Το τέλος της Προστασίας του Νόμου Κατσέλη για την πρώτη κατοικία φέρνει από την 1η Μαΐου η ψήφιση του νόμου 4605 που ψηφίστηκε πριν λίγες εβδομάδες.
Μετά από 9 χρόνια, τα δεδομένα για του πλειστηριασμούς αλλάζουν και οι αλλαγές ενεργοποιούνται αμέσως μετά το Πάσχα.
Με βάση τις νέες οδηγίες που έλαβαν τα δικαστικά Τμήματα είσπραξης των ΔΟΥ, όποιος δεν καλυφθεί με το νέο σύστημα, το σπίτι του μπαίνει σε πρόγραμμα πλειστηριασμού για τα χρέη στην εφορία.
Αλλά και σε περίπτωση παροχής «προσωρινής προστασίας» του οφειλέτη, το Δημόσιο εμποδίζεται μεν να προχωρήσει σε πρόγραμμα πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας, παρά ταύτα όμως, μπορεί να συνεχίζει να επιβάλει όλα τα άλλα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης ή ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, αλλά και μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη.
Οι εφορίες έχουν λάβει ήδη «σήμα» για τις αλλαγές αυτές αφού, όπως αναφέρει νέα εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, με βάση τον νέο νόμο:
– στις 28 Φεβρουαρίου 2019 έληξε η προστασία του νόμου Κατσέλη
– από 1/3/2019 δεν υφίσταται πλέον δυνατότητα του οφειλέτη να υποβάλει δικαστικώς αίτηση για εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση
– η ισχύς των νέων διατάξεων (άρθρων 68 έως 83) αρχίζει την 30η/4/2019
– ήδη άρχισαν να εκδίδονται Υπουργικές Αποφάσεις για τα νέα κριτήρια επιλεξιμότητας ή αποκλεισμού των οφειλετών από το νέο πλαίσιο προστασίας της κύριας κατοικίας, όπως ο «προσδιορισμός της αξίας μεταφορικών μέσων» που συνυπολογίζονται στο όριο της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη (100.000-180.000 ανάλογα με την ιδιότητα ή την οικογένειά του).
Πότε «κτυπάει» η εφορία
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση του Διοικητού της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, η νέα ρύθμιση αφορά μόνον τα χρέη προς τις τράπεζες.
Θέτει όμως και τους κανόνες που το Δημόσιο θα ασκεί μέτρα αναγκαστικής είσπραξης στις περιπτώσεις όσων τυχόν υπαχθούν ή αποκλειστούν από το νέο σύστημα.
Συγκεκριμένα:
1. αν ζητηθεί προσωρινή προστασία της κύριας κατοικίας (κατ’ άρθρο 78):
Για όσους υποβάλλουν αίτηση συναινετικής ρύθμισης (κατ’ άρθρο 72 του νόμου) και κριθούν επιλέξιμοι κατά τον προέλεγχο (άρθρο 73) ισχύει αυτοδίκαιη αναστολή κάθε πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας τους, ακόμη κι έναντι των πιστωτών που δεν περιλαμβάνονται στην αίτηση, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο.
Ωστόσο η προστασία αυτή λήγει:
i. αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ρύθμισης με έναν τουλάχιστον πιστωτή, για αναστολή πλειστηριασμού
ii. σε περίπτωση εμπρόθεσμης (παρ. 4 άρθρου 77) υποβολής αίτησης δικαστικής ρύθμισης.
Ωστόσο η αναστολή πλειστηριασμού (παραγράφος 1 άρθρου 78 του ν. 4605/2019) χορηγείται μία μόνον φορά, δεδομένου ότι:
– απαγορεύεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, ακόμα κι αν με τη δεύτερη αίτηση ζητείται ρύθμιση διαφορετικών οφειλών σε σχέση με την πρώτη ή αν ο αιτών εξέπεσε της ρύθμισης που προέκυψε από την προηγούμενη αίτηση.
– κι αν ακόμα υπάρχουν ελλείψεις ή σφάλματα της αίτησης, τυχον διορθώσεις δεν έχουν αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Αντιθέτως όμως, αν ο οφειλέτης δεν κριθεί επιλέξιμος κατά τον προέλεγχο επιλεξιμότητας δεν ισχύει η αυτοδίκαιη αναστολή από πλειστηριασμούς. Ωστόσο έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την αναστολή του πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας του σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
«Κατόπιν των ανωτέρω», τονίζεται στην εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, «σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 78 περί προσωρινής προστασίας, το Δημόσιο υποχρεούται αποκλειστικά στη μη έκδοση του προγράμματος πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας, η εφόσον αυτό έχει εκδοθεί, στη μη πραγματοποίηση του. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 78, η προσωρινή προστασία του άρθρου 78 δεν εμποδίζει την επιβολή λοιπών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην κύρια κατοικία του αιτούντος, ούτε τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης η ασφαλιστικών μέτρων στην υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη».
2. αν επιτευχθεί ρύθμιση, συναινετική ή δικαστική:
Μετά την επίτευξη συναινετικής ή δικαστικής ρύθμισης με έναν τουλάχιστο πιστωτή δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε πιστωτή του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, η επίσπευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης στην κύρια κατοικία του αιτούντος, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επ’ αυτής, η εγγραφή υποθήκης ή η τροπή της προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη.