Όπως όλα δείχνουν, στις επικείμενες ευρωεκλογές αναμένονται ευρείας έκτασης ανατροπές στον συσχετισμό δυνάμεων. Το εκλογικό αποτέλεσμα αναμένεται να αποτυπώσει την οργή των περιθωριοποιημένων πολιτών, και των δεινών που υπέστησαν στη διάρκεια της μακρόχρονης παγκοσμιοποίησης, αλλά και της ακραίας μορφής νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής πολιτικής.
Οι σχετικές δημοσκοπήσεις διαπιστώνουν ότι σημαντικό ποσοστό των Ευρωπαίων πολιτών, στρέφεται εναντίον των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, κατηγορώντας τα ότι αθέτησαν το σύνολο των αρχικών τους υποσχέσεων και ότι στη θέση τους κατασκεύασαν ένα τεράστιο και βαρετό γραφειοκρατικό οικοδόμημα, ανίκανο να εξασφαλίσει το κοινό καλό.
Οι δυσαρεστημένοι αυτοί πολίτες της Ευρώπης εμφανίζονται εχθρικοί απέναντι σε κάθε μορφής κατεστημένο, απαιτούν ριζική μεταβολή της αποτυχημένης ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, αναζητούν την καταπατημένη δημοκρατία, εκφράζουν φόβους για την ανεξέλεγκτη μεταναστευτική πολιτική, εξοργίζονται εναντίον του παγώματος των μισθών, νοσταλγούν το εθνικό κράτος με το περίβλημά του των ουσιαστικών αξιών ζωής. Και βέβαια εντέλλονται την άμεση αντιμετώπιση των αδιανόητης έκτασης ανισοτήτων κατανομής εισοδήματος και πλούτου.
Οι πολίτες αυτοί της Ευρώπης αποκαλούνται περιφρονητικά από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα «λαϊκιστές». Ο χαρακτηρισμός αποπνέει αμηχανία, αλλά και πανικό, από την πλευρά τους. Εκτός αυτού, δεν αποδίδει την ταχύτατα μεταβαλλόμενη πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη. Τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά κόμματα βαυκαλίζονται με την ουτοπία ότι ο λεκτικός υποβιβασμός των νέων αυτών πολιτικών τάσεων θα είναι ικανός να εξαφανίσει και τις συνέπειές τους. Ωστόσο, καλώς ή κακώς, αποτελεί γεγονός ότι η ΕΕ αλλάζει εξαιτίας της ταχύτατης ανόδου στους κόλπους της, αυτών των «λαϊκίστικων» πολιτικών κομμάτων.
Ο θυμός των Ευρωπαίων μετουσιώθηκε στην ανάδειξη νέων πολιτικών οντοτήτων, μερικές από τις οποίες είναι ήδη κυβερνήσεις ή συμμετέχουν σε αυτές. Οι «λαϊκιστές», λοιπόν, αυξάνουν συνεχώς τη δύναμή τους σε ολόκληρη την Ευρώπη και ειδικότερα στη Σουηδία, την Αυστρία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, τη Γαλλία. Σε πείσμα των αναμεταξύ τους διαφορών, το κατεξοχήν κοινό χαρακτηριστικό των λαϊκιστών είναι η αντίθεσή τους στις πολιτικές της ΕΕ.
Ωστόσο, τουλάχιστον προς το παρόν, φαίνεται να υπερισχύει η επιθυμία αλλαγής και όχι εξαφάνισης της ΕΕ. Από την πλευρά της, η Ένωση, παρότι οι ιθύνοντές της προσπαθούν να προβάλλουν εικόνα καθησυχασμού και ομαλότητας, αντιμετωπίζει σωρεία αυξανόμενων και ολοένα σοβαρότερων προβλημάτων. Γι’ αυτό και δεν είναι υπερβολή η διαπίστωση ότι αν η ΕΕ, δεν αλλάξει γρήγορα και ριζικά, κινδυνεύει να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη.
