Οι διαχρονικές σχέσεις Ελλάδας και Ισπανίας μπορούν να χαρακτηριστούν ως εξαιρετικές. Ίσως και να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπήρξαν ποτέ αποικία μας και δεν υπήρξαμε ποτέ αποικία τους.
Αυτή η ωραία σχέση όμως δοκιμάζεται πλέον έντονα, εξαιτίας του Ισπανού Πρέσβη στην Αθήνα, ο οποίος με θράσος που δεν ταιριάζει σε διπλωμάτη, επιχείρησε χοντροκομμένη παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας, στις έννομη Συνταγματική τάξη, και στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της χώρας μας.
Ο κ. Ενρίκε Βιγκέρα, ξεπερνώντας κατά πολύ τα διπλωματικά όρια, αλλά και τους κανόνες που επιβάλλεται να διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα σε Ευρωπαίους εταίρους, σε συνέντευξή του σε ελληνική εφημερίδα, «εγκαλεί» την ελληνική κυβέρνηση για τη στάση της απέναντι στο ζήτημα του Δημοψηφίσματος στην Καταλονία, ενώ φτάνει στο σημείο -μάλλον εκλαμβάνοντας τον εαυτό του ως άλλον τοποτηρητή της εποχής του Φράνκο σε κάποια ισπανική αποικία- να προσβάλλει τη Συνταγματική τάξη της χώρας μας.
Μέσα στη θολούρα, στην αγωνία και στον εκνευρισμό του ο κ. Βιγκέρα προσπάθησε να δημιουργήσει και την εντύπωση ότι δήθεν ο Έλληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρέφεται κατά της ελληνικής κυβέρνησης.
Μεγάλο φάουλ από τον κ. Βιγκέρα όλο αυτό το σόου και ανάρμοστο.
Ο κ. Βιγκέρα, πάντως, αποδεικνύεται απολύτως άσχετος, αφού δείχνει ότι να μην είναι γνώστης ούτε καν των δηλώσεων του ίδιου του κυβερνητικού εκπροσώπου, κ. Δημήτρη Τζανακόπουλου, για το «καταλονικό».
Να σημειωθεί ότι η τοποθέτηση του τελευταίου εκινείτο ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος με τις θέσεις που εξέφρασε σειρά ηγετών κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περί της ανάγκης να διατηρηθεί η ενότητα και η εδαφική ακεραιότητα της Ισπανίας.
Πλην, όμως, σχεδόν άπαντες κατήγγειλαν την αστυνομική βία την ημέρα του Δημοψηφίσματος στην Καταλονία.
Αυτά, όμως, δεν τα άκουσε –ή παριστάνει ότι δεν τα ξέρει- ο κ. Βιγκέρα, ο οποίος, επιλέγοντας τον ολισθηρό κατήφορο, δεν δίστασε να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, φτάνοντας στο σημείο να επιχειρεί να στρέψει τον Πρόεδρο της ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, κατά της ελληνικής κυβέρνησης.
Κι’ όλα αυτά, με το δήθεν επιχείρημα ότι το μέγαρο Μαξίμου δεν τοποθετήθηκε επί του «καταλονικού». Κι’ ας είχε κάνει σχετική δήλωση ο κ. Τζανακόπουλος.
Ο κατήφορος του κ. Βιγκέρα, ωστόσο, δεν σταματάει εδώ.
Αποπειράθηκε να παρέμβει και στην εσωτερική πολιτική έννομη τάξη της χώρας μας.
Πώς αλλιώς, εξάλλου, να χαρακτηριστούν οι ύμνοι του για «τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας προς την Ισπανία», και την αποστροφή του προς την εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση;
Άραγε, διεκδικεί ρόλο εκπροσώπου Τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα;
Διότι, ο μόνος που –επίσης- κατήγγειλε την κυβέρνηση για το «καταλονικό», ακριβώς στο ίδιο μήκος κύματος με το Ισπανό πρέσβη, ήταν η ΝΔ.
Ούτε συνεννοημένοι να ήταν. Εκτός κι’ αν ο ίδιος έχει πάρει «γραμμή» από την ΝΔ.
