Τα έθνη σε ολόκληρο τον κόσμο «σκοντάφτουν σαν ζόμπι σε μια ψηφιακή δυστοπία της ευημερίας», στην οποία χρησιμοποιούνται η τεχνητή νοημοσύνη και άλλες τεχνολογίες στοχεύοντας, επιτηρώντας και τιμωρώντας τους φτωχούς ανθρώπους. Αυτή είναι η δήλωση του Philip Alston, εισηγητή του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια.
Ο Alston έχει ερευνήσει και καταλήξει σε μια δυσοίωνη αναφορά για τον τρόπο με τον οποίο οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες φέρνουν επανάσταση στην αλληλεπίδραση μεταξύ κυβερνήσεων και των πιο ευάλωτων στην κοινωνία. Σε αυτό που αποκαλεί άνοδο του «ψηφιακού κράτους πρόνοιας», με δισεκατομμύρια δολάρια δημόσιου χρήματος να επενδύονται σε αυτοματοποιημένα συστήματα, που αλλάζουν ριζικά τη φύση της κοινωνικής προστασίας.
Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια στην ψηφιοποίηση και σε λογισμικά τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία αλλάζουν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες έρχονται σε επαφή με τις δημόσιες υπηρεσίες και το κοινωνικό κράτος, εις βάρος όμως των πολιτών.
Η έκθεση του Alston σχετικά με τις δραματικές αλλαγές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρουσιάζεται στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την Παρασκευή. Αναφέρει ότι η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει σημαντικά τη ζωή των μειονοτήτων, αλλά προειδοποιεί ότι αυτή η ελπίδα χάνεται στο πλαίσιο της συνεχούς προσπάθειας για μείωση του κόστους και αύξηση της αποδοτικότητας.
Τα αυτοματοποιημένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας
Όπως αναφέρει και το σχετικό δημοσίευμα του Guardian, οι μεγάλες εταιρίες της τεχνολογίας κινούνται ανεξέλεγκτες στις «ελεύθερες ζώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα», οι προϋπολογισμοί για την κοινωνική πρόνοια αποδεκατίζονται και επιβάλλονται νέες κυρώσεις για μη συμμόρφωση ανθρώπων που ενδέχεται να είναι «αναλφάβητοι» ψηφιακά ή να μην έχουν πρόσβαση στο Internet. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, 12 εκατομμύρια άνθρωποι, ή ένας στους πέντε κατοίκους, δεν έχουν τις απαραίτητες ψηφιακές δεξιότητες που απαιτούνται για τη σύγχρονη καθημερινή ζωή.
Όπως επισημαίνει η έκθεση του Alston «οι κρίσιμες αποφάσεις για το ψηφιακό κράτος πρόνοιας έχουν ληφθεί από υπουργούς χωρίς διαβουλεύσεις ή ακόμα και από τεχνοκράτες, χωρίς να διεξάγονται σημαντικές πολιτικές δημόσιες συζητήσεις». Ως αποτέλεσμα, «οι ψηφιακές τεχνολογίες χρησιμοποιούνται στο κράτος πρόνοιας για να επιβλέπουν, να στοχεύουν και να τιμωρούν τους δικαιούχους, ιδιαίτερα τους φτωχότερους και πιο ευάλωτους».
Ο εισηγητής του ΟΗΕ, δικηγόρος με έδρα τη Νέα Υόρκη, έχει κατακρίνει ξανά στο παρελθόν τις ανισότητες και την περιφρόνηση για τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Τον Ιούνιο του 2018 κατήγγειλε, προκαλώντας έντονες διαμαρτυρίες, τη διοίκηση Τραμπ, ότι εξαναγκάζει εκατομμύρια ανθρώπους να στερηθούν με τις φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους. Υποστηρίζει ακόμη, ότι η υποχρέωση των κυβερνήσεων να λογοδοτούν στους πολίτες τους έχει ανατραπεί με την εισαγωγή αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων και την άρση της διακριτικής ευχέρειας του ανθρώπου από τα αυτοματοποιημένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας. Έτσι, γίνονται ολοένα και πιο ορατοί οι πολίτες στις κυβερνήσεις, χωρίς όμως να γίνεται το αντίστροφο.
Η έκθεση του Alston για τον ΟΗΕ προέκυψε από τις επισκέψεις του Alston στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και άλλες 34 χώρες. Όπως διαπίστωσε η έλευση της ψηφιακής επανάστασης επέτρεψε στον ιδιωτικό τομέα να σφετεριστεί τεράστια ποσά του κράτους πρόνοιας, χωρίς δημόσια θέα. Είναι γεγονός ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός των συστημάτων υγείας οδήγησε και στην ανάπτυξη νέων αγορών και μορφών επιχειρηματικότητας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η υγεία μετατρέπεται σε πηγή κερδοφορίας κι όχι ζωής.
Παρουσιάζει παραδείγματα από ολόκληρη την υφήλιο των εταιρειών που εμπλέκονται στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας: η θυγατρική εταιρεία Net Paymaster της Net 1 μαζί με τη MasterCard συμμετείχαν αρχικά στο σύστημα διανομής κοινωνικών επιδοτήσεων της Νότιας Αφρικής, το οποίο δημιούργησε ανησυχίες για την προστασία της ιδιωτικής ζωής λόγω της συλλογής βιομετρικών δεδομένων.
Στο Ιλινόις των ΗΠΑ, οι πολιτειακές Αρχές σε συνεργασία με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με την χρήση φυσικά της τεχνολογίας έχουν αρχίσει να επιβάλλουν χρηματικές «ποινές» εν είδει χρέους στους πολίτες με βάση τα επιδόματα που λάμβαναν και τα έξοδα που είχαν.
Στην Αυστραλία σχέδιο επιτρέπει στην κυβέρνηση να ανακαλύπτει παλιά χρέη με βάση αλγορίθμους που όμως σε πολλές περιπτώσεις έχουν αποδειχθεί ότι είναι λανθασμένοι. Οι Αρχές χρησιμοποιούν αυτόματα συστήματα για να πετάξουν πολίτες εκτός των κοινωνικών προγραμμάτων στήριξης εκατοντάδες και να περικόψουν τα ποσά των επιδομάτων ή να διακόψουν εντελώς την καταβολή τους.
Η κυβέρνηση της Ινδίας «σημειώνει» κάθε πολίτη της με έναν μοναδικό 12ψήφιο αριθμό με βάση τον οποίο δίδεται η πρόσβαση στις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους. Το σύστημα Aadhaar όπως είναι γνωστό, αποτελεί το μεγαλύτερο παγκοσμίως βιομετρικό πείραμα.
«Μια χούφτα ισχυρών στελεχών αντικαθιστά τις κυβερνήσεις και τους νομοθέτες για τον προσδιορισμό των κατευθύνσεων στις οποίες κινούνται οι κοινωνίες και τις αξίες που θα οδηγήσουν αυτές τις εξελίξεις», γράφει ο Alston.
Η αυτορρύθμιση που έχει επιτραπεί στον κλάδο των μεγάλων τεχνολογιών, με τρόπο μοναδικό μεταξύ των κυριότερων τομέων της οικονομίας, πρέπει να τερματιστεί και οι εταιρείες τεχνολογίας πρέπει «να υποχρεωθούν να σέβονται τα ισχύοντα πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων», προειδοποιεί.
Αυτό περιλαμβάνει την αντιμετώπιση της αυξανόμενης χρήσης της αντιστοίχισης δεδομένων που χρησιμοποιείται για την τιμωρία και την ποινικοποίηση των ατόμων με χαμηλό εισόδημα. Περιλαμβάνει επίσης τον έλεγχο των «βελτιωμένων επιλογών εποπτείας που επιτρέπουν την 24ωρη παρακολούθηση των δικαιούχων».
Από την ανάποδη όμως, αντί να προκαλεί δυστυχία σε εκατομμύρια ανθρώπους, η ψηφιακή τεχνολογία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό. Σύμφωνα με την έκθεση, θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης για τους φτωχότερους, τους ευάλωτους και τις μειονότητες, να σχεδιάσει νέους τρόπους φροντίδας για όσους μένουν στο περιθώριο.
Τέλος, ο εισηγητής του ΟΗΕ καταλήγει ότι πρέπει να αντιταχθούμε σε αυτούς που θέλουν «οι φτωχοί να μην αξίζουν τον κόπο». Η έκθεσή του, το πιθανότερο να προκαλέσει δυσαρέσκεια στους ακροατές.