Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα αναμφίβολα προκάλεσε θόρυβο και εντυπώσεις. Ο υδράργυρος στο θερμόμετρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ανέβηκε ψηλά, μέχρι να πέσει σε φυσιολογικά επίπεδα.
Όπως πάντα τα ελληνοτουρκικά διχάζουν και την κοινωνία αλλά και όσους ασχολούνται με τα διεθνή – άλλωστε στην Ελλάδα για πολλά χρόνια είχε «το πάνω χέρι» η σχολή διπλωματικής σκέψης που άφηνε τα προβλήματα να συζητούνται αλλά να μην επιλύονται.
Ο δημόσιος διάλογος για το αν έπρεπε να έρθει και το πώς έπρεπε να έρθει ο Ερντογάν είναι ανοικτός.
1) Ήταν σωστό το timing της πρόσκλησης με δεδομένη την αστάθεια στην Τουρκία και τον απρόβλεπτο Ερντογάν;
Το ερώτημα υποκρύπτει την θέση ότι δεν πρέπει ποτέ να προσκληθεί ο Ερντογάν, αναφέρουν και απαντούν δι’ ερωτήσεως: «πότε θα ήταν η κατάλληλη περίοδος; Μήπως η Ελλάδα θα πρέπει να περιμένει πότε θα σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην Τουρκία και εάν θα κερδίσει τις εκλογές του 2019 ο Ερντογάν; ’Η να περιμένει το αντίθετο: Δηλαδή ανατραπεί ο Ερντογάν;».
2) Γιατί κάλεσε η Ελλάδα τον Ερντογάν την ώρα που όλοι οι διεθνείς παράγοντες του έχουν κλείσει την πόρτα;
Η πραγματικότητα είναι ότι παρά τις εντάσεις οι ΗΠΑ και Γερμανία δεν έχουν διακόψεις την επικοινωνία με τον Ερντογάν. Ο Τραμπ έχει συναντηθεί μαζί τον Ερντογάν και οι δύο επικοινωνούν συχνά στο τηλέφωνο. Και η Μέρκελ προ μηνών έστειλε τον υπουργό Εξωτερικών της (σσ Ζίγκμαρ Γκάμπριελ) στην Τουρκία. Άρα, ακόμα και οι χώρες που έχουν σοβαρό πρόβλημα με την Τουρκία και τον Ερντογάν δεν διακόπτουν τις επαφές τους. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί η Ελλάδα (σσ να διακόψει)που οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις σχέσεις της Τουρκίας με τους ισχυρούς παράγοντες και να λαμβάνει «αυτόνομες πρωτοβουλίες» όχι μόνο με την Τουρκία αλλά και στα Βαλκάνια, τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο κ.α.
3) Υπήρξε αύξηση των τουρκικών παραβιάσεων και παραβάσεων στο Αιγαίο;
Η διπλωματία έπρεπε να παρέμβει ακριβώς επειδή είχαμε αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας.
4) Δεν έπρεπε να προσκληθεί;
Ειδικά σε περιόδους έντασης, αύξησης των προβλημάτων στο Προσφυγικό – Μεταναστευτικό, και σχεδόν «παγώματος» των σχέσεων ανάμεσα σε δυο χώρες, επιβάλλεται να ενεργοποιούνται τα διπλωματικά κανάλια, ούτως ώστε να αποτραπούν τα χειρότερα. Αυτό είχε γίνει και το 1988 μετά την κρίση του Μαρτίου του 1987.
Διαχρονικά υπάρχουν κινήσεις που κρατούν ανοικτούς τους δίαυλους επικοινωνίας. Για παράδειγμα μετά την υπόθεση Οτσαλάν, το 1998, η Αθήνα είχε καταφύγει στην «διπλωματία των ζεϊμπέκικων» και των «κουμπαριών».
Με τον Ερντογάν έχουν γίνει και επίσημες συναντήσεις: το 2004 λίγο μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, το 2010 λίγο πριν το «Τσεσμέ» ξεκινήσει έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και το 2013 όταν ο Αντώ Σαμαράς μετέβη στην Κωνσταντινούπολη συνοδευόμενος από 11 υπουργούς.
5) Γιατί δόθηκε άδεια να πάει στη Θράκη;
Η Αθήνα επέμεινε στην αποφυγή των προκλήσεων εντός Ελλάδος και ειδικά στην Κομοτηνή, λέγοντας ότι πρέπει η ιδιωτική επίσκεψη να κινηθεί στο πλαίσιο αυτής που έκανε στην Κομοτηνή το 2004 επί κυβέρνησης Καραμανλή. Και τότε τον Ερντογάν συνόδευε στην Κομοτηνή κυβερνητικό επιτελείο (επικεφαλής οι Ευρ. Στυλιανίδης και Ν. Τσιαρτσιώνης κ.ά.).
