Στην επιφάνεια, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συγκρούονται σχεδόν για τα πάντα, και βεβαίως για ζητήματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική. Από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μέχρι τα ελληνοτουρκικά, οι προσεγγίσεις των δύο κομμάτων φαίνεται να αποκλίνουν, μέχρι του σημείου να συμπεριλαμβάνουν αντιπαραθέσεις ακόμα και επί των εμβατηρίων των παρελάσεων. Ωστόσο, πίσω από την απατηλή αυτή εικόνα, που κατά βάση περιορίζεται στον ανταγωνισμό επί της νομής της εξουσίας, ο βαθμός ομοφωνίας των δύο αυτών κομμάτων, όπως και του συνόλου του κατεστημένου της χώρας είναι σχεδόν απόλυτος, ιδίως στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Δεν είναι μόνο η υπόρρητη ανακούφιση της επίσημης δεξιάς για το ότι ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που τελείωσε τη «δουλειά» με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι κυρίως, η κοινή, άνευ όρων και άνευ ορίων προσχώρηση στην κηδεμονία των ΗΠΑ πρωτίστως και δευτερευόντως της Γερμανίας- εν μέρει στο οικονομικό επίπεδο και σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στην ΕΕ.
Αφότου το ελληνικό κατεστημένο επανέκαμψε στον καθαρό ατλαντισμό- με τον ευρωπαϊσμό να συνιστά παρακολούθημα και μόνο του πρώτου, τερματίζοντας έτσι την αμφισημία ως προς τον κυρίαρχο πάτρωνα της χώρας, που προέκυψε μετά την είσοδο στην ΟΝΕ- η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρώην ΠΑΣΟΚ και τα λοιπά θνησιγενή κόμματα του «κέντρου» με το σύνολο σχεδόν των οργανικών διανοουμένων του συστήματος εξουσίας έχουν ανάγει σε Λυδία λίθο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, τη δορυφοριοποίηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και μάλιστα από τους πλέον ακροδεξιούς κύκλου στο εσωτερικό των κρατών αυτών. Όχι τυχαία, στην ίδια ακριβώς πολιτική δεσμεύεται παρεμπιπτόντως σχεδόν το σύνολο της εγχώριας ακροδεξιάς, κάθε απόχρωσης.
Μέσα από μια πρωτοφανή εκστρατεία ουσιαστικά φίμωσης δια της απαξίωσης ή παρασιώπησης κάθε άλλης φωνής και επηρεασμού της κοινής γνώμης, η Ελλάδα από μια έστω σχετικώς πολύπλευρη εξωτερική πολιτική ορισμένων περιόδων της μεταπολιτευτικής περιόδου έχει μετατραπεί σε ενεργούμενο των ΗΠΑ στην περιοχή και ως εκ τούτου σε στρατηγικό σύμμαχο του κράτους-απαρτχάιντ του Ισραήλ.
Πολιτική άγνοια
Η «εθνική» -στην πραγματικότητα η νέα, εθνικόφρων- «γραμμή» διατείνεται ότι έτσι η Ελλάδα μετατρέπεται σε ηγετικό «παίχτη» και ότι επιπλέον θωρακίζεται από την τουρκική επιθετικότητα. Με άλλα λόγια, το κατεστημένο της χώρας «ποντάρει» σε πολύπλευρη πίεση προς την Τουρκία, προκειμένου η τελευταία να αναγκαστεί σε κάποιου είδους υποχωρήσεις από τις ήδη γνωστές και διαρκώς διευρυνόμενες διεκδικήσεις της.
Για όσους δε βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία –δεν είναι και λίγοι- πρόκειται για ζήτημα, ιστορικής άγνοιας και αναλυτικής αδυναμίας. Ιστορικής άγνοιας διότι ξεχνούν πως δύο άλλες φορές τουλάχιστον- το 1922 και την περίοδο 1967- 1974- η Ελλάδα από πιονέρος της «Δύσης» μετατράπηκε σε άθυρμα των συμφερόντων της τελευταίας και σε καθημαγμένη χώρα.
Αναλυτικής αδυναμίας διότι η Τουρκία σε τίποτα δεν έχει απολέσει τη σημασία τη για τη Δύση, ούτε θεωρείται τελειωμένη ιστορία. Το αντίθετο: παρά τις αδυναμίες της, τις μεγαλομανείς περιπέτειες Ερντογάν που έχουν εκθέσει την Τουρκία σε κινδύνους εξ ανατολών και που φαίνεται να θέτουν επ’ αμφιβόλω πρόσκαιρα το ρόλο της στο ενεργειακό παιχνίδι της νοτιοανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία μέσα από την «αυθάδη» απέναντι στις ΗΠΑ πολιτική της αυξάνει τη σημασία της ως γεωπολιτικό επίδικο, τόσο για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, όσο και για τη Ρωσία και την Κίνα.
Αντιθέτως, η αποδυναμωμένη εσωτερικά και διεθνώς δεδομένη, Ελλάδα υποβιβάζεται στο ρόλο του δολώματος για την Τουρκία, όπως και η Κύπρος. Ιδίως η ελληνική κυβέρνηση, με ελάχιστο βαθμό αυτονομίας στη χάραξη τόσο της εγχώριας όσο και της διεθνούς πολιτικής της καθιστά τον εθνικό χώρο και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους πεδίο διαπραγμάτευσης ΗΠΑ- Τουρκίας.
Ενώ μάλιστα, η απόφαση της Κύπρου να αξιοποιήσει τους πόρους της επί της αρχής είναι ορθή, όπως θα είναι και όποια τυχόν αντίστοιχη απόφαση της Ελλάδας, εξελίσσεται σε εν δυνάμει παράγοντα περαιτέρω αποδυνάμωσης στον βαθμό που οδηγεί σε περαιτέρω δορυφοριοποίηση από ξένες δυνάμεις. Με ακόμα εμφατικότερο τρόπο αυτή η εξέλιξη προμηνύεται για την Ελλάδα.
Δηλώσεις Κατρούγκαλου-Τσιρώνη
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθούν και οι δηλώσεις Κατρούγκαλου και Τσιρώνη.
Οι δηλώσεις αυτές έρχονται σε μια περίοδο κατά την οποία πράγματι η ελληνική γραμμή περί ζητήματος μόνο υφαλοκρηπίδας φέρεται αποδυναμωμένη, δεδομένου ότι νέα θέματα προστίθενται αντικειμενικά στην ατζέντα, όπως είναι η αξιοποίηση των φυσικών πόρων του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Επομένως, όντως πρέπει να υπάρξει μια ειλικρινής εσωτερική διαδικασία τροποποίησης της ελληνικής γραμμής και ενίσχυσης της χώρας, μέσα σε μια περίοδο οξυνόμενων εντάσεων.
Είναι επίσης γεγονός ότι η Τουρκία έχει και αυτή δικαιώματα, όπως και ότι για τέτοιου είδους διαφορετικές προσεγγίσεις υπάρχει η διεθνής δικαιοσύνη, προκειμένου αποδραματοποιημένα, να ξεπερνώνται αυτού του τύπου αντιθέσεις- τελείως διαφορετικά ζητήματα βεβαίως είναι οι απειλές πολέμου, η αμφισβήτηση της ελληνικότητας νησιών κλπ. Μάλιστα, η διεθνής δικαιοσύνη είναι πολύ προτιμότερη τόσο από τις απευθείας διαπραγματεύσεις και το ανατολίτικο παζάρι, όσο και από μια ένταση διαρκείας- με τη χώρα ωστόσο να οφείλει να είναι έτοιμη και για τέτοια ενδεχόμενα.
Σε αυτή τη βάση, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να προτείνει στην Τουρκία την αποδοχή από πλευράς της τελευταίας, του δικαίου και της νομικής οδού, μέσα από μια γνήσια Τουρκό- Ελληνική πολιτική. Επιπλέον, Ελλάδα και Κύπρος, αναβιώνοντας ταυτόχρονα το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου- που εγκαταλείφτηκε στο όνομα του «Ευρωπαϊσμού» – βεβαίως και πρέπει να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μέσο πίεσης για την επίλυση του κυπριακού, χτίζοντας πολύπλευρες συμμαχίες.
Οι δηλώσεις Κατρούγκαλου και Τσιρώνη ωστόσο δεν εντάσσονται στην παραπάνω προσέγγιση. Σα λαγοί της πρεσβείας των ΗΠΑ, χωρίς να πληρούται καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις, σπεύδουν να αποδυναμώσουν περαιτέρω την υπάρχουσα ελληνική γραμμή, προσφέροντας έτσι τη χώρα ως οικόπεδο προς διαπραγμάτευση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφωνία από τα κόμματα του τόξου της υπακοής στην ξένη πατρωνία.
Από τη στιγμή που τα κόμματα από Χρυσή Αυγή έως ΣΥΡΙΖΑ ομνύουν στην δορυφοριοποίηση από ΗΠΑ- Ισραήλ, με πρόσχημα ένα δήθεν αντί-τουρκικό άξονα αποδέχονται τον ετεροπροσδιορισμό Κύπρου και Ελλάδας από τα συμφέροντα άλλων χωρών στην περιοχή. Ο δε, East Med, με την περιορισμένη έτσι κι αλλιώς χρησιμότητά του μετατρέπεται στη νέα εθνική φαντασίωση που συμπυκνώνει όλη την παραπάνω αυτοκαταστροφική πολιτική.
Κύπρος και Ελλάδα, δια των ηγεσιών τους φέρονται όχι μόνο να καλύπτουν τα εγκλήματα του κράτους του Ισραήλ και των ΗΠΑ αλλά επιπλέον απομονώνονται από άλλες συμμαχίες και «ιδεολογικοποιούν» την αδυναμία και την εξάρτηση, σε βαθμό που ούτε η μετεμφυλιακή κυβερνητική δεξιά είχε πράξει.