Της Κατερίνας Κατή – Documento
Η πλευρά Μαρινάκη ζητεί να κηρυχτεί άκυρη η προδικασία βάσει της οποίας ο εφοπλιστής διώκεται για εμπλοκή στην υπόθεση των ναρκωτικών.
Ενάμιση μήνας έχει περάσει από την άσκηση των ποινικών διώξεων σε βάρος του Ευάγγελου Μαρινάκη και τριών συνεργατών του για κακουργηματικές πράξεις που συνδέονται με την υπόθεση του «Noor 1» και το μόνο που έχει μπορέσει να κάνει μέχρι τώρα η ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς, πρόεδρος Πρωτοδικών Ευαγγελία Αλεξακίδου είναι να κλειδώσει στα συρτάρια της τη δικογραφία.
Αν μάλιστα περάσει κανείς από τον πέμπτο όροφο του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιά όπου βρίσκεται το γραφείο της θα διαπιστώσει ότι η κ. ανακρίτρια έχει κάνει και κάποιες αλλαγές στην πόρτα… στο ύψος της κλειδαριάς.
Η καθυστέρηση στην έναρξη των ανακρίσεων για μια τόσο σοβαρή υπόθεση δεν οφείλεται σε κωλυσιεργία της κ. Αλεξακίδου, αλλά στο γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι έχουν υποβάλει αιτήσεις προς το Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά (που πρέπει να συνεδριάσει για να αποφανθεί σχετικά) ζητώντας την ακυρότητα όλης της προδικασίας!
Μάλιστα κατά τον Ευάγγ. Μαρινάκη αιχμή του δόρατος δεν είναι εν προκειμένω η ουσία της υπόθεσης. Το κατά πόσο δηλαδή τα στοιχεία που επικαλείται η εισαγγελική λειτουργός, πάνω στα οποία έπεσε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, συνιστούν τις απαραίτητες ενδείξεις για την άσκηση της ποινικής δίωξης.
Σύμφωνα με τη νομική άπoψη της πλευράς Μαρινάκη, η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά Ειρήνη Τζίβα δεν είχε καν δικαίωμα να διενεργήσει έρευνα για τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης του «Noor 1», αλλά και ούτε –αξιολογώντας στη συνέχεια τα στοιχεία τα οποία συνέλεξε– να ασκήσει την ποινική δίωξη που άσκησε.
Υπενθυμίζεται ότι η κατηγορία που έχει προκαλέσει την οργή του κ. Μαρινάκη, ο οποίος πλέον τα βάζει επί δικαίους και αδίκους (όπως π.χ. με το Documento που έχει αποκαλύψει στοιχεία της υπόθεσης) αφορά συγκεκριμένα: «Συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, της διεύθυνσης της ανωτέρω εγκληματικής οργάνωσης, της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (χρηματοδότηση, διαμετακόμιση, εισαγωγή, μεταφορά, αγορά, κατοχή, πώληση, αποθήκευση) κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα στα πλαίσια εγκληματικής οργάνωσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 187 ΠΚ, από δράστες που κατ’ επάγγελμα χρηματοδοτούν την τέλεση πράξεων διακίνησης και διακινούν ναρκωτικές ουσίες και το προσδοκώμενο όφελος των δραστών υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ». Tα αδικήματα φέρονται ότι τελέστηκαν από 01-01-2012.
Ο Ευάγγ. Μαρινάκης, επιδιώκοντας να κηρυχθεί άκυρη η ποινική δίωξη (επικαλείται σχετικά άρθρα του ΚΠΔ και νομολογία) που τον εμπλέκει στην πιο μεγάλη και ζοφερή υπόθεση ναρκωτικών η οποία αποκαλύφτηκε ποτέ στην χώρα μας, αποδίδοντάς του πράξεις που έχουν και τεράστια ηθική απαξία, διατυπώνει προς το δικαστικό συμβούλιο μια σειρά από αντιρρήσεις σχετικά με τη νομιμότητα των εισαγγελικών ενεργειών.
Υποστηρίζει ότι η κ. Τζίβα άλλα αδικήματα έπρεπε να ψάξει –με βάση την παραγγελία που της είχε αποσταλεί– και άλλα διερεύνησε, ενώ τη μέμφεται αποδίδοντάς της σκοπιμότητα για την επιλογή της να μην ανοίξει τα χαρτιά της συμπεριλαμβάνοντας αναλυτικό «κατηγορητήριο» στην κλήτευση που του είχε αποστείλει καλώντας τον να δώσει εξηγήσεις ως ύποπτος.
Σύμφωνα με την αίτησή του (ένδικο μέσο του οποίου κάνει χρήση), η κλήτευσή του για παροχή εξηγήσεων ήταν αόριστη με αποτέλεσμα να υπονομευθεί το υπερασπιστικό του δικαίωμα για παροχή των απαραίτητων εξηγήσεων.
Επικαλείται ότι οι παραγγελίες που είχαν αποσταλεί στην εισαγγελέα αφορούσαν τη διερεύνηση των αδικημάτων της λαθρεμπορίας καυσίμων, φοροδιαφυγής, εγκληματικής οργάνωσης και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, (είχε συσχετιστεί στη δικογραφία και παραγγελία της εισαγγελέως Αρείου Πάγου προκειμένου να διερευνηθεί η προέλευση του χρηματικού ποσού των 622.000 ευρώ σε μετρητά που αποπειράθηκε να εισαγάγει ο έτερος κατηγορούμενος Νικόλαος Συντιχάκης κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» στις 23-9-2014 από το Ντουμπάι ). Δεν αφορούσαν δηλαδή παραβάσεις του ν. 4139/2013 περί ναρκωτικών, οπότε δεν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για το εν λόγω αδίκημα και άρα θα έπρεπε η εισαγγελέας να μην προχωρήσει στην άσκηση διώξεων για ναρκωτικά.
Επικαλείται ακόμα ότι:
· Η εισαγγελική λειτουργός δεν νομιμοποιούνταν να διεξάγει προκαταρκτική εξέταση για το συγκεκριμένο αδίκημα αφού εκκρεμεί και διεξάγεται κύρια ανάκριση από την ανακρίτρια του Γ΄ τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιά.
· Η κλήτευσή του προς παροχή εξηγήσεων ήταν άκυρη καθώς δεν προσδιορίζονταν τα αδικήματα για τα οποία καλούνταν σε ανωμοτί εξηγήσεις, άρα ήταν άκυρες και οι εξηγήσεις που έδωσε.
«Η κλήση οιουδήποτε προσώπου προς παροχή εξηγήσεων –αναφέρει στην αίτησή του– προϋποθέτει ότι του αποδίδεται η «τέλεση αξιόποινης πράξης». Επομένως, ο διενεργών την προκαταρκτική εξέταση οφείλει να ενημερώσει τον καλούμενο γι’ αυτήν, προσδιορίζοντας τα στοιχεία της. Από τις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, αλλά και τις ρητές διατάξεις της καθίσταται σαφές ότι η υποχρέωση ενημέρωσης του καλούμενου υπό την ιδιότητα του υπόπτου, ως θεμελιώδες δικαίωμα με υπέρτερη θεμελίωση στο ενωσιακό δίκαιο αναφέρεται, τόσο στα πραγματικά περιστατικά που ερευνώνται όσο και στον ενδεχόμενο νομικό χαρακτηρισμό τους… Είναι σαφές και αποδεδειγμένο ότι φαλκιδεύτηκαν, και μάλιστα με τρόπο που απογοητεύει, τα υπερασπιστικά μου δικαιώματα. Συνέπεια αυτών ήταν να καταστούν άκυρες και η περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης και η ασκηθείσα ποινική δίωξη».
Ο αντίλογος
Τι υποστηρίζουν όμως άλλοι νομικοί και δικαστές που ερμηνεύουν διαφορετικά τις επίμαχες διατάξεις από τους ποινικολόγους οι οποίοι συγκροτούν τη νομική ομάδα του κατηγορούμενου;
Νομικοί και δικαστικοί κύκλοι εκτιμούν ότι δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων νομικών επιχειρημάτων ότι:
Ούτε πρωτοφανής ούτε βέβαια και παράτυπη είναι η έγγραφη κλήτευση υπόπτου σε εξηγήσεις η οποία δεν αναφέρει επακριβώς τα αδικήματα για τα οποία διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση. Το έγγραφο της κλήτευσης σε εξηγήσεις υπόπτου άλλωστε δεν είναι κατηγορητήριο.
Ετσι ή αλλιώς ο κλητευθείς ενημερώνεται –όπως άλλωστε έχει δικαίωμα προτού προχωρήσει στις γραπτές ή και προφορικές εξηγήσεις του– για όλα τα στοιχεία της σχηματισθείσας δικογραφίας.
Τα πλήρη κατηγορητήρια συντάσσονται από τους ανακριτές εάν και όταν πια έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Ο ανακριτής καλεί σε απολογία τον κατηγορούμενο ο οποίος σε αυτό το στάδιο δικαιούται να λαμβάνει απόλυτη γνώση των πράξεων που του αποδίδονται, οι οποίες και πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς.
Σύμφωνα μάλιστα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι έλαβαν τα αντίγραφα της δικογραφίας που τους αφορά ενώ τους χορηγήθηκαν και οι ανάλογες προθεσμίες προκειμένου να προετοιμάσουν τις εξηγήσεις τους.
Οι ίδιοι νομικοί κύκλοι εκτιμούν ακόμα ότι και ο ισχυρισμός ότι διεξάγονταν παράλληλα διενέργεια τακτικής ανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης για τις ίδιες πράξεις δεν είναι βάσιμος αφού είχε ήδη δημιουργηθεί εκκρεμοδικία από την ποινική δίωξη (για την υπόθεση του «Noor 1» που έχει δικαστεί σε πρώτο βαθμό) και άρα νομίμως η εισαγγελέας διενήργησε προκαταρκτική εξέταση για το συγκεκριμένο αδίκημα.
Να σημειωθεί εδώ ότι η ίδια η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου ενημερωνόταν ως προϊσταμένη αρχή για κάθε κίνηση της κ. Τζίβα και είναι αυτή που όταν μελέτησε τη δικογραφία (και τη σχετική πoρισματική αναφορά) χαρακτήρισε τη δικογραφία ως ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και ζήτησε να χρεωθεί για τα περαιτέρω σε ανακριτή κατά της διαφθοράς – με βάση τις διατάξεις του ν. 4022/2011.
Υπενθυμίζεται ότι η ανακρίτρια κατά της διαφθοράς θα εξετάσει και το ενδεχόμενο συσχέτισης ως συναφούς και της δικογραφίας η οποία εκκρεμούσε ήδη στην ανακρίτρια του Γ΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά ( για τους άγνωστους δράστες του «Noor 1» την οποία επίσης επικαλείται ο Μαρινάκης ως επιχείρημα των παρατυπιών Τζίβα) και επιπλέον θα ερευνήσει και την τυχόν άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για λαθρεμπορία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, φοροδιαφυγή, συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση.
Το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά
Τον λόγο θα έχει πλέον το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά, ενώπιον του οποίου θα υποβάλει πρόταση η ίδια η κ. Τζίβα, αντιτασσόμενη προφανώς στις νομικές ερμηνείες της πλευράς των κατηγορουμένων, ενώ στη συνέχεια θα εισηγηθεί για την αποδοχή ή απόρριψη των αιτήσεων άλλος εισαγγελέας.
Ενδιαφέρον θα έχει να δούμε αν –για μια ακόμη φορά– πρόεδρος του Δικαστικού Συμβουλίου Πειραιά θα οριστεί ο πρόεδρος Πρωτοδικών Ιωάννης Μαλλούχος, ο οποίος προήδρευε στο παρελθόν και του δικαστικού συμβουλίου το οποίο με ένα σκεπτικό που προκαλεί κατάπληξη είχε απορρίψει αίτημα της κ. Τζίβα για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του ισοβίτη –καταδικασμένου πρωτοδίκως για το «Noor 1» – Ευθύμη Γιαννουσάκη.
Η εισαγγελέας είχε υποβάλει το αίτημα μετά τον εντοπισμό τον Οκτώβριο του 2017 ενός κινητού στο κελί του Γιαννουσάκη στις φυλακές Χαλκίδας. Επρόκειτο για αυτονόητη κίνηση καθώς ο Γιαννουσάκης είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης ο οποίος ενώ ήταν μέσα στη φυλακή είχε καταγγείλει φοβερά πράγματα.
Το αίτημα για άρση του απορρήτου αφορούσε το χρονικό διάστημα από 26/08/2017 έως 26/10/2017. Ωστόσο το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά με προεδρεύοντα τον κ. Μαλλούχο το απέρριψε με ένα σκεπτικό το οποίο χαρακτηρίζεται τουλάχιστον ακατανόητο. Συγκεκριμένα το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι η αιτούμενη άρση και μάλιστα σε μια υπόθεση κατά τη διερεύνηση της οποίας έχασαν τη ζωή τους οκτώ μάρτυρες «δεν θα συμβάλει ουσιωδώς στη διερεύνησή της και ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν θα καταστεί δυσχερής χωρίς αυτήν… διότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τέλεση των υπό διερεύνηση αδικημάτων και συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη». Κατά του βουλεύματος που εκδόθηκε από το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη. Μάλιστα, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός στο σκεπτικό της απόφασής του «άδειασε» τελείως το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά, για το οποίο αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν να προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου θεωρώντας την ατελέσφορη.
Η αναίρεση Βουρλιώτη έγινε τελικά δεκτή από τον Αρειο Πάγο. Το αίτημα της εισαγγελέα Τζίβα εξετάστηκε εκ νέου από το ίδιο συμβούλιο, το οποίο όμως συγκροτήθηκε από άλλους δικαστές και έγινε δεκτό. Τα τυχόν στοιχεία που θα προκύψουν από την εξέταση του κινητού του Ευθ. Γιαννουσάκη θα αξιολογηθούν πλέον από την ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς του Πειραιά Ευαγγ. Αλεξακίδου. Πρόκειται για «ευρήματα» που αναμένονται με ενδιαφέρον καθώς θα δείξουν με ποιους τελικά είχε τηλεφωνικές επαφές ο ισοβίτης την επίμαχη περίοδο Αύγουστος-Οκτώβριος 2017.
Πρόσφατα δε, υπό την προεδρία πάλι του κ. Μαλλούχου, το δικαστικό συμβούλιο ομόφωνα και παρά την αντίθετη εισήγηση της εισαγγελέα Σκαφίδα δεν επικύρωσε τη διάταξη της εισαγγελέως Τζίβα με την οποία μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος τους είχε απαγορεύσει την έξοδο από τη χώρα και στους τέσσερις κατηγορούμενους (Ευάγγ. Μαρινάκη, Ν.Συντιχάκη, Βαγγέλη Μπαϊρακτάρη, Ηλία Τσακίρη).