Απειλές αιχμής
Συγκεκριμένα οι απειλές αιχμής, που αντιμετωπίζει η βιωσιμότητα της ΕΕ θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
Πρώτον, το Brexit έχει διαβρώσει με ανεπανόρθωτο τρόπο τα θεμέλια της Ένωσης, καθώς αυτό το τόσο σημαντικό κράτος-μέλος της, η Βρετανία, αφού αρνήθηκε να ενστερνιστεί το ευρώ, είναι και το πρώτο που ύστερα από 62 χρόνια, αποφάσισε να την εγκαταλείψει. Η διαιώνιση, εξάλλου, της αδυναμίας εξεύρεσης αξιοπρεπών συνθηκών εξόδου της, για την οποία δεν είναι, φυσικά, άμοιρη και η ηγεσία της ΕΕ, επιταχύνει τη διαδικασία κατεδάφισης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Δεύτερον, η Ιταλία, η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της ΕΕ, πρόσφατα απέκτησε «λαϊκίστικη» κυβέρνηση. Η αρχική πρόθεσή της να εγκαταλείψει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα φαίνεται να παραμένει αναλλοίωτη, αναμένοντας ωστόσο τη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών. Πέρα, όμως, από την πάγια αυτή εχθρική θέση της προς την ΕΕ, η ιταλική κυβέρνηση της έδωσε τελευταίως ηχηρό ράπισμα, καθώς αδίστακτα έσπευσε να παραχωρήσει το λιμάνι της Τεργέστης, με προοπτική αργότερα και άλλων λιμανιών της, στην Κίνα, προκειμένου να διευκολυνθεί η διοχέτευση των προϊόντων της στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έτσι, η Ιταλία έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή οικονομία, και μέλος ταυτόχρονα του G7, που δέθηκε στο μεγαλεπήβολο άρμα του νέου δρόμου του μεταξιού, αγνοώντας την έντονη δυσαρέσκεια της ΕΕ.
Τρίτον, οι σχέσεις Γερμανίας και Γαλλίας, που αποτελούν τους δύο πυλώνες της ΕΕ, έχουν από καρό παύσει να είναι εγκάρδιες. Πρόσφατα επιδεινώθηκαν σοβαρά εξαιτίας των διαφορετικών τους απόψεων, αναφορικά με την ενδεδειγμένη πορεία του Brexit. Η νέα αυτή κατάσταση αποκλείει την ανάληψη εκείνων των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που θα περιείχαν ελπίδες βιωσιμότητας της ΕΕ.
Τέταρτον, η κατάσταση της ΕΕ μετά το 2008 δικαιολογεί την υιοθέτηση της θεωρίας των Alvin Hansen και Lawrence Summers περί αέναης στασιμότητας. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από τη διαπίστωση της πρόσφατης επιβράδυνσης της γερμανικής οικονομίας, που πάγια αποτελούσε την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Εξάλλου, αρκετές ενδείξεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, σχετικά με το μελλοντικό ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ. Εκτός της ανόδου του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία», που είναι έντονα ευρωσκεπτικιστικό, είναι πιθανόν ότι η Γερμανία σύντομα να θεωρήσει ότι έχει αποκομίσει όλα όσα ήταν δυνατόν να της προσφέρει η ΕΕ. Συνεπώς μπορεί να θεωρήσει ότι είναι πια καιρός να στραφεί προς άλλες κατευθύνσεις. Πιθανότατα προς την Κίνα και τη Ρωσία.
Πέμπτον, η Γαλλία τους τελευταίους έξη μήνες ζει στους ρυθμούς των Κίτρινων Γιλέκων. Οι ιδιαίτερες, αν και αρκετά ασαφείς προδιαγραφές αυτού του κινήματος, ουδόλως το αποκλείουν από το γενικότερο, του «λαϊκισμού». Αντιθέτως, οι βασικές θέσεις των Κίτρινων Γιλέκων, που είναι η αντίθεσή τους στην καθεστηκυία τάξη, όσο και στην ΕΕ, συγκλίνουν με τις Θέσεις των άλλων «λαϊκιστών». Παρότι τα Κίτρινα Γιλέκα υποστηρίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις ότι το κίνημά τους δεν έχει σχέση με το κόμμα της Μαρίν Λε Πεν, έχουν κοινό παρονομαστή την εχθρότητα προς τις πολιτικές της ΕΕ.
Έκτον, στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια μαίνεται ο «λαϊκισμός», αμφισβητώντας ανοικτά τις εντολές της ΕΕ και αναζητώντας τρόπους εξασθένισής της για όσο θα παραμένουν εντός της και χάρη κυρίως στις επιδοτήσεις της.
Οι επιδιώξεις των «λαϊκίστικων» κομμάτων
Το φιλόδοξο σχέδιο των Ευρωπαίων «λαϊκιστών» είναι η άλωση της ΕΕ εκ των έσω. Και φαίνεται να συμφωνούν στο ότι ένα αποφασιστικό βήμα προς αυτόν το στόχο είναι στις προσεχείς ευρωεκλογές να κατακτήσουν αθροιστικά το ένα τρίτο τω εδρών του Ευρωκοινοβουλίου. Εικάζεται ότι με ένα ποσοστό αυτής της εμβέλειας οι «λαϊκιστές» θα είναι δυνατόν να αλλάξουν την Ευρώπη.
Για να επιτευχθεί, ωστόσο, ο στόχος αυτός απαιτείται συνένωση των «λαϊκιστικών» κομμάτων σε μία πολιτική οικογένεια, όπως οι υπόλοιπες στο Ευρωκοινοβούλιο. Αυτό μέχρι σήμερα αποδείχθηκε αδύνατο, κυρίως επειδή δέσποζε η παραδοσιακή, αλλά ήδη πια ξεπερασμένη διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Πρόσφατες σχετικές μετρήσεις δείχνουν ότι, ο στόχος των «λαϊκιστών» στις ευρωεκλογές δεν είναι απρόσιτος. Φυσικά μια τέτοια προοπτική πανικοβάλει τις Βρυξέλλες.
Προκειμένου να παραγκωνιστούν οι διαφορές, ανάμεσα στα ευρωπαϊκά «λαϊκίστικα» κόμματα, ώστε να εμφανιστούν ως ομάδα και να μη χαθεί η ευκαιρία που προσφέρεται από τις προσεχείς ευρωεκλογές, είναι καθ’ οδόν επιχείρηση συνένωσής τους. Η πρωτοβουλία ανήκει στον Στηβ Μπάνον, που σιωπηρά υποστηρίζεται από τον πρόεδρο Τραμπ. Κύριος στόχος να ενισχυθούν όσο γίνεται περισσότερο τα «λαϊκίστικα» κόμματα στις ευρωεκλογές. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας έχει οριστεί συνάντησή τους στο Μιλάνο στις 18 Μαΐου, ύστερα από σχετική πρόσκληση του Σαλβίνι.
Η ριζική μεταβολή της εν γένει λειτουργίας της ΕΕ αναμφίβολα επιβάλλεται. Εκ των πραγμάτων, το έργο αυτό ανέλαβαν οι λαϊκιστές. Δυστυχώς, όμως, σε όλα αυτά ελλοχεύει το γεγονός ότι κατά κανόνα στα ευρωπαϊκά «λαϊκίστικα» κόμματα υπερτερεί το δεξιό ή ακόμη και το ακροδεξιό πρόσημο.
Oι ιδιαιτερότητες για την Ελλάδα
Στο συλλογικό μήνυμα δυσαρέσκειας των ευρωεκλογών προς την πολιτική της ΕΕ, αυτό της Ελλάδας πρέπει να υπερτερεί σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της. Να είναι ιδιαιτέρως διακριτό και εκκωφαντικό. Θεωρώ ότι είναι περιττές οι σχετικές επεξηγήσεις του γιατί, καθώς, πέρα από κάθε αμφιβολία, η καταστροφή της χώρας μας συντελέστηκε, εξαιτίας του κάκιστου χειρισμού του χρέους της, από την ΕΕ.