Όπως και να’ χει, πάντως, ανεξαρτήτως εάν ο επικεφαλής της ισπανικής κυβέρνησης είναι συγγενής πολιτικά με τη ΝΔ, ο κ. πρέσβης θα πρέπει να γνωρίζει ότι στην Ελλάδα εκπροσωπεί τη χώρα του και το κράτος του, και όχι το κόμμα του πρωθυπουργού του.
Κόκκινη κάρτα
Επιπλέον, θα πρέπει να ξέρει ότι οι διπλωματικοί κανόνες που οφείλει να τηρεί, απαιτούν απόλυτο σεβασμό στην Συνταγματική, έννομη και πολιτική τάξη της χώρας όπου φιλοξενείται.
Και αυτός κατέβαλε «φιλότιμες προσπάθειες» για να τους καταπατήσει κατάφωρα.
Τι θα έλεγε ο ίδιος, άραγε, εάν ο Έλληνας Πρέσβης στη Μαδρίτη, με συνεντεύξεις του επιχειρούσε να καλλιεργήσει την εικόνα ότι ο Βασιλιάς είναι εναντίον του πρωθυπουργού της Ισπανίας, ή εμφανιζόταν να στηρίζει ανοικτά τους Podemos, την αξιωματική αντιπολίτευση δηλαδή, στο τάδε ή στο δείνα κρίσιμο εσωτερικό ή εξωτερικό πολιτικό ζήτημα της Ισπανίας;
Μάλλον, η Μαδρίτη θα φρόντιζε να τον απελάσει. Η παρέμβαση του κ. Βιγκέρα παραπέμπει σε νοοτροπίες άλλων εποχών στην Ισπανία, που έχουν γραφτεί στις μελανές σελίδες της ιστορίας της.
Ιδού, όμως, ποια ήταν η δήλωση του κ. Τζανακόπουλου, στις 4 Οκτωβρίου 2017, όταν, κατά τη διάρκεια της τακτικής ενημέρωσης, ρωτήθηκε «τι σκέφτεται η κυβέρνηση σχετικά με την επικείμενη ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Καταλονίας, όπως την προανήγγειλε ο Πρόεδρος της καταλανικής κυβέρνησης». Ο ίδιος απάντησε τα εξής:
«Τα γεγονότα στην Καταλονία, τα βλέπουμε από τη σκοπιά μιας χώρας κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βρίσκεται σε μία εξαιρετικά ευαίσθητη περιοχή και παίρνει εξαιρετικά σοβαρά τα ζητήματα που αφορούν την εθνική κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα, αλλά και την αρχή της μη αλλαγής των συνόρων.
»Σε κάθε περίπτωση, βεβαίως, οι εικόνες που είδαμε (σ.σ. τα αιματηρά επεισόδια, εξαιτίας της αστυνομικής επέμβασης στο Δημοψήφισμα) είναι εξαιρετικά θλιβερές και θα μπορούσε κανείς να πει, οτι ενισχύουν αποσχιστικά αλλά και εθνικιστικά κινήματα, θέτοντας σε διακινδύνευση την ίδια την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
»Αυτό, το οποίο μπορεί να συμβάλει στον κατευνασμό της κρίσης, είναι ο δημοκρατικός διάλογος και αυτή είναι η σταθερή αρχή της ελληνικής κυβέρνησης».
Τι πιο καθαρό, κ. πρέσβη; Βασικός γνώμονας της ελληνικής πολιτικής είναι η «εθνική κυριαρχία, η εδαφική ακεραιότητα και η αρχή της μη αλλαγής συνόρων».
Τόσο απλά. Εξάλλου, η Ελλάδα, ευρισκόμενη στην πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων, γνωρίζει καλύτερα από πολλούς Ευρωπαίους εταίρους της αυτά τα θέματα, αφού έχει ζήσει από κοντά, τη δεκαετία του 1990, τη διάλυση ολόκληρων γειτονικών χωρών της, και βλέπει ακόμα τους εθνικιστικούς αλυτρωτισμούς γύρω της να μην έχουν κοπάσει.
«Διπλωματία» της ΝΔ
Για να μην μας κατηγορήσει, όμως, ο κ.πρέσβης ότι μεροληπτούμε σε βάρος του, να παραθέσουμε και τη δική του δήλωση, όπου φαίνεται πεντακάθαρα ότι έχει απόλυτη άγνοια σχετικά με τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης.
Κάτι, βέβαια, που δεν τον τιμά, αφού βασική υποχρέωση κάθε διπλωμάτη είναι τουλάχιστον να παρακολουθεί τον καθημερινό Τύπο της χώρας, όπου εργάζεται. Ο κ.Βιγκέρα δήλωσε, λοιπόν:
«Εγώ έλαβα άμεσες εκδηλώσεις στήριξης και συμπαράστασης από τη Νέα Δημοκρατία. Μίλησα προσωπικά με τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος μου εξέφρασε απερίφραστα τη στήριξη και τη μέγιστη κατανόηση της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με την ενότητα της Ισπανίας.
»Επίσης άκουσα ξεκάθαρες δηλώσεις από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Για μένα αυτή είναι μια ξεκάθαρη στάση.
»Προφανώς απουσίαζαν δηλώσεις γι’ αυτό το θέμα από την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να δει κάποιος ποια είναι η πραγματικότητα.
»Πάντως, μέχρι σήμερα αυτή ήταν η στάση της ελληνικής κυβέρνησης.
»Ωστόσο, άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στήριξαν πολύ θερμά την εδαφική ακεραιότητα της Ισπανίας και τη στάση της κυβέρνησής μας».
Βέβαια, ο Ισπανός πρέσβης μιλώντας για την υπερβολική άσκηση αστυνομικής βίας την ημέρα διεξαγωγής του Δημοψηφίσματος στην Καταλονία, παραδέχεται ότι «δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς τη χρήση βίας που ασκήθηκε μετά από δικαστική εντολή για να εμποδιστεί η διεξαγωγή ενός παράνομου δημοψηφίσματος».
Ωστόσο, προσπαθεί να την υποβαθμίσει, ρίχνοντας την ευθύνη στα «κακά» Μέσα Ενημέρωσης.
«Υπήρξε μεγάλη υπερβολή από πολλά ΜΜΕ», είπε, ξεχνώντας πάντως ότι πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως εξάλλου και ο Έλληνας κυβερνητικός εκπρόσωπος, αν και τάχθηκαν υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της Ισπανίας, κατήγγειλαν δριμύτατα την αστυνομική βία και καταστολή.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Είναι δραματικά επικίνδυνο φάουλ, κανονική «κόκκινη κάρτα» για έναν διπλωμάτη μάλιστα, να προσπαθεί ο κ. Βιγκέρα να φέρει σε αντιπαράθεση την –δήθεν- ανυπαρξία τοποθέτησης της ελληνικής κυβέρνησης με την θέση του ανώτατου Πολιτειακού παράγοντα της χώρας.
Όπως και να’ χει, επειδή στις Δημοκρατίες, την άποψη του Προέδρου της Δημοκρατίας τη σέβονται τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και τα πολιτικά κόμματα, αφού αυτός έχει επιλεγεί δημοκρατικά να είναι ο πρώτος πολίτης της χώρας, να θυμίσουμε ότι ο κ.Π.Παυλόπουλος, στις 4 – 10 – 2017, αναφερόμενος στο θέμα «του παράνομου και ουσιαστικώς ανυπόστατου», όπως το χαρακτήρισε, Δημοψηφίσματος στην Καταλονία, υπογράμμισε ότι «η Βαρκελώνη, ως πόλη, μπορεί να εκφράσει απείρως καλύτερα την κάθε είδους ιδιαιτερότητα της Καταλονίας, ακυρώνοντας έτσι τις ακραίες βλέψεις αυτονομιστών, που κατ’ αποτέλεσμα πλήττουν την ίδια την Καταλονία και την προοπτική της».
Τόνισε, επίσης, ότι η πόλη, ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας μεταξύ επιμέρους κοινωνικών συνόλων, μπορεί, ιδίως σήμερα, να απορροφήσει τους κραδασμούς, τους οποίους παράγουν σύγχρονα αυτονομιστικά φαινόμενα -με στοιχεία επικίνδυνου εθνικισμού- τα οποία πλήττουν τη συνοχή του κράτους – έθνους αλλά και, για να έρθουμε στην ευρωπαϊκή μας πραγματικότητα, τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την όλη πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση.