Η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει με ένα λαμπερό κρουαζιερόπλοιο, σε ένα καταπληκτικό ταξίδι σε ήρεμες θάλασσες που, όμως, στην πρώτη φουρτούνα που προκάλεσε η οικονομική κρίση του 2008 και στην συνέχεια το προσφυγικό, παρουσίασε σωρεία προβλημάτων λόγω κακοτεχνιών στην κατασκευή του.
Η ίδρυση της ΕΟΚ ήταν η πρώτη προσπάθεια συσπείρωσης των λαών της Ευρώπης, όχι για την αντιμετώπιση ενός κοινού εχθρού όπως είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά αυτή την φορά για την οικονομική ευημερία, την ειρήνη και την σταθερότητα, στην ταλαιπωρημένη από ένοπλες συγκρούσεις και ταραχές, με αποκορύφωμα τους δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους, Γηραιά Ήπειρο.
Θεμέλια του οικοδομήματος της Ένωσης ήταν η εξάλειψη των εγωιστικών εθνικών πολιτικών και του εθνικισμού, και η προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, της συνεργασίας, των ανοιχτών συνόρων, της επικοινωνίας, της ευημερίας, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της κυριαρχίας του διεθνούς δικαίου και της διαπραγμάτευσης έναντι της χρήσης βίας, και της πολυμέρειας αντί της μονομέρειας. Κι αυτές οι αξίες απέκτησαν σταδιακά οικουμενικό χαρακτήρα.
Η Ένωση ως φορέας-πρότυπο κοινά αποδεκτών, σε παγκόσμιο επίπεδο, αξιών, είχε μια αξιοσημείωτη συμβολή στον «εκπολιτισμό» του πλανήτη. Η συνεισφορά της στην ειρήνη και προώθηση της ευημερίας των λαών δεν αφορούσε μόνο στο εσωτερικό της. Αφορούσε -και αφορά- επίσης τις εκτός Ένωσης χώρες της Ευρώπης που διακαώς επιθυμούσαν και επιθυμούν την ένταξή τους σε αυτήν, και στο πλαίσιο αυτό ήταν (και είναι) υποχρεωμένες να ασπαστούν τις αξίες της, υπηρετώντας πρωτίστως την ειρήνη καθώς και όλες τις χώρες του πλανήτη που αποδέχθηκαν τις αξίες της και την επέλεξαν ως πρότυπο.
Η υιοθέτηση της αιώνιας ειρήνης του Καντ και η ενίσχυση των ευρωπαϊκών αρχών διευκολύνθηκαν ιδιαίτερα από την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η Ευρώπη διατηρούσε στρατιωτικές δυνάμεις για την αντιμετώπιση της προερχόμενης από την πρώην Σοβιετική Ένωση απειλής κι όχι για επεμβάσεις έξω από τα σύνορά της. Κατά συνέπεια, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι αμυντικές δαπάνες των χωρών της μειώθηκαν σημαντικά ενώ έννοιες όπως στρατηγική και γεωπολιτική έπαψαν να απασχολούν τους Ευρωπαίους.
Οι επικριτές της νέας στρατηγικής κουλτούρας της Ένωσης, που θέλησε να αποστασιοποιηθεί από το αιματηρό παρελθόν της, υποστηρίζουν πως δεν ήταν προϊόν ηθικής αλλά συμφερόντων, αφήνοντας την δύσκολη αποστολή της παγκόσμιας τάξης στις ΗΠΑ, την δράση των οποίων ωστόσο θέλησαν να ελέγχουν, ως υποστηρικτές της πολυμέρειας, μέσω του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ. «Αυτοί που δεν έχουν τα μέσα να δράσουν μόνοι τους, θέλουν να έχουν έναν μηχανισμό για να ελέγχουν εκείνους που τα έχουν» υποστηρίζει ο [έγκυρος αναλυτής του Brookings Institution] Ρόμπερτ Κέιγκαν.
Το χάσμα ανάμεσα στην Ένωση και τις ΗΠΑ διευρύνθηκε μετά το 2001, οπότε οι δεύτερες επέλεξαν την σημαντική αύξηση της σκληρής έναντι της ήπιας ισχύος που μέχρι τότε ήταν η βασική τους επιλογή. Διαφορετικές πορείες ακλούθησαν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Η πρώτη από την σκληρή στην ήπια ισχύ, οι δεύτερες το αντίστροφο. Φαίνεται πως η διατλαντική αντίθεση στα διεθνή στρατηγικά ζητήματα θα συνεχίσει να υπάρχει επειδή τα αίτια είναι βαθιά.
