Η επιστημονική έρευνα και η ιστορική εμπειρία δείχνουν πως η ανακάλυψη σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πηγών σε μία χώρα και ειδικά η ανακάλυψη σημαντικών αποθεμάτων πετρελαίου και αερίου, αντί ευλογίας μάλλον τελικά αποτελούν μπελά και πονοκέφαλο για τα περισσότερα κράτη.
Η διαπίστωση αυτή έχει ονομαστεί «κατάρα» των πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Φυσικά γι’ αυτή την «κατάρα» δεν φταίνε ούτε τα κοιτάσματα, ούτε αυτοί που τα ανακαλύπτουν. Η «κατάρα» προκύπτει κυρίως διότι τα κράτη και οι πολιτικές τους ηγεσίες εμφανίζονται, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ανέτοιμες να διαχειριστούν ορθά τα αποτελέσματα των ερευνών μέχρι η κατάσταση να περάσει – αν περάσει – σε φάση υλοποίησης, όπου θα αρχίσουν να έρχονται λογικά και έσοδα στα κρατικά ταμεία. Και φυσικά η περιπέτεια δεν σταματά εκεί…
Αυτά τα διδάγματα, το Ελληνικό κράτος και η κοινωνία δείχνουν πως μάλλον τα αγνοούν.
Εδώ και μια δεκαετία περίπου, η συζήτηση και οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στη χώρα μας έχει ενταθεί. Ακόμη και αν δεχθούμε πως όλα έχουν γίνει σωστά – παραδοχή που βρίσκεται πολύ μακριά από την αλήθεια – και έχουμε επιτέλους φτάσει σε ένα στάδιο προκήρυξης ερευνητικών αδειοδοτήσεων, το μεσοδιάστημα από την αδειοδότηση και την έρευνα μέχρι την τελική απόφαση για εξόρυξη (Final Investment Decision, FID) είναι πολύ κρίσιμο για την επιτυχία ή αποτυχία του εγχειρήματος ως προς το δημόσιο συμφέρον.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ και βάσει στοιχείων από την Παγκόσμια Τράπεζα, εξετάστηκαν για το χρονικό διάστημα 1973-2012 οι μακροοικονομικές επιπτώσεις της ανακάλυψης σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πηγών σε 130 κράτη. Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν σοκαριστικό. Αντί της ανάπτυξης, όπως κανείς θα περίμενε, στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξε συρρίκνωση του ρυθμού ανάπτυξης και κλίμα αναμονής. Δεδομένου του ότι, από το στάδιο της ανακάλυψης κοιτασμάτων μέχρι να περάσουμε σε τελικές αποφάσεις επένδυσης πολλές φορές μεσολαβεί δεκαετία ή και περισσότερο, μακροοικονομικά οι επιπτώσεις ήταν καταστροφικές για τα κράτη αυτά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανακάλυψη των κοιτασμάτων δεν κατέληξε ποτέ και σε αποφάσεις για επενδύσεις.
Μικρή εξαίρεση αποτελέσαν τα κράτη εκείνα που προσεκτικά προετοίμασαν το έδαφος ώστε να καλλιεργηθεί γόνιμο θεσμικό και επενδυτικό κλίμα, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις και οι υποδομές ώστε η όλη κατάσταση να οδηγήσει αφενός σε επίσπευση των αποφάσεων για εξόρυξη και αφετέρου σε μία προστιθέμενη αξία των αναγκαίων επενδύσεων με θετικό πρόσημο για το δημόσιο συμφέρον της χώρας.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν μέσα από τη μελέτη συνοψίζονται στο ότι α) η συνολική διαχείριση του όλου ζητήματος που περιβάλλει τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους είναι αυτή που οδηγεί σε επιτυχία ή αποτυχία το εγχείρημα και όχι το ίδιο το γεγονός, ότι δηλαδή μια χώρα διαθέτει πλουτοπαραγωγικούς και ειδικά ενεργειακούς πόρους, β) ότι το πιο κρίσιμο διάστημα είναι αυτό που μεσολαβεί μεταξύ της πιθανολόγησης ύπαρξης κοιτασμάτων μέχρι της εξόρυξης αυτών, και γ) ότι η λειτουργία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να είναι στενή και συμπληρωματική, προκειμένου η όλη προσπάθεια να στεφθεί από επιτυχία.
Τι δεν καταλαβαίνουμε στην Ελλάδα
Με τα λόγια χτίζεις ανώγια και κατώγια λέει ο λαός μας και δυστυχώς αυτό το λάθος έχουμε κάνει και στην περίπτωση των πλουτοπαραγωγικών και ενεργειακών πηγών που εκτιμούμε ότι διαθέτει η χώρα μας.
Χωρίς να έχουμε προετοιμαστεί κατάλληλα ως κράτος και χωρίς να έχει προετοιμαστεί το έδαφος κατάλληλα ως θεσμικό πλαίσιο και αγορά, έχουμε επιδοθεί σε ένα πληθωρισμό υπεραισιόδοξων και πολλές φορές επιστημονικά αστήρικτων ανακοινώσεων. Πολλά λόγια και έργο ελάχιστο…
Μπροστά στην αδυναμία (για να το θέσω κομψά) του κράτους μας να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις ανάγκες και στις απαιτήσεις του εγχειρήματος, καλλιεργείται από την πλευρά μέρους του κομματικού μας συστήματος η εντύπωση ότι πολλές λειτουργίες του κράτους μπορεί να τις αναλάβουν οι ιδιωτικές εταιρείες, αφού άλλωστε εκείνες κάνουν και τις εξορύξεις. Μέγα λάθος και εντελώς παραπλανητική εντύπωση! Οι εταιρείες για να έρθουν να επενδύσουν σοβαρά σε μια χώρα θέλουν να βρουν έτοιμο το έδαφος και πρόσφορο το επενδυτικό κλίμα. Και αυτό είναι δουλειά του κράτους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας το ζήτημα είναι ακόμη πιο σύνθετο αφού εκτός των όσων απαιτείται να γίνουν σε επίπεδο θεσμικό, μακροοικονομικό ή επενδυτικό, είναι πάντα υπαρκτός ο κίνδυνος του γεωπολιτικού ρίσκου. Με την Τουρκία και τις χώρες παρακολουθήματά της στη γειτονιά μας να απειλούν ευθέως και καθημερινά την γεωπολιτική σταθερότητα της περιοχής, το ζήτημα για τις ελληνικές κυβερνήσεις και τις εταιρείες καθίσταται ακόμη πιο πολύπλοκο.
Στο θεσμικό και επιχειρηματικό έλλειμμα που εντοπίζουμε ως προς την αποτελεσματική διαχείριση του ζητήματος των πιθανών πλουτοπαραγωγικών και ενεργειακών μας πηγών, προστίθεται και ένα επιπλέον έλλειμμα εκτίμησης του γεωπολιτικού ρίσκου που αναλαμβάνουμε.
Για αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν επισημαίνω το γεωπολιτικό ρίσκο ως ανασταλτικό παράγοντα στο να προχωρήσουμε στην αξιοποίηση των πιθανών ενεργειακών μας αποθεμάτων. Επισημαίνω όμως τους κινδύνους που η απουσία ορθής εκτίμησης και αντιμετώπισης αυτών των κινδύνων έχει για το δημόσιο συμφέρον, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας και τα συμφέροντα των εταιρειών σε ότι αφορά την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών.
Μία χώρα που σοβαρά θέλει να αξιοποιήσει το πλουτοπαραγωγικό της δυναμικό υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, παρακολουθεί και διδάσκεται από την διεθνή εμπειρία και συντονίζει τα βήματά της έτσι ώστε να καταλήξει γρήγορα σε θετικά αποτελέσματα. Το κράτος θέτει τις βάσεις και αν οι βάσεις είναι σοβαρές και αξιόπιστες τότε γρήγορα κινητοποιείται η επιχειρηματική κοινότητα, επενδύει και αξιοποιεί την όποια δυναμική που υπάρχει.
Παράλληλα, σε σύνθετες και πολύπλοκες περιπτώσεις με έντονους γεωπολιτικούς παράγοντες στην εξίσωση, όπως είναι και η περίπτωση της χώρας μας, το κράτος μελετά, εκτιμά και συνυπολογίζει το γεωπολιτικό ρίσκο που αναλαμβάνει και το όποιο κόστος προκύπτει, το θέτει και αυτό ως σημαντική παράμετρο στη λήψη των τελικών αποφάσεων.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα, τίποτε από όλα αυτά τα αυτονόητα δεν έχει γίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Και το σίριαλ των υπεραισιόδοξων ανακοινώσεων για εσωτερική κατανάλωση συνεχίζεται…
Ο κ. Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος, Γεωστρατηγικός Αναλυτής και αρθρογράφος της Liberal