Τα ηγεμονικά σχέδια της πρωσικής κυβέρνησης καλύπτονται πίσω από το ιδεολογικό πέπλο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έτσι ώστε να μην ενοχλούν – οπότε ο ευρωπαϊσμός της Γερμανίας είναι ουσιαστικά γερμανικός εθνικισμός, ενώ η πολιτική λιτότητας αποτελεί το όπλο για την οικονομική κατοχή των εταίρων της.
«Στην πραγματικότητα οι ναζί και οι σύμμαχοι τους αφιέρωσαν πάρα πολλά χρόνια στην αναζήτηση έξυπνων προγραμμάτων που θα προωθούσαν την οικονομική και πολιτική ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών κρατών – προγράμματα που έχουν μία εντυπωσιακή ομοιότητα με το σημερινό σχεδιασμό της Ευρωζώνης» (πηγή).
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, η Γερμανία είναι σήμερα η ισχυρότερη οικονομική και πολιτική δύναμη της Ευρώπης – ενώ δεν μπορεί να δρομολογηθεί τίποτα στην ήπειρο μας, χωρίς να το εγκρίνει προηγουμένως η καγκελαρία. Πριν από μερικά χρόνια άλλωστε το ίδιο το Spiegel είχε αναφερθεί στο θέμα, χρησιμοποιώντας τον τίτλο «Το 4ο Ράιχ» στο διαδίκτυο (πηγή), όπου έγραψε τα εξής:
«Ακούγεται παράλογο, επειδή η Ομοσπονδιακή Γερμανία είναι μία επιτυχημένη Δημοκρατία, χωρίς ίχνος εθνικοσοσιαλισμού, ενώ η Merkel είναι ούτως ή άλλως πέρα από κάθε αμφιβολία. Όμως, σχετικά με τη λέξη «Ράιχ» (αυτοκρατορία), θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί. Σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα εθνικό κράτος, σημαίνει μία περιοχή κυριαρχίας, μία επικράτεια με ένα κέντρο, το οποίο επιβάλλει κανόνες σε περισσότερες χώρες. Με βάση αυτόν τον ορισμό λοιπόν, θα ήταν λανθασμένο να αναφερόμαστε σε ένα γερμανικό Ράιχ στον τομέα της οικονομίας;«
Πρόσφατα τώρα το περιοδικό «Politico Europe», συνιδιοκτήτης του οποίου είναι η γερμανική εκδοτική εταιρεία «Axel Springer ΑΕ» (Bild, Welt κλπ.), περιέγραψε με κυνισμό γιατί η Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων αποικία της Γερμανίας (πηγή). Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι, παρά τις προσπάθειες του πρωθυπουργού να επιτύχει τη διαγραφή χρεών της Ελλάδας, δεν είχε απολύτως καμία δυνατότητα να αντισταθεί στις επιθυμίες του Γερμανού «κυρίου» της αποικίας του – επειδή στην Ευρωζώνη τα δημόσια χρέη χρησιμοποιούνται σαν πολιτικό εργαλείο.
Δηλαδή, ως ένα μέσον επιβολής οικονομικής πειθαρχίας, με στόχο τον καταναγκασμό των κυβερνήσεων να ψηφίσουν και να εφαρμόσουν μέτρα λιτότητας, τα οποία ζημιώνουν το κοινωνικό κράτος – ενώ μειώνουν το ΑΕΠ αυξάνοντας τη σχέση Χρέος/ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να υποδουλώνουν τη χώρα τους, καθιστώντας την απόλυτα εξαρτημένη από τη Γερμανία. Παράλληλα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις υποχρεώνονται από τον «γερμανό κύριο» τους να «πουλούν» αυτά τα μέτρα στους Πολίτες των χωρών τους, ως απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις – χωρίς να γίνεται φανερό ότι, ο πραγματικός στόχος είναι η οικονομική κατοχή τους.
Αργά ή γρήγορα άλλωστε οι Πολίτες κουράζονται, συνθηκολογούν και πείθονται πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος – όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα όπου το ποσοστό των κομμάτων, καθώς επίσης των ψηφοφόρων που τάσσονται υπέρ των μνημονίων, αυξάνεται συνεχώς. Κάποια στιγμή δε αυτοί που θα επιμένουν να αρνούνται να τα αποδεχθούν θα χαρακτηρισθούν γραφικοί, αφελείς, ταραξίες, δογματικά αντιδραστικοί ή/και άσχετοι – οπότε θα απομονωθούν εντελώς από την κοινωνία που θα σκύβει υπερήφανα το κεφάλι, θεωρώντας ως προνόμιο το να αποτελεί επαρχία της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους», αρκεί να επιβιώνει.