Σήμερα, κοσμογονικές αλλαγές συναντά ένας παρατηρητής στο διεθνές σύστημα με σημείο αφετηρίας τη μεγάλη οικονομική κρίση στις ΗΠΑ το 2008 που σταδιακά εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη και η οποία, παρά τα όσα λέγονται, δεν έχει ξεπεραστεί. Έχουμε μια δραστική μετατόπιση της ισχύος από την Δύση στην Ανατολή όπου νέοι πόλοι ισχύος όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία σηματοδοτούν το πέρασμα από την μονομέρεια στην πολυμέρεια. Στην πρόσφατη δήλωση του Αμερικανού ΥΠΕΞ για υποστήριξη των Φιλιππίνων με στρατιωτικά μέσα εάν απαιτηθεί, το Πεκίνο απάντησε πως ο καλύτερος τρόπος να διαφυλαχθεί η ειρήνη στην περιοχή είναι να μην εμπλέκονται σε αυτήν γεωγραφικά απομακρυσμένες δυνάμεις, αμφισβητώντας ευθέως την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.
Το πλέον πιθανόν είναι οι ΗΠΑ να επιστρέψουν σταδιακά στην προ του Β’ΠΠ κατάσταση, δηλαδή στην ήπειρό τους, με συμφέροντα προσανατολισμένα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Το πρόβλημά τους με την Κίνα δεν πρόκειται να λυθεί με μια νέα εμπορική συμφωνία, όπως ενδεχομένως πολλοί θεωρούν, διότι δεν αφορά μόνο στον τομέα της οικονομίας˙ πρωτίστως είναι ζήτημα ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα σημαντικό στις ΗΠΑ. Αντίθετα θα είναι εξαιρετικά χρήσιμη μια συνεργασία σε υψηλό επίπεδο με την Ρωσία για την αντιμετώπιση των νέων απειλών.
Σε αυτό το περιβάλλον των μεγάλων αλλαγών, στο οποίο να προσθέσουμε και την εμφάνιση θέσεων αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας -στο νέο παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον- της δημοκρατίας στην οικονομική ανάπτυξη και κατά συνέπεια στην προώθηση της ασφάλειας και της ευημερίας των πολιτών, έχουμε μια Ευρώπη σε κρίση, χωρίς όραμα και σε αναζήτηση ταυτότητας, όπου έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους, μετά από δεκαετίες, ο εθνικισμός και οι εγωιστικές εθνικές πολιτικές, στην εξάλειψη των οποίων, όπως έχει ήδη αναφερθεί, θεμελιώθηκε το οικοδόμημα της Ένωσης. Και βέβαια υπάρχει και το BREXIT που βρίσκεται σε εξέλιξη. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Ποια θα είναι η μορφή και η θέση της Ένωσης στο νέο, υπό διαμόρφωση, πολυπολικό σύστημα;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει με ένα λαμπερό κρουαζιερόπλοιο, σε ένα καταπληκτικό ταξίδι σε ήρεμες θάλασσες που, όμως, στην πρώτη φουσκοθαλασσιά, στην πρώτη φουρτούνα που προκάλεσε η οικονομική κρίση του 2008 και στην συνέχεια το προσφυγικό, παρουσίασε σωρεία προβλημάτων λόγω κακοτεχνιών στην κατασκευή του. Συνεχίζει να ταξιδεύει με κάποιες παρεμβάσεις που του επιτρέπουν να πλέει, με τρωμένο όμως γόητρο και λιγότερη αίγλη. Ακόμη και σήμερα προσπαθεί να βρει τρόπους άντλησης των νερών που θα μπουν στην επόμενη φουρτούνα, αντί για μια δομική ανακατασκευή που θα απαγορεύσει την εισροή υδάτων και θα το καταστήσει άτρωτο σε οποιαδήποτε νέα καταιγίδα.
