ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΨΩΧΑ
Νέους όρους στο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό της χώρας διαμορφώνει η απόφαση του Eurogroup για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια και τη μερική -μεσοπρόθεσμη- ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, που διαχειρίστηκαν τη διακυβέρνηση της χώρας από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα και συνέβαλαν με τις επιλογές τους στη χρεοκοπία της, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν «ανεπαρκή» την αναδιάρθρωση του χρέους, κάνοντας λόγο για επιβολή νέου μνημονίου, που «παρατείνει τη θηλιά στον λαιμό των Ελλήνων».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης, επεδίωξε να ιδιοποιηθεί έμμεσα την «έστω και οριακής αποτελεσματικότητας απόφαση για το χρέος», όπως είπε, με το επιχείρημα ότι «η ρύθμιση δρομολογήθηκε από το 2012 και η λύση θα είχε επιτελεστεί το 2014 από την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, αν αυτή δεν είχε ανατραπεί από τον Αλέξη Τσίπρα».
Η απάντηση όμως στη μηδενιστική προσέγγιση της εγχώριας αντιπολίτευσης δόθηκε από το σύνολο των αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ανακοινώνοντας τις αποφάσεις του Eurogroup, οι Σεντένο, Μοσκοβισί και Ρέγκλινγκ όχι μόνο δεν εφείσθησαν επαίνων για τα εντυπωσιακά αποτελέσματα που παράχθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια στην οικονομία της Ελλάδας, αλλά αναφέρθηκαν επίσης, και μάλιστα χωρίς «αστερίσκους», στη βελτίωση όλων των μεγεθών και στη δυνατότητα της χώρας να στέκεται πλέον μόνη της και στα δικά της πόδια.
Ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στην ουσία της συμφωνίας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται θα αλλάξει αναγκαστικά και το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης, αφού τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν θα μπορούν να επενδύουν πια στον αρνητισμό και την καταστροφολογία.
Οπως τόνιζε χαρακτηριστικά κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος: «Το 2015 παραλάβαμε μια χρεοκοπημένη Ελλάδα. Αναγκαστήκαμε να εφαρμόσουμε μνημόνιο και μέτρα που δεν πιστεύαμε, αλλά καταφέραμε να βγάλουμε τη χώρα στο ξέφωτο. Τώρα ας μας εξηγήσουν όλοι οι “σωτήρες” τι έκαναν ή, καλύτερα, τι δεν έκαναν και προκάλεσαν τόση ζημιά στην οικονομία και τους πολίτες».
Είναι προφανές ότι εκεί θα κινηθεί η αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τα κόμματα της αντιπολίτευσης μετά τις 20 Αυγούστου, οπότε και λήγει τυπικά η μνημονιακή περίοδος. Στην οικονομία επίσης διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο, σίγουρα όχι παραδείσιο, αλλά εντελώς διαφορετικό από αυτό το θλιβερό, αγχωτικό και, κυρίως, χαμηλών προσδοκιών που είχε εμπεδωθεί στην ελληνική οικονομία τα προηγούμενα χρόνια.
Βεβαίως και είναι ένα θετικό βήμα προς τη μεταμνημονιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας η διαδικασία επιστροφής στην κανονικότητα. Είναι πολύ σημαντικό γεγονός για την Ελλάδα, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι επί οκτώ χρόνια ταλαιπωρούμαστε εντός μνημονίων, χωρίς, ωστόσο, να σηματοδοτείται ραγδαία μεταβολή του οικονομικού σκηνικού. Το θετικό σημείο είναι η επιμήκυνση των δανείων και της περιόδου χάριτος για δέκα χρόνια, που διευκολύνει κατά περίπου 2,5 με 3 δισ. ευρώ τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή μειώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις και μεταθέτει το πρόβλημα μία δεκαετία μετά.
Ενα άλλο σημαντικό θέμα είναι η δέσμευση ότι, αν χρειαστεί, οι θεσμοί θα επανεξετάσουν στο μέλλον τη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό δείχνει ότι δεν θα αφεθεί ποτέ η Ελλάδα μόνη της, κι αυτό γιατί οι πιστωτές τής έχουν δανείσει πάρα πολλά χρήματα, άρα θα έχουν πάντα ζωτικό συμφέρον να βοηθούν τις αγορές να δανείζουν τη χώρα με όσο το δυνατόν πιο χαμηλό επιτόκιο.
Μπορεί με τις αποφάσεις που έλαβαν οι δανειστές έπειτα από συνδυασμό συμβιβασμών να μην έχουν επιφέρει οριστική λύση στο πρόβλημα του χρέους, ωστόσο η εξέλιξη δείχνει ότι η ρύθμιση δεν αποτελεί τροχοπέδη για την ελληνική οικονομία και, κυρίως, δεν ανησυχεί τις διεθνείς αγορές. Γιατί τελικά το μοναδικό κριτήριο που υπάρχει για να κριθεί αν το δημόσιο χρέος μιας χώρας είναι βιώσιμο είναι «όταν μπορεί να χρηματοδοτείται». Δεν αποτελεί αντίφαση το γεγονός ότι όταν η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια είχε χρέος 129% του ΑΕΠ και τότε δεν ήταν βιώσιμο, ενώ τώρα που το χρέος κινείται στο 180% του ΑΕΠ κρίνεται περίπου βιώσιμο.
Υπ’ αυτή την έννοια, το νέο κριτήριο που υιοθέτησαν Ευρωζώνη και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού έχει εξασφαλιστεί η δυνατότητα χρηματοδότησής του.