιακό υλικό (έντυπα αλλά και εκρηκτικά) με προορισμό την Ελλάδα. Η Ιταλία μόλις είχε βιώσει το φοιτητικό 1968 και το Θερμό Φθινόπωρο των εργατών το 1969 και τα αριστερά κόμματα ασκούσαν τεράστια πίεση στην κυβέρνηση ώστε να κρατήσει μια εξ ολοκλήρου αρνητική στάση απέναντι στο ελληνικό καθεστώς.

Η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στην τράπεζα του Μιλάνου έπρεπε να αποδοθεί στην Αριστερά. Επιλέχθηκε τότε ως αποδιοπομπαίος τράγος ένας αναρχικός, στο περιθώριο του αναρχικού κινήματος, οι φίλοι του οποίου έβαζαν κροτίδες και ο ίδιος έγραφε στους τοίχους «βόμβες, αίμα, αναρχία». Η χούντα επιδίωκε να «αποδειχθεί» και εμπλοκή της ελληνικής Αντίστασης και γι’ αυτό φρόντισε να υποκλέψει μία από τις πολλές αποστολές εκρηκτικών από το Παρίσι στην Ιταλία με τελικό προορισμό τις αντιστασιακές οργανώσεις εντός Ελλάδας. Αυτό το «ελληνικής ιδιοκτησίας» εκρηκτικό έπρεπε να βρεθεί σε άλλη τράπεζα, σε δεύτερη βόμβα, κατασκευασμένη ώστε να μην εκραγεί.

Το σχέδιο απέτυχε και επιχειρησιακά και πολιτικά. Η βόμβα που δεν έπρεπε να εκραγεί τελικά καταστράφηκε σε ελεγχόμενη έκρηξη της αστυνομίας. Την επομένη της πολύνεκρης έκρηξης η ιταλική κυβέρνηση έπρεπε να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και να αναλάβει έκτακτες εξουσίες, ενδεχομένως με την υποστήριξη του στρατού. Ο χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός όμως δεν υπέκυψε στις σχετικές πιέσεις. Το πραξικόπημα αναβλήθηκε για τις αρχές Δεκεμβρίου του 1970 και, όταν ήρθε η ώρα, ενεργοποιήθηκαν συγκεκριμένες ομάδες της αστυνομίας και του στρατού και νεοφασιστικές οργανώσεις. Η κατάληψη της πρωτεύουσας ήταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο, με τους νεοφασίστες να έχουν ήδη διεισδύσει στο οπλοστάσιο του υπουργείου Εσωτερικών, όταν έλαβαν εντολή ότι όλα ακυρώνονται.