Αυτοί που προωθούν την λύση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου για την δανειοδότηση των ελλειμματικών χωρών, προφανώς ξεχνούν πως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) δεν κατάφερε να σώσει το σύστημα σταθερών νομισματικών ισοτιμιών που υιοθετήθηκε με την Συμφωνία Bretton Woods, όπως ξεχνούν την εγκατάλειψη του Κανόνα του Χρυσού μετά την οικονομική κρίση του 1929. Μόνη λύση για την θωράκιση του ευρώ είναι η υιοθέτηση κοινής δημοσιονομικής πολιτικής που αποτελεί το μεγάλο βήμα για μια πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη και κατ’ ελάχιστο έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου των πλεονασμάτων-ελλειμμάτων (ανακύκλωση πλεονασμάτων) που νομοτελειακά δημιουργούνται λόγω διαφορών στην ανταγωνιστικότητα των οικονομιών και αδυναμίας εφαρμογής εθνικών νομισματικών πολιτικών. Στο δια ταύτα, τα προβλήματα στην αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δραστικά διότι η διάλυση της Ευρωζώνης, στην επόμενη φουρτούνα, είναι μια υπαρκτή απειλή με σοβαρό κίνδυνο να συμπαρασυρθεί όλο το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με δεδομένο, λοιπόν, την δραστική αντιμετώπιση των προβλημάτων και την επιβίωση της Ένωσης που είναι το ζητούμενο, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για την θέση της στο νέο, υπό διαμόρφωση, διεθνές σύστημα της πολυμέρειας. Η επιλογή να παραμείνει αδιάφορη στην δυναμική που έχει αναπτυχθεί και οδηγεί στην διαμόρφωση του νέου κόσμου, είναι εξαιρετικά απίθανη καθόσον, πέραν των άλλων, τίθεται και το ζήτημα της ασφάλειάς της αν λάβουμε υπόψη πως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν ή και αδυνατούν να συνεχίσουν να έχουν αυτήν την αποστολή. Στο πλαίσιο αυτό έχει ανοίξει η συζήτηση για ουσιαστική κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, ωστόσο δεν αποτελεί μια εύκολη υπόθεση αν έτσι αρχικά φαίνεται σε πολλούς.
Για να υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική με περιεχόμενο και ουσία πρέπει να υπάρχουν κοινά συμφέροντα -η προώθηση των οποίων αποτελεί το αντικείμενο της εξωτερικής πολιτικής- σε μόνιμη βάση κι όχι περιστασιακά, κι αυτό με την σειρά του απαιτεί την πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης ή κατ’ ελάχιστο κοινή δημοσιονομική πολιτική. Και, βέβαια, δεν νοείται εξωτερική πολιτική χωρίς να υπάρχει η ανάλογη ισχύς για την υποστήριξή της.
Αντίθετα, σε μια Ένωση πολλών ταχυτήτων, χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή χωρίς κοινά οικονομικά συμφέροντα, ενδεχομένως η κοινή εξωτερική πολιτική και ασφάλεια να αποδειχθεί επικίνδυνη για χώρες όπως η Ελλάδα. Πόσο εύκολο είναι αυτή την στιγμή η Ελλάδα, άμεσα εξαρτώμενη από τις αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης, να αρνηθεί στο πλαίσιο κοινής εξωτερικής πολιτικής μια θέση που εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα της Γερμανίας αλλά όχι της Ελλάδας;
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό το πρόβλημα. Η προώθηση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας χωρίς να έχει προηγηθεί η πολιτική ένωση μπορεί να εξελιχθεί σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα, εξαιτίας των διαφορών που θα προκύψουν μεταξύ των χωρών-μελών, που θα θέσει σε δοκιμασία την συνοχή της με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στην πορεία της. Κάθε βήμα προς τα εμπρός πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή και τρόπο που δεν θα οδηγήσει σε υπαναχωρήσεις και βήματα προς τα πίσω, τα οποία δημιουργούν ένα γενικό αρνητικό κλίμα και δεν είναι πάντα ελέγξιμα.
Μέσα στην Ένωση, ειδικά μετά τη μεγάλη διεύρυνση, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις στο ζήτημα αυτό. Χώρες όπως η Γαλλία και η Μ. Βρετανία, έχουν παραδοσιακά μια ιδιαίτερη έφεση-ικανότητα στα ζητήματα στρατηγικής και διπλωματίας και οικουμενική αποστολή που δεν επιθυμούν να απεμπολήσουν. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε πρόταση στην κατεύθυνση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας γίνεται με τρόπο που να διαφυλάσσει την εθνική κυριαρχία. Άλλες χώρες είναι αντίθετες σε επεμβάσεις έξω από τα σύνορά τους, και υπάρχουν χώρες που είναι θετικές σε έναν τέτοιο ρόλο αλλά σε όχι στον ίδιο βαθμό. Αυτές οι διαφορές είχαν ως αποτέλεσμα την συμμετοχή μέχρι σήμερα της Ένωσης μόνο σε αποστολές Petersberg, δηλαδή σε επιχειρήσεις όχι επιβολής αλλά διατήρησης της ειρήνης.