Όλα αυτά επεξηγούν εύκολα γιατί η Γερμανία αποφεύγει τις σοβαρές συζητήσεις περί μίας διαγραφής του ελληνικού χρέους – αδιαφορώντας για τις προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων, καθώς επίσης για τις υποσχέσεις που τους έχει δώσει στο παρελθόν. Με απλά λόγια, τα δημόσια χρέη αποτελούν στην ουσία τα δεσμά, με τα οποία τόσο η Ελλάδα, όσο και τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης εμποδίζονται από το να αλλάξουν πορεία – κάτι που γνωρίζουν οι κυβερνήσεις, αλλά μάλλον δεν θέλουν να το πιστέψουν/αποκαλύψουν, ντρεπόμενες για το ρόλο τους ως έπαρχου του 4ου Ράιχ.
Άλλωστε, προφανώς η γερμανική κυβέρνηση δεν ανησυχεί μήπως χάσει ένα μέρος των 200 περίπου δις € που έχει δανειστεί η Ελλάδα από την Τρόικα – έναντι θηριωδών εγγυήσεων, όπως είναι η δημόσια περιουσία της (Υπερταμείο).
Πόσο μάλλον όταν μόλις το 28% του ποσού αυτού προέρχεται από εγγυήσεις που έχει δώσει η ίδια, χωρίς καν να διαθέσει πραγματικά χρήματα – όταν την ίδια στιγμή κερδίζει με τη βοήθεια της Ελλάδας τεράστια ποσά από τους τόκους δανεισμού της, από την υποτίμηση του ευρώ και από τα μυθικά πλεονάσματα του ισοζυγίου της, τα οποία πλησιάζουν τα 300 δις € ετησίως (όσο περίπου το δημόσιο χρέος μας). Ειδικά όταν ταυτόχρονα εμποδίζει τη χώρα μας να απαιτήσει τις πολεμικές επανορθώσεις – όπου, σύμφωνα με Γερμανούς ιστορικούς, οφείλει πράγματι στην Ελλάδα ποσά που υπερβαίνουν τα 300 δις €.
Η δημιουργία του 4ου Ράιχ
Συνεχίζοντας, παρά το ότι τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ παραδέχονται δημόσια ότι, ο αποικιοκράτης της ηπείρου μας διαθέτει μία τόσο μεγάλη πολιτική ισχύ, θεωρούν πως ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας προέκυψε χωρίς να επιδιωχθεί, από μία σύμπτωση – οπότε πρόκειται για ένα τυχαίο Ράιχ, για μία αυτοκρατορία που δεν σχεδιάσθηκε ποτέ.
Ότι δημιουργήθηκε λοιπόν ενάντια στις επιθυμίες της Γερμανίας, παραδόξως λόγω ενός εσφαλμένου σχεδιασμού της Ευρωζώνης – ο οποίος (σχεδιασμός) επέτρεψε τυχαία στη χώρα, καθώς επίσης στους στενούς συμμάχους της (πρώην περιοχή του μάρκου), να ακολουθήσουν ακούσια μία νέα πολιτική μερκαντιλισμού, συσσωρεύοντας τεράστια πλεονάσματα εις βάρος όλων των εταίρων τους! Μεταξύ άλλων εκείνων των κρατών που υπερχρεώθηκαν, λόγω των δικών τους λαθών και της αλόγιστης σπατάλης των Πολιτών τους – παρά το ότι η πολιτική της ΕΚΤ που εδρεύει στη Φρανκφούρτη οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα (ανάλυση).
Εν τούτοις δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η «κατασκευή» του ευρώ, κυρίως με τη συμβολή της Γερμανίας, ωφελεί αναπόφευκτα περισσότερο τα ισχυρά εξαγωγικά κράτη, σε σχέση με εκείνα που προσανατολίζονται στην εσωτερική τους ζήτηση και αγορά – όπως, για παράδειγμα, οι Η.Π.Α. Επομένως δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε εσφαλμένη – αλλά προσχεδιασμένη και απόλυτα σωστή. Υπάρχουν δε πολλές αποδείξεις σχετικά με το ότι, ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας δεν προέκυψε από το πουθενά, αλλά πως ήταν το αποτέλεσμα ενός πολύ προσεκτικού σχεδιασμού που ακολούθησε η χώρα, ενεργητικά και συνειδητά, για πολλές δεκαετίες – εφαρμόζοντας μία επεκτατική στρατηγική μέσα και μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο σχεδιασμός αυτός φαίνεται πολύ καθαρά από το άνοιγμα της Γερμανίας προς τη Ρωσία πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ιδίως όμως από την πολιτική της επανένωσης της – όπου μεταφέρθηκε ένα μέρος του παραγωγικού της μηχανισμού στις χώρες φθηνού εργατικού κόστους της ανατολικής Ευρώπης, αυξάνοντας τόσο την πολιτική της επιρροή, όσο και τα κέρδη της βιομηχανίας της. Ο ρόλος της δε στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι αναμφισβήτητος – αν και χρησιμοποίησε ξανά τις Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως συνήθως από το παρασκήνιο.
