… Εγχείρημα Καρυστιανού: Mια ισχυρή, αλλά τελικά άμορφη, ηθική κραυγή

Παρακολουθώ με απόσταση -και ταυτόχρονα με πραγματικό ενδιαφέρον- αυτό που επιχειρεί να κατασκευάσει δημόσια η Καρυστιανού: όχι ως πρόσωπο, αλλά ως πολιτικό συμβάν.

Του Μάνου Λαμπράκη

Ακριβώς αυτή η απόσταση επιτρέπει να διακρίνει κανείς καθαρότερα ότι το εγχείρημα δεν πάσχει πρωτίστως από έλλειψη προθέσεων ή συναισθηματικής ισχύος, αλλά από έναν τρόπο επικοινωνιακής διαχείρισης που αποκαλύπτει βαθιά πολιτική αδεξιότητα.

Το «κάτι πολύ μεγάλο» επανέρχεται ως φράση-σύνθημα χωρίς βάθος, χωρίς χρονικότητα, χωρίς εσωτερική λογική. Δεν λειτουργεί ως υπόσχεση, αλλά ως αναβολή του νοήματος – και στην πολιτική η αναβολή αυτή κοστίζει.

Η δημόσια παρουσία του εγχειρήματος κινείται διαρκώς ανάμεσα στο πένθος και στη δήλωση, χωρίς να κατορθώνει να μετασχηματίσει το πρώτο σε πολιτικό λόγο.

Το τραύμα παραμένει τραύμα, δεν γίνεται ανάλυση.

Αντί να παραχθεί ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για το κράτος, τη δικαιοσύνη, τις ευθύνες, τους θεσμούς και τη συστημική αναπαραγωγή της ατιμωρησίας, παράγεται ένας λόγος ηθικής αγανάκτησης που εξαντλείται στη δική του ένταση. Έτσι, το εγχείρημα δεν συγκροτεί πολιτική πρόταση. Συγκροτεί μόνο συναισθηματικό περιβάλλον.

Αυτή λοιπόν η επιλογή οδηγεί σε υπερέκθεση χωρίς αρχιτεκτονική. Δηλώσεις, βίντεο, αποσπάσματα, υπαινιγμοί, χωρίς σαφή κλιμάκωση ή στρατηγική σιωπής.

Η πολιτική όμως δεν είναι συνεχές παρόν. Χρειάζεται ρυθμό, παύσεις, δομή.

Εδώ παρατηρείται μια σχεδόν αφελής εμπιστοσύνη ότι η ένταση του βιώματος αρκεί για να παραγάγει πολιτική νομιμοποίηση. Δεν αρκεί. Αντιθέτως, η υπερπαρουσία φθείρει το ίδιο το συμβολικό κεφάλαιο που υποτίθεται ότι τροφοδοτεί το εγχείρημα.

Υπόγεια, διαμορφώνεται μια αντιφατική στάση απέναντι στην ίδια την πολιτική: απόρριψη των κομμάτων, αλλά επιθυμία εκλογικής εκπροσώπησης, αποστροφή προς το «σύστημα», αλλά υιοθέτηση της τηλεοπτικής του γλώσσας.

Αυτή η μετα-αντιπολιτική τοποθέτηση δεν συνιστά ρήξη. Συνιστά αδυναμία εντοπισμού του πεδίου σύγκρουσης.

Χωρίς σαφή κατανόηση του πού ασκείται σήμερα η εξουσία και με ποιους μηχανισμούς, η καθαρότητα που διακηρύσσεται μετατρέπεται εύκολα σε πολιτική αφέλεια.

Το πιο κρίσιμο όμως είναι αλλού: στη μετατροπή του πένθους σε πολιτικό νόμισμα χωρίς σαφή θεσμικό ορίζοντα. Όχι ως πρόθεση, αλλά ως αποτέλεσμα. Όταν το αίτημα δικαιοσύνης δεν μεταφράζεται σε συγκεκριμένες θεσμικές τομές, τότε το συναίσθημα λειτουργεί κυκλικά, σχεδόν καταναλωτικά.

Η κοινωνία συμπάσχει, συγκινείται, αλλά σύντομα εξαντλείται. Και τότε το εγχείρημα μένει μετέωρο, χωρίς συμμάχους και χωρίς διάρκεια.

Αν πράγματι πρόκειται για «κάτι πολύ μεγάλο», τότε αυτό δεν μπορεί να προκύψει από τη διαρκή προαναγγελία του.

Η πολιτική συγκροτείται αθόρυβα, με θέσεις, αντιφάσεις, κόστος και ρίσκο.

Χωρίς τη μετάβαση από το συναίσθημα στη δομή, από την ηθική αγανάκτηση στη σύγκρουση με συγκεκριμένους μηχανισμούς εξουσίας, το εγχείρημα κινδυνεύει να παραμείνει αυτό που ήδη διαφαίνεται: μια ισχυρή, αλλά τελικά άμορφη, ηθική κραυγή. Και αυτό, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, δεν αρκεί για να συγκροτήσει πολιτικό νόημα.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.