Συντελέστηκε επειδή από την πρώτη στιγμή τα Μνημόνια απέκλεισαν κάθε αναπτυξιακή δυνατότητα, μετατρέποντας σταδιακά την Ελλάδα σε αποικία χρέους, σε οικονομία χωρίς προοπτικές, σε χώρα που εγκαταλείπεται κατά χιλιάδες από τους νέους της, σε χώρο υποδοχής και παραμονής ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, σε κοινωνία με πολίτες χωρίς μέλλον.
Και επιπλέον, στην οικονομική γενοκτονία των Ελλήνων, που διαρκεί ήδη δέκα περίπου χρόνια, έχει πρόσφατα προστεθεί και το άκρως τραυματικό πρόβλημα της Μακεδονίας. Της ανύπαρκτης «Βόρειας Μακεδονίας», που προσφέρθηκε από κοινού με την ανύπαρκτη «μακεδονική» γλώσσα και την ανύπαρκτη «μακεδονική» ταυτότητα, προκειμένου να στηριχθεί το χωρίς ιστορία κράτος των Σκοπίων. Το ανοσιούργημα αυτό εκτελέστηκε με πλήρη περιφρόνηση της σαφέστατα εκφρασθείσας αντίθετης θέλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Μικρά κόμματα
Ο φόβος των αρμοδίων για την επισημοποίηση αυτής της σαφούς αντίθεσης του ελληνικού λαού, εξηγεί και την άρνησή τους για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, που στην προκείμενη περίπτωση ήταν απολύτως επιβεβλημένη. Το αποκορύφωμα της καταπάτησης της πατριωτικής συνείδησης των Ελλήνων συντελέστηκε, πρώτον, με το χαρακτηρισμό τους, σαν δήθεν «ακραίων στοιχείων», σαν «ακροδεξιών» και «ανεγκέφαλων». Δεύτερον και ακόμη χειρότερο, οι εταίροι μας επιδόθηκαν στην κατά συρροή επίδοση βραβείων και τιμών στους Έλληνες κυβερνητικούς, επειδή αποδέχθηκαν κράτος με κλεμμένη ιστορία και κλεμμένη ταυτότητα, αγνοώντας πολυτελώς τη θέληση του ελληνικού λαού.
Οι προσεχείς ευρωεκλογές προσφέρουν, τώρα, την ευκαιρία στους Έλληνες να εκφράσουν τη δυσφορία τους, για την περιφρονητική συμπεριφορά που τους επιφύλαξαν εταίροι και δική τους κυβέρνηση. Η απάντηση αυτή επιβάλλεται να είναι τόσο βροντερή, ώστε να ταρακουνήσει τις κάλπες, στις 26 Μαΐου. Είναι, ασφαλώς, πολύ δυσάρεστο, που η αξιωματική αντιπολίτευση δεν προσφέρει διέξοδο για την ελληνική αυτή αντίδραση, καθώς είναι βαθιά μνημονιακή. Αλλά και καθώς, με βάση τις δηλώσεις του αρχηγού της, δεν προτίθεται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο της εθνικά επιζήμιας Συμφωνίας των Πρεσπών.
Είναι ο λόγος για τον οποίον μόνο η ψήφος που θα δοθεί σε μικρά πολιτικά κόμματα, τα οποία έχουν σαφώς και πολλαπλώς δηλώσει τον ευρωσκεπτικισμό τους και που δεν φοβούνται να υποστηρίξουν την έξοδο της χώρας από το ευρώ, είναι σε θέση να εκφράσει μια αξιοπρεπή αντίδραση των Ελλήνων, για τις προσβολές που υπέστησαν και που εξακολουθούν να υφίστανται. Είναι, βέβαια, δυστύχημα για την Ελλάδα το ότι δεν κατέστη δυνατή η συνένωση αυτών των αντιμνημονιακών και ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων.
Παρά ταύτα, ελπίζω για το καλύτερο, και αποφεύγω να σκέπτομαι ότι στις 26 Μαΐου ενδέχεται οι κάλπες να μην προβάλλουν αυτό το μήνυμα. Διότι τότε, δυστυχώς, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας.