«H Βουλή είναι αναρμόδια για τη δίωξη και εκδίκαση των εγκλημάτων του σκανδάλου Novartis και οφείλει να επιβεβαιώσει τη σχετική αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων» αναφέρουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στο πόρισμά τους που δόθηκε στη δημοσιότητα ως προς το σκέλος της νομικής τεκμηρίωσης περί της αναρμοδιότητας. Η θέση αυτή, όπως τονίζουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, «δεν αποτελεί κρίση πολιτικής σκοπιμότητας αλλά στηρίζεται στην πιστή ερμηνεία και εφαρμογή του ισχύοντος Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας και αποτρέπει θεσμικά την επέλευση των συνεπειών εφαρμογής του άρθρου 86 Συντάγματος, αποτρέπει δηλαδή την εξάλειψη των ποινικών ευθυνών, την ατιμωρησία πιο απλά των ελεγχόμενων προσώπων λόγω παρέλευσης της κατά το άρθρο 86 παρ. 3 Συντ. αποσβεστικής προθεσμίας».
«Το πόρισμά μας ότι η δίωξη και εκδίκαση των πράξεων δωροληψίας και ξεπλύματος παράνομων εσόδων πρέπει να αφεθεί στα τακτικά δικαστήρια, αφήνει ανοικτό τον δρόμο για απονομή δικαιοσύνης, καταπολέμηση διαφθοράς, οριστική απαλλαγή των αθώων από κάθε ποινή, υπόνοια ή στίγμα, και για καταδίκη όσων θα κριθούν ένοχοι για παράνομες πράξεις που συνέβαλαν στην οικονομική κρίση της χώρας μας» αναφέρουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.
Κορυφαίο ζήτημα η αρμοδιότητα
Δώδεκα σελίδες αριθμεί η γνώμη των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την αρμοδιότητα, ζήτημα για το οποίο, εκ προοιμίου υπογραμμίζουν ότι «σε όλες τις νομικές διαδικασίες της πολιτικής, διοικητικής και ποινικής δικαιοσύνης αποτελεί κορυφαίο θεσμό» και «ως εκ τούτου ορθά απασχόλησε και την Επιτροπή».
Στο πόρισμα χαρακτηρίζεται «αυτονόητη» η εξέταση της αρμοδιότητας στην αρχή της όλης διαδικασίας στην ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης διότι εξέταση της αρμοδιότητας «λογικά προηγείται», αφού σε διαφορετική περίπτωση «διεξάγονται ανώφελες και άκυρες διαδικαστικές πράξεις». Σε κάθε περίπτωση υπάρχει η πρόβλεψη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 120 παρ. 1) ότι το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως εξετάζει την καθ΄ύλην αρμοδιότητα του σε κάθε στάδιο της δίκης (δηλαδή και κατά την προδικασία) και σε περίπτωση διαπίστωσης αναρμοδιότητας, παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Είναι χαρακτηριστική εξάλλου και η επισήμανση τους, με βάση τη νομολογία και τη θεωρία της ποινικής δικονομίας, πως όταν δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, δημιουργείται υπέρβαση εξουσίας και γεννάται λόγος αναίρεσης.
Ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, αναφέρεται ότι δεν υπάγεται στον περί ευθύνης υπουργών θεσμό, κατά το Σύνταγμα και τη νομοθεσία και αρμόδια για τη δίωξη και εκδίκαση της παραπάνω πράξης είναι τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Για το αδίκημα της δωροδοκίας/δωροληψίας, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ παραθέτουν στο πόρισμά τους, νομολογιακά δεδομένα και θεωρητικές ενασχολήσεις, που όπως αναγνωρίζουν διχάζονται, για να καταλήξουν ότι, από την αντιπαράθεσή τους, «προκύπτει ότι οι πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, δεν εμπίπτουν στη διατύπωση ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (σ.σ. υπουργοί)», ενώ δύνανται να υπαχθούν στον ευρύτερο κύκλο των σχετιζόμενων με τα καθήκοντα πράξεων.
Το πόρισμα του ΠΑΣΟΚ για την υπόθεση Siemens
Γίνεται επίσης επίκληση στο πόρισμα του ΠΑΣΟΚ για την υπόθεση Siemens το 2011 σύμφωνα με το οποίο «Χορηγίες ή χρηματικές ροές ακόμη και προς υπουργούς, που είτε σχετίζονται με τον γενικότερο πολιτικό τους ρόλο και όχι με τα στενά υπουργικά τους καθήκοντα, είτε έγιναν σε χρόνο μεταγενέστερο της υπουργικής τους θητείας (ξέπλυμα μαύρου χρήματος) δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της Βουλής με βάση του Σύνταγμα και τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά στον τακτικό δικαστή. Η δε επιτροπή της Βουλής δεν νομιμοποιείται να προτείνει την περαιτέρω διερεύνηση από τα δικά της όργανα σχετικά με τις περιπτώσεις αυτές». Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ τονίζουν ότι και ο Ανδρέας Λοβέρδος είχε αρθρογραφήσει το 1995 περί ποινικής ευθύνης υπουργών όχι μόνο για την άσκηση των καθηκόντων αλλά και για την «άσκηση πολιτικής» και στην ίδια κατεύθυνση γίνεται επίκληση και άρθρου του Ε. Βενιζέλου το 2011.
Το άρθρο Παυλόπουλου
Στο πόρισμα γίνεται αναφορά σε άρθρο που έγραψε το 2012 ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, με αφορμή την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, που αναγνωρίζει την ύπαρξη ευνοϊκής εξαίρεσης υπέρ των μελών της κυβέρνησης και των υπουργών και συμπεραίνει ότι, μέχρι την επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, ως προς τον θεσμό της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, πρέπει να στηριχθεί εκείνη η ερμηνεία των κείμενων διατάξεων η οποία περιορίζει στο έπακρο το ευνοϊκό καθεστώς υπέρ των κάθε είδους πολιτικών προσώπων, «Γιατί αν συμβεί το αντίθετο, θα δικαιωθούν, δυστυχώς, οι ποικιλώνυμοι υπέρμαχοι του πολιτικού φαρισαϊσμού, οι οποίοι στο όνομα της δημοκρατίας κατά καιρούς απεργάζονται, εκουσίως ή ακουσίως, την κατάρρευση της».
«Η θέση μας είναι διαχρονική»
Οι βουλευτές τονίζουν ότι η άποψη τους ως προς τα αδικήματα της δωροληψίας δεν είναι συγκυριακή. «Δεν είναι νέα άποψη. Ούτε έχει χαρακτήρα συγκυριακής πολιτικής σκοπιμότητας. Αντίθετα, είναι άποψη διαχρονική η οποία έχει κατ’ αναλογία διατυπωθεί και στο παρελθόν, σε χρόνο ανύποπτο, με τον πλέον επίσημο, σαφή και κατηγορηματικό τρόπο» τονίζουν οι βουλευτές και επικαλούνται τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ το 2011 για το Βατοπέδι.
«Ενόψει της τεράστιας σημασίας που έχει η δικαιοκρατική αντιμετώπιση του σκανδάλου διαφθοράς στον φαρμακευτικό τομέα, που έπληξε τη χώρα, γίνεται σαφές: πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων δεν τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων κι επομένως δεν εμπίπτουν στο άρθρο 86 παρ. 1 Συντ. Η Βουλή επομένως είναι αναρμόδια για τη δίωξη και την εκδίκασή τους και οφείλει να επιβεβαιώσει τη σχετική αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων. Ο δρόμος για τη δικαιοκρατική αντιμετώπιση της διαφθοράς μένει έτσι εδώ, ανοικτός» αναφέρουν συμπερασματικά οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και προσθέτουν: «Αντιστοίχως, πράξεις δωροδοκίας και δωροληψίας δεν τελούνται απαραίτητα -ούτε καν συνήθως- κατά την άσκηση των καθηκόντων» και η Βουλή συνεπώς είναι αναρμόδια για τη δίωξη και την εκδίκασή τους και οφείλει να αναγνωρίσει τη σχετική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων.
Η παραγραφή
Κυρίως όμως οι βουλευτές υπογραμμίζουν ότι: η αναγνώριση ότι τα παραπάνω ερευνώμενα εγκλήματα δεν τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων, κι επομένως δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της Βουλής, αποτρέπει θεσμικά την επέλευση των συνεπειών εφαρμογής του άρθρου 86 Συντάγματος, δηλαδή, την εξάλειψη των ποινικών ευθυνών, την ατιμωρησία πιο απλά των ελεγχόμενων προσώπων λόγω παρέλευσης της κατά το άρθρο 86 παρ. 3 Συντ. αποσβεστικής προθεσμίας.
«Η διάγνωση, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η συνταγματική νομιμότητα και τα κοινωνικά αιτήματα συμπίπτουν δεν είναι αυθαίρετη, ούτε δύσκολη. Το σύνολο των δημοκρατικών κομμάτων της χώρας μας έχουν εκφράσει γνώμη υπέρ της ριζικής αλλαγής του ισχύοντος άρθρου 86 του Συντάγματος, κατεξοχήν λόγω της προνομιακή αντιμετώπισης των ποινικών ευθυνών των πολιτικών με τη σύντομη εξάλειψη του αξιοποίνου των εγκλημάτων τους» επισημαίνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και καταλήγουν: «το πόρισμά μας, ως εκ τούτου, ότι η δίωξη και εκδίκαση των πράξεων δωροληψίας και ξεπλύματος παράνομων εσόδων πρέπει να αφεθεί στα τακτικά δικαστήρια, αφήνει ανοικτό τον δρόμο για απονομή δικαιοσύνης, καταπολέμηση διαφθοράς, οριστική απαλλαγή των αθώων από κάθε ποινή, υπόνοια ή στίγμα, και για καταδίκη όσων θα κριθούν ένοχοι για παράνομες πράξεις που συνέβαλαν στην οικονομική κρίση της χώρας μας».