Πέραν τούτου, η υιοθέτηση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας αποτελεί ένα κομβικό σημείο στην πορεία του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια Ευρώπη με στρατιωτική ισχύ, σε ένα νέο πολυπολικό σύστημα, είναι εξαιρετικά απίθανο να παραμείνει αμέτοχη στη νέα διεθνή τάξη. Η επιλογή της σκληρής αντί της ήπιας ισχύος, της χρήσης βίας αντί της διπλωματίας και του διεθνούς δικαίου, θα αλλάξει τον χαρακτήρα της Ένωσης, θα ενισχύσει τον εθνικισμό και τις εθνικές εγωιστικές πολιτικές, οι οποίες ούτως ή άλλως έχουν κάνει την εμφάνισή τους, και θα απομακρύνει την Ένωση από τις σημερινές οικουμενικές αρχές της, και αυτό ίσως αποδειχθεί καταστροφικό πριν την πολιτική ολοκλήρωσή της. Μια τέτοια προσπάθεια εμπεριέχει στοιχεία των εγχειρημάτων του μακρινού παρελθόντος για μια Ένωση στο πλαίσιο αντιμετώπισης ενός κοινού εξωτερικού κινδύνου που όταν εξέλιπε χανόταν και το όραμα.
Πολλά θα εξαρτηθούν από το BREXIT που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η Μ. Βρετανία είναι μια χώρα με μεγάλη στρατιωτική ισχύ -με ό,τι αυτό σημαίνει σε μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα στο νέο πολυπολικό διεθνές σύστημα- που ωστόσο πάντα έβλεπε την Ευρώπη ως «χώρο» κι όχι ως «δύναμη». Αυτό σημαίνει πως εάν τελικά αποχωρήσει θα είναι πιο εύκολο το επόμενο βήμα για περισσότερη Ευρώπη, χωρίς όμως την σημαντική στρατιωτική της ισχύ. Αν παραμείνει, το πλέον πιθανόν είναι να συνεχίσει να λειτουργεί ως τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια για περισσότερη Ευρώπη. Το ιδανικό θα ήταν μια Ευρωπαϊκή Ένωση με μια νέα, ως προς την αντίληψη της ενωμένης Ευρώπης, Μ. Βρετανία στους κόλπους της.
Θα πρέπει, όμως, να επισημάνουμε την διαφορετική προσέγγιση, που πάντα υπήρχε, στο ζήτημα της πολιτικής τής ολοκλήρωσης, η οποία δεν ταυτίζεται για όλους με την πολιτική ολοκλήρωση της ΕΕ, όπως κάποιοι ενδεχομένως πιστεύουν. Δεν έχουν όλοι την ίδια εικόνα για την τελική επιθυμητή κατάσταση. Οι ΗΠΑ, τις οποίες προβάλλουν οι υποστηρικτές της πολιτικής ολοκλήρωσης ως παράδειγμα, προέκυψαν από οικονομικούς μετανάστες από πολλά σημεία του πλανήτη, που στο όνομα της ευημερίας συνειδητά παραμέρισαν τις όποιες πολιτιστικές κι άλλες μεταξύ τους διαφορές ενώ στην Ευρώπη οι λαοί ζουν χιλιάδες χρόνια, με τον δικό τους πολιτισμό και κουλτούρα που δεν είναι διατεθειμένοι να απεμπολήσουν για κανέναν λόγο. Είναι ένα ισχυρό επιχείρημα αυτών που θεωρούν πως στο ορατό μέλλον δεν πρόκειται η σημερινή Ένωση να προχωρήσει σε πολιτική ολοκλήρωση, και, βέβαια, σήμερα που οι λαοί χρεώνουν σε αυτήν τα χαμηλά επίπεδα ευημερίας που απολαμβάνουν σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλά κανείς για περισσότερη Ευρώπη.