Επισημαίνεται ότι συνηθίζονται οι επισκέψεις ξένων ηγετών σε περιοχές όπου υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για εκείνους. Ακόμα και η Σερβία, η οποία φημίζεται για τις παραδοσιακά σχεδόν «εχθρικές» σχέσεις της με την Τουρκία, πριν από ένα μήνα προσκάλεσε τον Ερντογάν και του έδωσε την άδεια να επισκεφθεί περιοχές με μουσουλμανικό πληθυσμό, στο Σατζάκ, όπου είχε εντυπωσιακή υποδοχή.
6) Η επίσκεψη δεν είχε θετικά αποτελέσματα;
Προφανώς και ουδείς ανέμενε μία εύκολη επίσκεψη. Όμως παρά τις αναφορές Ερντογάν στην Συνθήκη της Λωζάνης (που ούτως ή άλλως αποδοκιμάστηκαν από ΗΠΑ, Ε.Ε., Γερμανία) υπήρξαν κέρδη:
– η δέσμευση ότι η Τουρκία δεν αμφισβητεί την εθνική ακεραιότητα της Ελλάδας και δεν επιβουλεύεται εδάφη της
– η αναφορά για πρώτη φορά από Τούρκο ηγέτης σε «πομακική», «Ρομά» και «τουρκική» μειονότητα αλλάζει την πάγια θέση της Άγκυρας για την οποία υπήρχε μόνο η «τουρκική» μειονότητα στη Θράκη, ενώ τους Πομάκους τους βάφτιζε και αυτούς «Τούρκους».
– έγιναν ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της επαναλειτουργίας διαύλων συνεννόησης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Συμφωνήθηκε η επαναλειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) που έχει να συγκληθεί από το 2016 και είχε συνεδριάσει μόλις τέσσερις φορές από το 2010.
– επαναρχίζουν οι επαφές μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα της υπηρεσιακής ιεραρχίας, ανά εξάμηνο.
– ξεκινούν οι επαφές μεταξύ των επιτροπών στρατιωτικών, προκειμένου να συζητηθούν θέματα Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ).
7) Ήταν επίσκεψη που επεδίωκε ο Ερντογάν;
Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν επέλεξε να παραβιάσει το πρωτόκολλο προκειμένου να συναντήσει τον Οκτώβριο τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά. Έως τότε δεν είχε εκφραστεί επιθυμία για επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα. Μάλιστα, οι διμερείς σχέσεις μετά την ήττα των τουρκικών θέσεων στην Ελβετία για το Κυπριακό ήταν ψυχρές και η κατάσταση στην Κύπρο και στο Αιγαίο παρουσίαζε σημάδια επιδείνωσης.
Συστηματικά η Αθήνα καταβάλλει προσπάθεια για επαναθέρμανση των «παγωμένων» -σχεδόν- ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο Κοτζιάς ζητούσε συνάντηση με τον Τσαβούσογλου, ο Τσίπρας τον Μάιο στο Πεκίνο είχε συναντήσει τον Ερντογάν (μάλιστα τότε ο Τούρκος Πρόεδρος είχε συμφωνήσει με την ανάγκη πλήρους σεβασμού της Συνθήκης της Λωζάνης), ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος θα συναντούσε τον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο αν δεν είχε ασθενήσει ο Τούρκος πρόεδρος.
8) Ήταν απροετοίμαστη η επίσκεψη;
Η επίσκεψη προετοιμαζόταν για περισσότερο από ένα μήνα και ήταν απαραίτητος όρος να πέσουν οι τόνοι της λεκτικής αντιπαράθεσης, καθώς και των προκλήσεων στο Αιγαίο. Η Άγκυρα συμφώνησε σε αυτούς και μετά εστάλη η επίσημη πρόσκληση. Η αλήθεια είναι ότι (ενδεχομένως επειδή υπήρξε και το ενδεχόμενο της ματαίωσης της πρόσκλησης) σημειώθηκε θεματική μείωση των τουρκικών παραβιάσεων – παραβάσεων στο Αιγαίο.
Την προετοιμασία είχαν αναλάβει ομάδες από τα υπουργεία Εξωτερικών των δυο χωρών, υπό την εποπτεία των διπλωματικών γραφείων των προεδρικών μεγάρων και του μεγάρου Μαξίμου. Έγιναν πολλές προπαρασκευαστικές επισκέψεις επαφές και στις δυο πλευρές του Αιγαίου, ενώ, με τον καθοριστικό ρόλο της ηγεσίας, των μελών και στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών, οι δυο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία για όλες τις «τεχνικές λεπτομέρειες» της επίσκεψης.