Κάμερες στους δρόμους. Κάμερες στις πολυκατοικίες. Κάμερες στα καταστήματα. Τώρα και στα αστικά λεωφορεία.
του Γιώργου Αθανασίου
Η εικόνα είναι γνώριμη – και ταυτόχρονα ανησυχητική.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι το υλικό από κάμερες «λύνει τα χέρια» της αστυνομίας. Διευκολύνει τη διερεύνηση εγκλημάτων, αποκαλύπτει δράστες, προσφέρει αποδείξεις εκεί όπου παλιά υπήρχαν μόνο μαρτυρίες. Όμως το ερώτημα δεν είναι αν οι κάμερες είναι χρήσιμες. Το ερώτημα είναι: μέχρι πού;
Πού σταματά η ασφάλεια και πού ξεκινά η επιτήρηση;
Πού τελειώνει το δικαίωμα του κράτους και πού αρχίζει το δικαίωμα του πολίτη – και ιδιαίτερα του εργαζόμενου;
Στα αστικά λεωφορεία, η συζήτηση αποκτά ειδικό βάρος. Εκεί δεν έχουμε απλώς δημόσιο χώρο, αλλά χώρο εργασίας. Ο οδηγός δεν είναι απλός διερχόμενος πολίτης· είναι εργαζόμενος που περνάει ώρες πίσω από το τιμόνι, υπό πίεση, ευθύνη και συνεχή αξιολόγηση. Όταν μια κάμερα λειτουργεί διαρκώς, δεν καταγράφει μόνο έκτακτα περιστατικά. Καταγράφει συμπεριφορές, αντιδράσεις, στιγμές ανθρώπινες.
Η χρησιμότητα των καμερών στα λεωφορεία προβάλλεται κυρίως ως μέσο:
-
πρόληψης βανδαλισμών,
-
αποτροπής επιθέσεων σε οδηγούς,
-
τεκμηρίωσης σοβαρών συμβάντων.
Σε αυτά, δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει. Όταν όμως η κάμερα μετατρέπεται από εργαλείο ασφάλειας σε μέσο ελέγχου, τότε το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό. Είναι βαθιά πολιτικό και κοινωνικό.
Ο εργαζόμενος δεν μπορεί να είναι μόνιμα «υπό παρακολούθηση», με την αίσθηση ότι κάθε του κίνηση μπορεί να απομονωθεί, να παρερμηνευτεί ή να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα δεν καταργείται επειδή κάποιος φοράει στολή ή εργάζεται σε δημόσιο φορέα.
Το κρίσιμο, λοιπόν, δεν είναι η ύπαρξη των καμερών, αλλά:
-
ποιος έχει πρόσβαση στο υλικό,
-
για ποιον σκοπό,
-
για πόσο χρόνο αποθηκεύεται,
-
και με ποιες εγγυήσεις για τον εργαζόμενο και τον πολίτη.
Χωρίς σαφές πλαίσιο, διαφάνεια και ουσιαστικό έλεγχο, η κοινωνία γλιστρά αθόρυβα από την ασφάλεια στην κανονικοποίηση της επιτήρησης. Και τότε το ερώτημα δεν θα είναι αν κάναμε κάτι λάθος, αλλά αν συνηθίσαμε να μας παρακολουθούν.
Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Το πώς τη χρησιμοποιούμε αποκαλύπτει τι κοινωνία θέλουμε: μια κοινωνία εμπιστοσύνης ή μια κοινωνία φόβου.
Και αυτό το ερώτημα αφορά όλους μας.