Στο πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει ουσιαστική κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα στο ορατό μέλλον. Η σημερινή κατάσταση, η οποία περιλαμβάνει την κοινοτικοποίηση κάποιων από τα μείζονα και δευτερεύοντα εθνικά συμφέροντα, με τα συμφέροντα επιβίωσης και τα ζωτικά να παραμένουν εθνική υπόθεση, μάλλον θα συνεχίσει να υπάρχει, παρά τις όποιες διαφορετικές επιθυμίες πολλοί εκφράζουν, μέχρι την στιγμή που η Ευρώπη θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια κοινή εξωτερική απειλή.
Στο δια ταύτα, πρέπει, και καλώς υπάρχει, η κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα, την οποία, ως χώρα, πρέπει να υποστηρίξουμε και να πάρουμε σχετικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της αναβάθμισης-ενίσχυσης του θεσμού αυτού, αλλά πρέπει να την βλέπουμε πάντα στην πραγματική της διάσταση. Το 1991, ο τότε Βέλγος Υπουργός Εξωτερικών, Μαρκ Εϊσκένς, χαρακτήρισε την ΕΕ «οικονομικό γίγαντα, πολιτικό νάνο και στρατιωτικό σκουλήκι» και η φράση αυτή φαίνεται να αποκτά διαχρονικό χαρακτήρα και είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Μπορεί κάποιος σήμερα να κατηγορήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ενδεχομένως για πολλά λάθη και να εντοπίσει αρκετά κυρίως δομικά προβλήματα στην οργάνωση και την λειτουργία της, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αποτελεί ό,τι καλύτερο υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία ως τέτοιο εγχείρημα. Τα προβλήματα, τα λάθη και οι παθογένειες πρέπει να εντοπίζονται, να καταγράφονται, να αναδεικνύονται και να θεραπεύονται στο πλαίσιο δημιουργίας μιας Ευρώπης όπως την οραματίστηκαν οι ιδρυτές πατέρες και την οραματίζονται σήμερα οι Ευρωπαϊστές, κι όχι να αποκρύπτονται, και κυρίως δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα εναντίον της Ενωμένης Ευρώπης ενισχύοντας τον ευρωσκεπτικισμό και τις εγωιστικές εθνικές πολιτικές. Η διάλυση της ΕΕ, που αποτελεί ένα υπαρκτό ενδεχόμενο, θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση του εθνικισμού και θα αποτελέσει μια μεγάλη ήττα της δημοκρατίας στη Γηραιά Ήπειρο, με σοβαρές δυσάρεστες συνέπειες ακόμη και στην ειρήνη.
Το μεγάλο στοίχημα για την Ευρώπη σήμερα είναι η δραστική αντιμετώπιση του εθνικισμού και των εγωιστικών εθνικών πολιτικών καθώς επίσης και του φασισμού, λέξη ταμπού στην Ευρώπη, γι’ αυτό και συναντάται με άλλους όρους. Και τούτο απαιτεί από τους επικεφαλής των κρατών-μελών να σηκώσουν τα κεφάλια τους από τα δημόσια λογιστικά βιβλία τους και ως ηγέτες να παρουσιάσουν ένα νέο όραμα που θα εμπνεύσει και πάλι τους λαούς της Ευρώπης.
Σε ό,τι δε αφορά ειδικά την χώρα μας, θα πρέπει κάποια στιγμή να αποστασιοποιηθούμε από το παρελθόν μας, τότε που βλέπαμε την ΕΕ ως τον χώρο όπου άλλοι θα μας ταΐζουν και θα φυλάνε τα σύνορά μας, και να συμμετέχουμε κι εμείς, με προτάσεις και πρωτοβουλίες, στις ζυμώσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για μια πραγματικά ενωμένη Ευρώπη, στους κόλπους της οποίας οι πολίτες θα απολαμβάνουν ασφάλεια, ελευθερία, τάξη και δικαιοσύνη στην βάση των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών, και υψηλά επίπεδα ευημερίας.
Θα ήμουν εξαιρετικά αισιόδοξος αν τα ζητήματα αυτά έμπαιναν στην προεκλογική κουβέντα από τα κόμματα και τους υποψήφιους ευρωβουλευτές αντί της προσπάθειας κομματικής και μόνο εκμετάλλευσης των ευρωεκλογών, ενόψει των επικείμενων εσωτερικών κοινοβουλευτικών εκλογών.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΘΕΟΦΑΝΟΥΣ είναι υποστράτηγος ε.α., οικονομολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Εθνική Στρατηγική-Πρόταση για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο», η Β’ έκδοση του οποίου έχει ήδη κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.