Ενώ την Παρασκευή το μεσημέρι η Αθήνα ζούσε ξανά τον εφιάλτη του ’99 αποδεικνύοντας πως δεν έχει ακόμα κατακτήσει την ψυχραιμία που αρμόζει σε μια σεισμογενή περιοχή, και τα οδικά και τηλεφωνικά δίκτυα είχαν κυριολεκτικά καταρρεύσει, οι σεισμολόγοι επιδόθηκαν σε δημόσιες κόντρες πολλών Ρίχτερ όχι μόνο για επερχόμενη και πιο δυνατή δόνηση, αλλά και για την… ανθεκτικότητα των κτηρίων και τις ευθύνες του ΟΑΣΠ
Ο σεισμός μετρήθηκε στους 5,1 βαθμούς της Κλίμακας Ρίχτερ, είχε επίκεντρο 23 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αθήνας, περίπου στην περιοχή της Μαγούλας, και το εστιακό της βάθος ήταν στα 12 χλμ. από την επιφάνεια του εδάφους. Εγινε αισθητός στις 14.13 της Παρασκευής και θα μπορούσε να είναι «άλλος ένας συνηθισμένος σεισμός», ένας από τους πολλούς που σημειώνονται στον ελλαδικό χώρο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τελικά, όμως, δεν ήταν κάτι τέτοιο.
Αναφορές για ανθρώπινες απώλειες, ευτυχώς, δεν υπήρξαν. Οι τραυματίες ήταν ελάχιστοι και ουδείς εξ αυτών σε κατάσταση που να εμπνέει ανησυχία. Τα κτίρια που κατέρρευσαν ήταν ούτως ή άλλως ακατοίκητα, σεισμόπληκτα, μισοκατεστραμμένα και ετοιμόρροπα. Το κουφάρι του ταινιόδρομου που έγινε συντρίμμια στην προβλήτα Ε1 του λιμανιού του Πειραιά ήταν ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα, ατύπως μνημείο, που εδώ και δεκαετίες ουδείς αναλάμβανε την ευθύνη για την κατεδάφιση ή τη συντήρησή του. Γενικότερα, οι υλικές ζημιές ήταν οι αναμενόμενες. Ο φόβος όμως που κυρίευσε τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου ήταν αναντίστοιχος, δυσανάλογος του πραγματικού συμβάντος. Λειτουργώντας με το ένστικτο σε έναν αντανακλαστικό αυτοματισμό, οι Αθηναίοι μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και βγήκαν στους δρόμους.
Οι Αθηναίοι έμειναν για ώρες στους δρόμους, φοβούμενοι νέο σεισμό, ενώ έπεσαν σοβάδες από παλιά κτίρια, ευτυχώς χωρίς θύματα
Με τις αναπόφευκτες διακοπές ρεύματος, πολλοί από τους φωτεινούς σηματοδότες τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Ταυτόχρονα με την κυκλοφοριακή συμφόρηση στους κεντρικούς οδικούς άξονες σχεδόν ολόκληρου του Λεκανοπεδίου, υπερφορτώθηκαν τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Πάνω από 20.000 κλήσεις ανά δευτερόλεπτο έπνιξαν τις γραμμές. Οπότε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της πρωτεύουσας βρέθηκε εγκλωβισμένο στο μποτιλιάρισμα, ανήμπορο να επικοινωνήσει με τους οικείους του. Για πάρα πολλούς ήταν ο ίδιος εφιάλτης σε επανάληψη, μια αποτρόπαιη προμνησία -κοινώς déjà vu- του 1999.
Οι εν λόγω αντιδράσεις εκδηλώθηκαν μαζικά και προσέλαβαν αστραπιαία διαστάσεις καθολικής αγκύλωσης στη ζωή της Αθήνας, κυρίως, λόγω του παρελθόντος: ο προχθεσινός σεισμός άνοιξε ξανά το συλλογικό τραύμα που είχε προκαλέσει εκείνος της 7ης Σεπτεμβρίου 1999. Στην ουσία, αυτή η υποτροπή σε μια εξαιρετικά επώδυνη μνήμη ήταν η πιο αλγεινή συνέπεια από τα 5,1 Ρίχτερ που δόνησαν την Αττική την Παρασκευή το μεσημέρι.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αντέδρασαν όπως το 1999, παρακινημένοι, όχι από έναν τρόμο που βίωναν πραγματικά στις 19 Ιουλίου του 2019, αλλά από τον τρόμο που είχαν βιώσει 20 χρόνια πριν, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999. Ασχέτως εάν τότε ο σεισμός ήταν κατά κυριολεξία φονικός, με νεκρούς, τραυματίες, την τραγωδία της Ricomex κ.λπ. Επιγραμματικά, εκείνο το χτύπημα του Εγκέλαδου ήταν πολύ πιο βίαιο, έντασης περίπου 6 Ρίχτερ, και άφησε πίσω του 143 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και υλικές ζημιές άνω των 3 δισ. ευρώ.
Τσελέντης: «Σιγά τον σεισμό»
Ακης Τσελέντης: Τολμηρός στις προβλέψεις του, επέμενε ότι ο σεισμός των 5,1 ρίχτερ ήταν ο κύριος, ενώ επέρριψε ευθύνες στον ΟΑΣΠ για την επικινδυνότητα πολλών διατηρητέων κτιρίων
Αν και χωρίς τον πανικό του ’99, η αυθόρμητη αντίδραση των Αθηναίων προκάλεσε ασφυξία στην πόλη για αρκετές ώρες. Καταδείχθηκε έτσι για άλλη μία φορά η θεμελιώδης αντίφαση ότι από τη μία οι Ελληνες, εκόντες άκοντες, είναι εξοικειωμένοι με τους σεισμούς. Από την άλλη, όμως, κάθε φορά μοιάζει για όλους σαν την πρώτη. Οπως παρατήρησε ο καθηγητής Γεωλογίας και διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, Ακης Τσελέντης, «με εξέπληξε που μια σύγχρονη πόλη όπως η Αθήνα το 2019 επέδειξε αυτή τη συμπεριφορά. Σιγά τον σεισμό. Δηλαδή εάν ήταν 6 Ρίχτερ τι θα κάναμε; Θα πέφταμε στη θάλασσα να σωθούμε;».
Παρ’ όλα αυτά, οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό δικαιολογημένες.