Ακόμη όμως και να δεχθούμε πως δεν ήταν έτσι ή να μη συνδέσουμε τη μεταπολεμική περίοδο με αυτή των ναζί που επιθυμούσαν την κατοχή της Ευρώπης (ζωτικός χώρος), ενώ είχαν λάβει τα μέτρα τους όταν διαπίστωσαν πως ηττήθηκαν (ανάλυση), θα ήταν ανόητο να πιστέψουμε πως η ασυμβίβαστη στάση της Γερμανίας, για παράδειγμα στο θέμα της πολιτικής λιτότητας, βασίζεται στην ιδεολογική της εμμονή και ισχυρογνωμοσύνη – μεταξύ άλλων αναρωτώμενοι ποιόν ωφελεί, όπου αναμφίβολα θα συμπεραίναμε ότι, πρώτα η Γερμανία και δευτερευόντως η Γαλλία ωφελούνται τα μέγιστα.
Ειδικότερα, τα «μέτρα διάσωσης» που επιβλήθηκαν στις χώρες της κρίσης, ωφέλησαν κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία – αφού επρόκειτο ουσιαστικά για μία καλυμμένη διάσωση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών οι οποίες, έχοντας κερδίσει τεράστια ποσά από το δανεισμό αδύναμων κρατών και ιδιωτών την προηγούμενη περίοδο, δεν ήθελαν να υποστούν τις συνέπειες της μη συνετής πολιτικής τους. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από πάρα πολλές διεθνείς αναλύσεις, οπότε δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε παραπάνω.
Η Γερμανία και πάντοτε δευτερευόντως η Γαλλία, είναι επίσης οι χώρες που κερδίζουν από την υφαρπαγή των περιουσιακών στοιχείων των χρεοκοπημένων κρατών μέσω των καταναγκαστικών εθνικοποιήσεων, της εξαγοράς των τραπεζών κοκ. – με μεγαλύτερο παράδειγμα εκτός της Ελλάδας και της Πορτογαλίας την «επίθεση» των γαλλικών επιχειρήσεων στην Ιταλία, όπου τα τελευταία πέντε χρόνια εξαγόρασαν 177 ιταλικές εταιρείες για συνολικά 41,8 δις $ (πηγή: Bloomberg).
Δεν πρέπει δε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, η Γερμανία επιτρέπει στη Γαλλία να συμμετέχει στο «φαγοπότι», προστατεύοντας επίσης τις τράπεζες της – αφού γνωρίζει πολύ καλά πως έχει απόλυτη ανάγκη το γαλλογερμανικό άξονα, όπως κάποτε τον αντίστοιχο με την Ιταλία του Μουσολίνι, τουλάχιστον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Άλλωστε αυτός ήταν ο λόγος που υποστήριξε και χρηματοδότησε την εκλογή του προέδρου Macron – ο οποίος εξέπληξε πρόσφατα τους πάντες κρατικοποιώντας το μεγαλύτερο ναυπηγείο της χώρας παρά τις νεοφιλελεύθερες απόψεις του, εξαπατώντας την Ιταλία (πηγή: Handelsblatt).
Σε κάθε περίπτωση φαίνεται εδώ καθαρά πως η χρεοκοπημένη Ιταλία έχει προσφερθεί από τη Γερμανία στη Γαλλία – αφενός μεν για να ενισχυθεί ο γαλλογερμανικός άξονας, αφετέρου επειδή οι γαλλικές τράπεζες αποτελούν τους κυριότερους χρηματοδότες της Ιταλίας, με ένα ποσόν που υπερβαίνει συνολικά τα 400 δις €.
Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια της γερμανικής Ευρώπης, το οποίο διαπιστώνεται ακόμη και εντός της Γερμανίας, είναι το τραπεζικό σύστημα – όπου όμως θεωρούμε ότι, η χώρα δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τις καταθέσεις των Πολιτών για την επίλυση του, κρίνοντας από τους νόμους που προγραμματίζει για τις τραπεζικές αναλήψεις (πάγωμα ή/και περιορισμός αναλήψεων πανευρωπαϊκά, δήθεν για να αποφευχθεί ο κίνδυνος Bank runs – πηγή).
Ο γερμανικός εθνικισμός ως ευρωπαϊσμός
Συνεχίζοντας, μέχρι στιγμής διαπιστώνεται μία σταδιακή, μεθοδική συγκέντρωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της παραγωγής στη Γερμανία, καθώς επίσης σε ορισμένα άλλα κράτη του πυρήνα της Ευρωζώνης – με αποτέλεσμα να αυξάνουν ακόμη περισσότερο οι ανισορροπίες μεταξύ των ισχυρών και αδύναμων χωρών της ηπείρου μας, οι οποίες αποβιομηχανοποιούνται εντελώς. Γνωρίζουμε βέβαια πως όλα αυτά, όπως τα περί 4ου Ράιχ, θα αντικρούονται με την επίκληση των θεωριών συνομωσίας – κάτι που υπόκειται στην κρίση των Πολιτών, οι οποίοι είναι αυτοί που τελικά αποφασίζουν τι είναι συνομωσία και τι όχι.
Στις διαδικασίες πάντως του «μετασχηματισμού» που συντελείται, ο οποίος δεν είναι ασφαλώς συνομωσιολογικός, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τα δομικά προβλήματα ορισμένων κρατών – χωρίς όμως να δίνεται η απαιτούμενη σημασία στο ότι, οι χώρες με τους περισσότερο εξελιγμένους μηχανισμούς, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ασφαλώς ωφελήθηκαν περισσότερο από την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος. Επίσης από την κατάργηση των δασμών, οπότε είναι λογικό να έχουν αντιμετωπίσει καλύτερα και γρηγορότερα τα δομικά τους ελλείμματα, από ότι οι υπόλοιπες – επομένως να ευρίσκονται σε πλεονεκτική θέση.
Εν τούτοις, υπάρχουν δυνάμεις με οικονομική και πολιτική ισχύ, οι οποίες επιταχύνουν ενεργητικά αυτές τις διαδικασίες, προσαρμόζοντας τες στις δικές τους επιδιώξεις – διαδικασίες που περιγράφονται ως φυσιολογικός ενδοκαπιταλιστικός πόλεμος μεταξύ του κεφαλαίου στις χώρες του πυρήνα, καθώς επίσης του κεφαλαίου στην περιφέρεια, όπου φυσικά η έκβαση είναι προβλεπόμενη, νομοτελειακή (=τό δίκαιο του ισχυροτέρου).
Από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία πάντως, η αντιπαράθεση μεταξύ του εθνικισμού και του ευρωπαϊσμού στις δημόσιες συζητήσεις είναι εντελώς εσφαλμένη – αφού στην πραγματικότητα η μία λέξη συμπληρώνει την άλλη, με την έννοια πως ο ευρωπαϊσμός είναι το τέλειο άλλοθι για τη Γερμανία. Η αιτία είναι το ότι, τα ηγεμονικά σχέδια της πρωσικής κυβέρνησης καλύπτονται πίσω από το ιδεολογικό πέπλο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έτσι ώστε να μην ενοχλούν – οπότε ο ευρωπαϊσμός της Γερμανίας, σε πλήρη αντίθεση με το δικό μας, είναι ουσιαστικά γερμανικός εθνικισμός στη χειρότερη του μορφή.
Με απλά λόγια η ΕΕ, η οποία δημιουργήθηκε για να καταπολεμηθεί ο εθνικισμός του περασμένου αιώνα που οδήγησε σε αιματηρούς πολέμους, αποτελεί το εργαλείο – μέσω του οποίου η Γερμανία κατάφερε να επιβάλλει τη νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων που είχε επινοηθεί, καθώς επίσης σχεδιαστεί από τις εθνικοσοσιαλιστικές ιδεολογίες των δεκαετιών του 1920 και 1930 (όπως έχουμε αναφέρει στην εισαγωγή του κειμένου).
Η ομοιότητα δε της οικονομικής πολιτικής που έχει υιοθετήσει η Γερμανία, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες, με αυτήν του ναζιστικού καθεστώτος (ορθολογικός φιλελευθερισμός), είναι εξαιρετικά μεγάλη – βασιζόμενη στους οικονομολόγους εκείνης της εποχής που κατάφεραν να την καταστήσουν μία ισχυρή δύναμη. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ όφειλε να εξελιχθεί σε ένα υπερεθνικό καπιταλιστικό σχήμα (project), το οποίο θα ήταν κατασκευασμένο έτσι ώστε να διοικείται από μία κεντρική εξουσία με ιεραρχική δομή – με τη Γερμανία στην κορυφή της.
Στα πλαίσια αυτά μπορεί κανείς να παρομοιάσει τις πολιτικές (και οικονομικές) ελίτ των υπερχρεωμένων χωρών της περιφέρειας, οι οποίες στηρίζουν το ηγεμονικό σχέδιο της Γερμανίας ή/και συνεχίζουν να αποδέχονται την περαιτέρω ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, με την εγχώρια αστική τάξη της εποχής της αποικιοκρατίας – με το τμήμα αυτό της κοινωνίας στις αποικίες (εθνική μπουρζουαζία), το οποίο συμμαχούσε με τους αλλοδαπούς επενδυτές, με τις πολυεθνικές εταιρείες, με τους τραπεζίτες και με τα ξένα στρατιωτικά συμφέροντα, διαφοροποιούμενο από όλους τους άλλους Πολίτες, για να αποκομίζει προσωπικά οφέλη.
Αυτό σημαίνει πως ένα μέρος των ελίτ και της μεσαίας τάξης μίας σύγχρονης αποικίας, όπως η Ελλάδα, υπηρετεί τα ξένα συμφέροντα με αντάλλαγμα έναν υποδεέστερο ρόλο εντός ενός κυρίαρχου ιεραρχικού συστήματος – το οποίο εξουσιάζεται από τη Γερμανία. Πολύ συχνά χωρίς να γίνεται αντιληπτό από το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ομάδας που υπηρετεί τη Γερμανία, αφού πιστεύει ότι η ΕΕ, καθώς επίσης η Ευρωζώνη, αποτελούν μονόδρομο – με την έννοια της πλέον ορθολογικής επιλογής για τη χώρα της.
Ο γαλλογερμανικός άξονας
Περαιτέρω, από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία η αναβίωση του γαλλογερμανικού μπλοκ αποτελεί μία ανησυχητική εξέλιξη – αφού σταθεροποιεί, εδραιώνει καλύτερα την εξουσιαζόμενη από τη Γερμανία Ευρώπη, ενώ «εκγερμανίζει» ακόμη περισσότερο την ήπειρο μας. Στο θέμα αυτό η ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στον νέο πρόεδρο της Γαλλίας, κάνει μεγάλο λάθος – ερμηνεύοντας εσφαλμένα τις πραγματικές προθέσεις του.
Η εξέλιξη αυτή πάντως δεν διαχωρίζεται από τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομική πολιτική – επειδή, μέσω της κρίσης, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε αυξημένες εντάσεις μεταξύ των διαφόρων υποομάδων του διεθνούς κεφαλαίου. Ακόμη περισσότερο, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και των Η.Π.Α. – το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος των οποίων έχει φτάσει στο αστρονομικό ύψος των 41 τρις $ ή στα 330.000 $ ανά νοικοκυριό (πηγή), οπότε ευρίσκονται σε πορεία παρακμής.
Για παράδειγμα, είναι γνωστή η κριτική που άσκησε ο πρόεδρος Trump στη Γερμανία, κατηγορώντας την για την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που εφαρμόζει – με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα πλεονάσματα της εις βάρος των Η.Π.Α. Το ίδιο ισχύει και από την πλευρά της καγκελαρίου η οποία, με πρόσχημα ορισμένες τοποθετήσεις του αμερικανού προέδρου, ζήτησε τη δημιουργία μίας ισχυρότερης Ευρώπης – κάτι που έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό από τα γερμανικά κυρίως ΜΜΕ.
Βέβαια, ο σκοπός της κυρίας Merkel δεν είναι μία ισχυρότερη Ευρώπη, αλλά μία πιο δυνατή ηγεμονική Γερμανία, η οποία να μπορεί να ανταγωνίζεται τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις, έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί από τις Η.Π.Α. – ενώ όλοι γνωρίζουμε πως για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο να υπάρξει ένας κοινός εχθρός.
Πριν την εκλογή του προέδρου Trump ο κοινός αυτός εχθρός ήταν η Ρωσία του κ. Putin, όπου τότε όλα τα γερμανικά ΜΜΕ τον είχαν τοποθετήσει στο στόχαστρο, επικαλούμενα τα προβλήματα της Ουκρανίας και την προσάρτηση της Κριμαίας – παρά το ότι η Γερμανία ήταν αυτή που πυροδότησε το πραξικόπημα του Κιέβου (άρθρο), στο οποίο συμμετείχαν φυσικά και οι Η.Π.Α.
