Άρθρο Σταύρου Λυγερού: 45 χρόνια μετά, ώρα για αναθεώρηση στρατηγικής – Μία αιρετική πρόταση

Δεκατέσσερα και πλέον χρόνια μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, βρίσκεται στα σκαριά μία νέα Πενταμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό, παρότι συνεχίζεται η παράνομη γεώτρηση του “Πορθητή” και ετοιμάζεται μία δεύτερη από το “Γιαβούζ”. Υπενθυμίζουμε ότι για δεκαετίες Αθήνα και Λευκωσία αρνιόντουσαν τη σύγκληση Πενταμερούς. Ο λόγος είναι προφανής: Στην Πενταμερή υπάρχει χώρος για τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και για τις δύο κοινότητες. Δεν υπάρχει χώρος για την Κυπριακή Δημοκρατία!

Στο δε τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται ένα πλαίσιο λύσης, το οποίο –με τις όποιες διαφορές– δεν είναι τίποτα άλλο από μία παραλλαγή του σχεδίου Ανάν. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη. Το 2004 η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχασε τη χρυσή ευκαιρία να αξιοποιήσει το συντριπτικό “όχι” για να δρομολογήσει μία αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση. Αυτό σημαίνει απεγκλωβισμό από τα στερεότυπα δεκαετιών, τα οποία συντηρούν αυταπάτες. Σημαίνει ειδικά εγκατάλειψη του στερεότυπου που φέρει τον τίτλο “δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία”.

Η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία θα μπορούσε θεωρητικά να είναι λύση. Κάτω από αυτό τον τίτλο, όμως, έχει τις τελευταίες δεκαετίες συσσωρευθεί ένα διαπραγματευτικό κεκτημένο, το οποίο με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε λύση τύπου Ανάν. Αυτή η λύση στηρίζεται στον εθνικό-γεωγραφικό διαχωρισμό και προβλέπει μια ιδιότυπη και μη βιώσιμη συνομοσπονδία, διανθισμένη με ομοσπονδιακά στοιχεία, κυρίως σε πτυχές που συμφέρουν την τουρκική πλευρά.

Από μηδενική βάση

Αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση σημαίνει αναστοχασμό για το περιεχόμενο της λύσης. Προϋπόθεση για να αλλάξει το πλαίσιο αναζήτησης λύσης είναι να ανοίξει η συζήτηση προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς ταμπού και εξ υπαρχής απορριπτέες λύσεις. Προφανώς, στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, με τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει η μακρόχρονη κατοχή, με τον συσχετισμό δυνάμεων και με τη στάση που έχει υιοθετήσει η Δύση (και συνολικότερα η διεθνής κοινότητα) για το Κυπριακό, δεν είναι ρεαλιστική λύση που να ανταποκρίνεται στους εθνικούς πόθους του Ελληνισμού.

Οι πραγματικές επιλογές είναι και περιορισμένες και εθνικά επώδυνες. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται υπό τη διαρκή πίεση και απειλή των κατοχικών στρατευμάτων, αρκετά μακριά από την Ελλάδα, η οποία, για τους γνωστούς λόγους, είναι στα γόνατα. Κι αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση της τουρκικής γεώτρησης. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια γεωπολιτικά ασταθή περιοχή, όπου τα σύνορα ρευστοποιούνται και ήδη έχουν δρομολογηθεί τεκτονικές αλλαγές. Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι η πολυετής κατοχή έχει δημιουργήσει πολλαπλά τετελεσμένα στη βόρειο Κύπρο. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι η μαζική εγκατάσταση Τούρκων εποίκων και η εδραίωση τουρκοκυπριακής κρατικής δομής.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ζητούμενο πρέπει να είναι η με ορθολογικό τρόπο ανεύρεση της συγκριτικά καλύτερης δυνατής λύσης, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις πατρογονικές εστίες του. Ρεαλιστική πρόταση για λύση δεν είναι, βεβαίως, η πρόταση που γίνεται αποδεκτή από την τουρκική πλευρά. Είναι η πρόταση που μπορεί να βρει ανταπόκριση και να αποκτήσει ερείσματα στη διεθνή κοινότητα.

Κατέβηκε από το ράφι

Η επιλογή “παράταση του σημερινού status quo με την ελπίδα ότι στο μέλλον μπορεί να έλθουν καλύτεροι καιροί” έχει νόημα υπό τον όρο ότι απορρίπτεται οριστικά το πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, το οποίο οδηγεί σε παραλλαγές του σχεδίου Ανάν. Το πραγματικό δίλημμα που τουλάχιστον από το 2004 τίθεται στους Ελληνοκυπρίους είναι “ή λύση τύπου Ανάν, ή αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση”.

Η ατταβιστική εμμονή της Λευκωσίας στη “δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία” (με το περιεχόμενο που αυτός ο τίτλος έχει αποκτήσει) ισοδυναμεί με εμμονή σε λύση τύπου Ανάν, δηλαδή στη λύση που το 2004 οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν με 76%. Αυτό δεν είναι καθόλου πρόβλημα για τους κάθε λογής “ανανικούς”. Είναι, όμως, πρόβλημα για όλους όσους πιστεύουν ότι μία τέτοια λύση θα υποθηκεύσει την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού.

Χωρίς αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση, οι “απορριπτικοί” το καλύτερο που μπορούν να επιτύχουν είναι να καθυστερήσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν καταστροφικό. Η ιστορία μας διδάσκει πως όποιος δεν καταθέτει ρεαλιστική πρόταση είναι καταδικασμένος σε ήττα. Στην εξωτερική πολιτική η άμυνα είναι απαραίτητη, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετή από μόνη της.

Στην περίπτωση του Κυπριακού, όσο δεν πέφτει στο τραπέζι μία εναλλακτική στρατηγική, οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονται στο γνωστό πλαίσιο και με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούν σε σχέδια τύπου Ανάν. Η περίοδος που μεσολάβησε από το δημοψήφισμα το αποδεικνύει περίτρανα. Και όπως δείχνουν τα πράγματα, το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν φαίνεται να επηρεάζει τη γνωστή στάση της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό, αν και θα έπρεπε. Προφανώς, αυτό δεν συμβαίνει για λόγους γραφειοκρατικής αδράνειας.

Το “βελούδινο ημιδιαζύγιο”

Έχοντας συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, με επανειλημμένα άρθρα μου από το 2004 έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου και ζητούσα αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση. Υποστήριζα ότι η Λευκωσία μπορούσε να επικαλεστεί την τουρκική αδιαλλαξία, να υπενθυμίσει το συντριπτικό “όχι” του 2004 και να οχυρωθεί πίσω από τη θέση ότι οι Ελληνοκύπριοι θα απορρίψουν και πάλι ένα σχέδιο τύπου Ανάν.

Η προοπτική μιας νέας απόρριψης και ενός νέου αδιεξόδου θα ήταν λόγος οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι να ακούσουν και εναλλακτικές προτάσεις. Δυστυχώς, ούτε ο Παπαδόπουλος, ούτε ο Χριστόφιας και βεβαίως ούτε ο Αναστασιάδης κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε.

Η αναθεώρηση στρατηγικής είναι διαδικασία. Προϋποθέτει, δηλαδή, την κατάθεση εναλλακτικών προτάσεων ως προς τα σχέδια τύπου Ανάν που καμουφλάρονται πίσω από τον όρο “δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία”. Ως δημοσιογράφος δεν είχα την υποχρέωση να καταθέσω πρόταση. Θεώρησα, όμως, ότι όφειλα να το κάνω. Εάν έμενα μόνο στην υπογράμμισης της ανάγκης για αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση θα έμενα στο επίπεδο της διαδικασίας. Ο λόγος μου θα ήταν δεοντολογικός και όχι ουσιαστικός. Από το 2004 έχω επανειλημμένως γράψει σε άρθρα μου για το “βελούδινο ημιδιαζύγιο”. Την πρότασή μου ανέπτυξα αναλυτικά στο βιβλίο μου “Κυπριακό: Η αιρετική λύση” που κυκλοφόρησε το 2014 (εκδόσεις Πατάκη).

Ο όρος “βελούδινο ημιδιαζύγιο” περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο της πρότασης. Βελούδινο, λοιπόν, επειδή η πρόταση προσπαθεί να παντρέψει τα βασικά “θέλω” Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και ημιδιαζύγιο επειδή, ενώ προβλέπει τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κυπριακών κρατών στη λογική “έδαφος έναντι αναγνώρισης”, δεν σταματάει εκεί. Ταυτοχρόνως τα υποχρεώνει θεσμικά όχι μόνο να συνεργάζονται στενά, αλλά και να διατηρούν μεταξύ τους μια πολλαπλή ισορροπία. Προβλέπεται, άλλωστε, η συμμετοχή και των δύο στην ΕΕ με κοινό καπέλο.

Η Τουρκία εκτός Κύπρου

Η πρόταση για “βελούδινο ημιδιαζύγιο” επινοήθηκε με σκοπό να εκδιώξει την Τουρκία από την Κύπρο. Για να το επιτύχει, ικανοποιεί τα βασικά “θέλω” της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Προφανώς, οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν να το τορπιλίσουν εάν ποτέ προτεινόταν από τη Λευκωσία. Θα είχαν, όμως, υψηλό πολιτικό κόστος εάν το απέρριπταν, επειδή ακυρώνει και τα δύο επιχειρήματά τους.

Το “βελούδινο ημιδιαζύγιο” αφενός προβλέπει δύο κράτη, αφετέρου διαμορφώνει συνθήκες ασφάλειας για τους Τουρκοκύπριους. Στόχος του είναι να απομακρύνει το μικρό τουρκοκυπριακό κράτος από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας, βάζοντάς το να χορέψει σε ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Είναι ποιοτικά διαφορετικό οι Ελληνοκύπριοι να έχουν δίπλα τους ένα τέτοιο κράτος, στο οποίο θα ισχύει απολύτως το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αντί να έχουν τα τουρκικά στρατεύματα και εμμέσως πλην σαφώς την Τουρκία.

Με απογοητεύει όταν ακούω ακόμα και καλοπροαίρετους να ταυτίζουν την πρόταση για “βελούδινο ημιδιαζύγιο” με την αναγνώριση δύο κρατών. Αν πίστευα στη λύση των δύο κρατών δεν θα χρειαζόταν να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Η πρότασή μου, λοιπόν, κατατέθηκε ως προσωπική συμβολή στη ζωτικά αναγκαία διαδικασία αναθεώρησης στρατηγικής από μηδενική βάση.

Δεδηλωμένος σκοπός μου ήταν να συμβάλω στο άνοιγμα ενός άλλου δρόμου. Θα ήμουνα ευτυχής εάν στο πλαίσιο ενός τέτοιου εθνικού αναστοχασμού άκουγα άλλη ρεαλιστική πρόταση που να υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων με καλύτερο τρόπο από το “βελούδινο ημιδιαζύγιο”. Όσον αφορά την πρότασή μου, άλλωστε, δεν είχα ούτε στιγμή αυταπάτες ότι έστω θα εξετασθεί σοβαρά από τη Λευκωσία και την Αθήνα. Είχα, ωστόσο, την αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί να συμβάλει στην έναρξη της ζωτικά αναγκαίας εθνικής συζήτησης για αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Ούτε αυτό, όμως, συνέβη.

Ταμπού τεσσάρων δεκαετιών

Είχα συνείδηση ότι το “βελούδινο ημιδιαζύγιο” θα σοκάριζε πολλούς, επειδή παραβιάζει τα ταμπού δεκαετιών. Εξ ου και ο τίτλος “Η αιρετική λύση”. Πίστευα και πιστεύω, όμως, ότι ο κυπριακός Ελληνισμός δεν έχει καλύτερη ρεαλιστική εναλλακτική λύση (τουλάχιστον δεν έχει κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο). Γι’ αυτό και εξέθεσα τον εαυτό μου σε στερεότυπες επιθέσεις όχι μόνο εκ μέρους των “ανανικών”, αλλά και εκ μέρους “απορριπτικών”.

Είναι ειρωνικό να ακούω “ανανικούς” να ξορκίζουν τη διχοτόμηση. Για να αντλήσουν λαϊκή υποστήριξη, καλλιεργούν την αυταπάτη ότι η Μεγαλόνησος θα επανενοποιηθεί. Στην πραγματικότητα, όμως, η λύση που προωθούν νομιμοποιεί τον έλεγχο της Άγκυρας στον Βορρά και εγγράφει τουρκικές υποθήκες στο Νότο. Με άλλα λόγια, εάν εφαρμοσθεί, όχι μόνο θα νομιμοποιήσει την υφιστάμενη διχοτόμηση, αλλά και θα καταστήσει όμηρο την ελεύθερη Κύπρο.

Οι “απορριπτικοί” δικαιούνται να αυτοπροβάλλονται ως αντίπαλοι της διχοτόμησης. Μόνο, όμως, σε πρώτο επίπεδο. Κι αυτό, επειδή η χωρίς αντιπρόταση αυτάρεσκη απόρριψη των σχεδίων λύσης τύπου Ανάν αντικειμενικά διευκολύνει όσους προωθούν τέτοια λύση. Με άλλα λόγια, η αντίφαση των “απορριπτικών” είναι ότι σε τελευταία ανάλυση παίζουν αντικειμενικά το παιχνίδι των αντιπάλων τους. Μόνο εάν αντιπαρατεθεί συγκεκριμένη ρεαλιστική πρόταση υπάρχει μία ελπίδα να σπάσει η διαπραγματευτική ομηρία, στην οποία ο κυπριακός Ελληνισμός έχει περιέλθει εδώ και δεκαετίες.

Όπως δείχνει η απόφαση του προέδρου Αναστασιάδη να συμφωνήσει σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, χωρίς να θέσει ως προϋπόθεση την αποχώρηση των Τούρκων από την κυπριακή ΑΟΖ, ο κυπριακός Ελληνισμός παραμένει εγκλωβισμένος, παρότι οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο αλλάζουν ποιοτικά, λόγω του αμερικανοτουρκικού ρήγματος.

(ΠΗΓΗ)

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.