Μετά την εκλογή όμως του προέδρου Trump, η καγκελάριος θεώρησε πιο αποτελεσματική την τοποθέτηση των Η.Π.Α. στη θέση του εχθρού της ΕΕ – αφού είχε προηγουμένως απομονωθεί η Ρωσία από την Ευρώπη, ενώ γνωρίζει τον κίνδυνο τυχόν συνεργασίας της υπερδύναμης με την αυτοκρατορία του Βορά. Με δεδομένη πάντως την κλιμάκωση του παγκοσμίου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, η εδραίωση της γερμανικής κυριαρχίας στην οικονομία της Ευρώπης είναι απαραίτητη – κάτι που προϋποθέτει σήμερα την οικονομική σύγκρουση της μέσω της ΕΕ με τις Η.Π.Α.
Εν προκειμένω δεν είναι σωστό να υποτιμάει κανείς τη Γερμανία, γνωρίζοντας πως ηγείται μίας Ευρωζώνης των 338 εκ. ανθρώπων με ένα ΑΕΠ 9,5 τρις € (πηγή) και μίας ΕΕ των 508 εκ. με ΑΕΠ 16 τρις € ή 18 τρις $ (πηγή) – καθώς επίσης πως η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα στις Η.Π.Α. είναι οι Γερμανοί, με περίπου 40 εκ. άτομα. Εκτός αυτού ότι, η κλιμακούμενη σύγκρουση της με την υπερδύναμη είναι σημαντική για την ίδια, αφού ενισχύει τον ηγετικό ρόλο της στην Ευρώπη.
Τέλος πως ο γερμανικός μερκαντιλισμός αποτελεί μία ειδική μορφή του οικονομικού εθνικισμού, η οποία περιγράφεται ως εξαγωγικός εθνικισμός ή οικονομικός ιμπεριαλισμός – στηριζόμενος στην (εσφαλμένη) πεποίθηση πως τα πλεονάσματα της Γερμανίας δεν οφείλονται στο μισθολογικό της dumping, αλλά στην ποιότητα των προϊόντων της, οπότε δεν πρόκειται για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει).
Συνεχίζοντας, για να μπορέσει η Γερμανία να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ηγεμονία της στην Ευρώπη, θα πρέπει να έχει υπό τον απόλυτο έλεγχο της τον τελευταίο θεσμό που δεν διοικείται άμεσα από Γερμανούς, αν και επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική της τράπεζα: την ΕΚΤ. Έχει βέβαια προηγηθεί η ίδρυση του ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου (ESM), του οποίου ηγείται ως συνήθως ένας Γερμανός – ενώ φαίνεται πως το πρώτο πειραματόζωο του θα είναι η Ελλάδα, αφού εκδιωχθεί το ΔΝΤ και ολοκληρωθεί η τρίτη δανειακή σύμβαση (Αύγουστος του 2018).
Δυστυχώς εδώ η ελληνική κυβέρνηση, ερχόμενη σε μετωπική σύγκρουση με το ΔΝΤ που χρησιμοποίησε/εκμεταλλεύθηκε πονηρά η Γερμανία το 2010 για να αφομοιώσει και να υιοθετήσει τις μεθόδους του, χωρίς να προκαλέσει την οργή των εταίρων της, παίζει ξεκάθαρα το δόλιο παιχνίδι της καγκελαρίου – ελπίζοντας πως δεν το κάνει συνειδητά, αφού διαφορετικά θα επρόκειτο για εθνική προδοσία εκ μέρους της. Ας μην ξεχνάμε πως μόνο το ΔΝΤ σήμερα τάσσεται υπέρ της διαγραφής του δημοσίου χρέους μας, χαρακτηρίζοντας το σωστά ως εξαιρετικά μη βιώσιμο – οπότε αυτό μας εξυπηρετεί και όχι ο νούμερο ένα εχθρός της Ελλάδας, ο κ. Σόιμπλε.
Από την άλλη πλευρά βέβαια το ΔΝΤ, οι Η.Π.Α. επομένως, συμπεριφέρεται εντελώς ανόητα, έχοντας πέσει στην παγίδα της Γερμανίας που δήθεν επιμένει στην παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα, για να μη γίνουν αντιληπτές οι προθέσεις της – οι οποίες ήταν ακριβώς οι ίδιες από την αρχή (2010). Ίσως όμως να είναι το αποτέλεσμα του ότι, η επικεφαλής του Ταμείου είναι γαλλίδα – οπότε έχει εντελώς διαφορετικές σκοπιμότητες.
Για να θέσει τώρα η Γερμανία υπό τον άμεσο έλεγχο της την ΕΚΤ (πηγή), την καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης με απίστευτα μεγάλες δικαιοδοσίες και τρομακτική ισχύ, θα πρέπει να δώσει κάτι ως αντάλλαγμα στη Γαλλία – όπου, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το αντάλλαγμα αυτό θα είναι η ηγεσία του Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών που θέλει να δημιουργήσει ο πρόεδρος Macron.
Με αυτήν την κίνηση, η οποία προβλέπεται για το 2019, η Γερμανία θα βρεθεί οριστικά στην κορυφή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, με ένα πανίσχυρο εργαλείο μονοπωλιακά στα χέρια της (ΕΚΤ) – δευτερευόντως η Γαλλία, με το υπουργείο οικονομικών που θα ελέγχει τα στοιχεία/προϋπολογισμούς/στατιστικές όλων των κρατών της νομισματικής ένωσης, επιβάλλοντας τους ότι θέλει.
Η στρατιωτική πλευρά
Περαιτέρω, αρκετοί ισχυρίζονται ότι, η Γερμανία δεν αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για την Ευρώπη και τον πλανήτη, επειδή μπορεί μεν να είναι οικονομικά ισχυρή, αλλά στρατιωτικά είναι εξαιρετικά αδύναμη – ακόμη και σε σχέση με τη Γαλλία, πόσο μάλλον με τις Η.Π.Α., καθώς επίσης με τις άλλες δύο μεγάλες δυνάμεις (Ρωσία και Κίνα). Εν τούτοις δεν κατανοούν πόσο εύκολα μπορούν οι μεγάλες βιομηχανίες της να παράγουν στρατιωτικό εξοπλισμό – όπως έχει τεκμηριωθεί από την περίοδο που προηγήθηκε του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν γνωρίζουν ούτε το ότι, η Γερμανία δεν επιδιώκει μόνο τον οικονομικό έλεγχο της Ευρώπης – αφού σχεδιάζει ήδη μία ευρύτερη ευρωπαϊκή «συνεργασία» στον στρατιωτικό τομέα, φυσικά κάτω από τη δική της κυριαρχία. Αυτό τουλάχιστον συμπεραίνεται από την έρευνα του «Foreign Policy», σύμφωνα με την οποία η Γερμανία προετοιμάζει σιωπηλά έναν ευρωπαϊκό στρατό υπό την ηγεσία της (πηγή).
Ανακοίνωσε δε πως μαζί με δύο ευρωπαίους συμμάχους της, την Τσεχία και τη Ρουμανία, θα προωθήσει τη δημιουργία ενόπλων δυνάμεων υπό την ηγεσία του δικού της στρατού – ακολουθώντας τα βήματα των δύο ταξιαρχιών της Δανίας, η μία εκ των οποίων προσχώρησε ήδη σε ένα τμήμα του γερμανικού στρατού (DSK), ενώ η άλλη έχει ενσωματωθεί στην 1η θωρακισμένη μεραρχία (πηγή).
Απλούστερα, η Γερμανία ελέγχει ήδη τις ένοπλες δυνάμεις τεσσάρων κρατών ενώ, σύμφωνα με το «Foreign Policy», έχει στόχο να επεκταθεί σε ακόμη περισσότερες χώρες. Εύλογα βέβαια αφού, εάν η χώρα θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί από τις Η.Π.Α., θα πρέπει να αποκτήσει στρατιωτική ισχύ – όπου φαίνεται ότι χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την αντίθεση της με την κυβέρνηση του προέδρου Trump, παύοντας να προωθεί την ολοκλήρωση του ΝΑΤΟ με το οικονομικό σκέλος του (ανάλυση).
Παράλληλα οχυρώνεται απέναντι στη Ρωσία, την οποία θεωρεί ως το αντίπαλο δέος στην Ευρώπη – αφαιρώντας της μεθοδικά συμμάχους από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, με τη βοήθεια της οικονομικής της δύναμης. Ουσιαστικά εξαγοράζει κατά κάποιον τρόπο την εθνική τους κυριαρχία, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, προσφέροντας τους οικονομικά ανταλλάγματα (επιδοτήσεις, δάνεια κλπ.) – τα οποία δεν επιβαρύνουν μόνο την ίδια αλλά όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και της ΕΕ, εν αγνοία των Πολιτών τους.
Φυσικά η Ρωσία το γνωρίζει, ενώ προσπαθεί να το αντιμετωπίσει με τη βοήθεια του όπλου της ενέργειας που έχει στη διάθεση της – από την οποία δεν εξαρτώνται μόνο οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης αλλά, επίσης, η Γερμανία. Εν τούτοις η καγκελάριος αναζητεί εναλλακτικές δυνατότητες – εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων την ανάγκη των Η.Π.Α. να πουλήσουν υγροποιημένο φυσικό αέριο στην Ευρώπη, ενώ θεωρεί ως μία επί πλέον δυνατότητα της την εξόρυξη ενέργειας από τις αποικίες της: την Ελλάδα και την Κύπρο.
Τέλος, η Γερμανία εκμεταλλεύεται την αντίθεση των Ευρωπαίων Πολιτών με τις Η.Π.Α., καθώς επίσης την πεποίθηση τους πως η Ευρώπη πρέπει να έχει το δικό της αμυντικό μηχανισμό – ένοπλές δυνάμεις δηλαδή όπως τα άλλα κράτη, οι οποίες να μπορούν να την προστατεύουν. Στα πλαίσια αυτά το μεταναστευτικό πρόβλημα διαδραματίζει το δικό του ρόλο – διευκολύνοντας τις αποφάσεις.
Επίλογος
Η παραπάνω ανάλυση στηρίχθηκε σε ένα ξένο άρθρο, στο οποίο υπάρχουν πηγές άλλων ερευνών (T. Fazi) – καθώς επίσης σε πολλές παλαιότερες δικές μας που συμβαδίζουν με αυτές τις απόψεις, αναφερόμενες στους συνδέσμους. Εν προκειμένω φαίνεται καθαρά πως το πρόβλημα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και όχι μόνο δεν είναι το ευρώ ή η ΕΕ, αλλά η Γερμανία – ο πραγματικός εχθρός της Ευρώπης. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, μπορεί κανείς να τάσσεται υπέρ της Ευρωζώνης και της ΕΕ, όπως άλλωστε εμείς, αλλά πρέπει να συμπεριλαμβάνει πια στις σκέψεις του το γερμανικό κίνδυνο – ο οποίος θα γίνεται όλο και μεγαλύτερος.
Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι, βιώνουμε έναν ενδοευρωπαϊκό οικονομικό πόλεμο – στον οποίο ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, έχουν ήδη ηττηθεί, μετατρεπόμενες σε γερμανικές επαρχίες με κατοχικές πολιτικές ηγεσίες. Άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ευρίσκονται στα πρόθυρα – ενώ ακόμη και κάποιες που ήταν στο παρελθόν ισχυρές, όπως η Φινλανδία, δεν μπορούν πλέον να αντισταθούν.
Ο οικονομικός πόλεμος δεν είναι βέβαια μόνο ενδοευρωπαϊκός, αφού είναι ολοφάνερη η σύγκρουση της γερμανικής Ευρώπης με τις Η.Π.Α. και με τη Ρωσία – κρίνοντας από την πρόσφατη ανακοίνωση της Κομισιόν για την επιβολή μέτρων εναντίον των Η.Π.Α., καθώς επίσης από το ότι οι κυρώσεις της υπερδύναμης εις βάρος της Ρωσίας, θεωρούνται από τους Γερμανούς ως οικονομικός πόλεμος εναντίον της Ευρώπης, λόγω των οικονομικών αδυναμιών της (πηγή). Η Κίνα συμμετέχει επίσης στον πόλεμο, ενώ τόσο η Ευρώπη, όσο και οι Η.Π.Α. προσπαθούν να εμποδίσουν την επέκταση της, υιοθετώντας μέτρα προστασίας τους – χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει τις εξελίξεις.
Αυτό που πρέπει όμως να μας απασχολεί ως Έλληνες είναι η δημιουργία του 4ου Ράιχ στην Ευρώπη – καθώς επίσης ο σκοπός που εξυπηρετούν τα μνημόνια, ανεξάρτητα από το εάν η υπερχρέωση και η χρεοκοπία της πατρίδας μας οφείλεται σε δικά μας λάθη ή στην παγίδα που μας τοποθέτησε η Γερμανία. Το γεγονός βέβαια ότι είμαστε πια δεμένοι χειροπόδαρα, ενώ θα αποτελέσουμε ξανά το πειραματόζωο της Γερμανίας μετά τη λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης, για να δοκιμασθεί η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, δεν μας επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία.
Εν τούτοις, είναι προτιμότερο να βλέπουμε την αλήθεια κατάματα, όσο οδυνηρή και αν είναι, παρά να εθελοτυφλούμε – αφού μόνο τότε μπορεί να βρεθεί κάποια λύση στα προβλήματα μας, η οποία σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει. Ολοκληρώνοντας, όταν αναφερόμαστε στη Γερμανία και στα σχέδια της δεν εννοούμε ποτέ τους Πολίτες της, αλλά το βαθύ βιομηχανικό κράτος που την κυβερνάει – το οποίο άλλωστε την οδήγησε σε δύο παγκοσμίους πολέμους, από τους οποίους υπέφεραν και οι ίδιοι οι Γερμανοί.
Analyst Team
Πηγή Analyst
Σχετικά