Μεταξύ των πέντε χειρότερων ετών της τελευταίας εικοσαετίας κατατάσσεται η αντιπυρική περίοδος του 2025, κατά την οποία έγιναν στάχτη πάνω από μισό εκατομμύριο στρέμματα σε όλη την ελλάδα, επιβεβαιώνοντας ότι το πρόβλημα της διαχείρισης πολλών και ταυτόχρονων μεγάλων συμβάντων παραμένει άλυτο.
Η ανασκόπηση που δημοσιοποιούν για δεύτερη χρονιά το wwf ελλάς και η πυρομετεωρολογική ομάδα flame της μονάδας meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών δείχνει ότι, βάσει των χαρτογραφημένων πυρκαγιών του effis, ο αριθμός των συμβάντων ήταν αυξημένος κατά 39% σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 2006–2024 και ότι οι καταγεγραμμένες καμένες εκτάσεις ανήλθαν σε 478.280 στρέμματα, με την πραγματική έκταση να υπερβαίνει τις 500.000 στρέμματα αν συνυπολογιστούν μικρότερες εστίες που δεν αποτυπώνονται στο ευρωπαϊκό σύστημα.
Μόλις δεκαοκτώ πυρκαγιές ευθύνονται για το 87% των συνολικών καμένων εκτάσεων, στοιχείο που καταδεικνύει τη δυσκολία ελέγχου των μεγάλων μετώπων όταν πολλαπλασιάζονται, ενώ ξεχωρίζει η πυρκαγιά στον Φενεό Κορίνθιας, η οποία αξιολογείται ως η πιο κρίσιμη οικολογικά για το 2025 λόγω της απώλειας εκτεταμένων δασών ελάτης, ενός είδους χωρίς φυσικούς μηχανισμούς αναγέννησης. Την ίδια στιγμή το κράτος αναδεικνύεται για ακόμη μία φορά σε σημαντική αιτία έναρξης, καθώς έξι στις δέκα μεγάλες πυρκαγιές που ευθύνονται για πάνω από το 55% των καμένων εκτάσεων αποδίδονται στο δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μια επαναλαμβανόμενη παθογένεια με δυσανάλογες περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές συνέπειες.

Ως προς τον χαρακτήρα των πληγεισών εκτάσεων, πάνω από 290.000 στρέμματα δασικής βλάστησης επηρεάστηκαν σημαντικά και περίπου 130.000 στρέμματα καταγράφονται ως διπλοκαμένα, δηλαδή περιοχές που ξανακάηκαν σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, με επίκεντρα τη Χίο, την Ανατολική Αττική, τα Κύθηρα και τη Ζάκυνθο όπου η φυσική αναγέννηση έχει ήδη εξαντληθεί. Η φετινή περίοδος έφερε πρωτοφανή ρεκόρ σε πολλές περιφέρειες, με την Ήπειρο να καταγράφει τη χειρότερη επίδοσή της εδώ και είκοσι χρόνια στα 68.860 στρέμματα και να ακολουθούν το Βόρειο Αιγαίο με 143.580 στρέμματα και η Δυτική Ελλάδα με 59.540 στρέμματα, ενώ όλες σχεδόν οι υπόλοιπες περιφέρειες, πλην Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης και Νοτίου Αιγαίου, υπερέβησαν τα 10.000 στρέμματα καμένων εκτάσεων.
Συνολικά επηρεάστηκαν δεκαέξι προστατευόμενες περιοχές, εκ των οποίων οι οκτώ στο δίκτυο natura 2000, με καμένη επιφάνεια 116.770 στρεμμάτων, την ώρα που τα περιστατικά ενάρξεων έφτασαν τις 9.143, πραγματοποιήθηκαν 376 συλλήψεις για εμπρησμούς (87% από αμέλεια και 13% από πρόθεση) και επιδόθηκαν πάνω από 750 πρόστιμα για χρήση ή πρόκληση φωτιάς. Για τα αίτια έναρξης του 2025 δεν υπάρχουν ελεύθερα διαθέσιμα δημόσια δεδομένα, όμως για την περίοδο 2000–2023 μόλις το 16,8% των πυρκαγιών έχει ερευνηθεί και το 12,1% έχει εξακριβωμένη αιτία, με το 91% όσων διερευνήθηκαν να αποδίδεται σε ανθρωπογενή δραστηριότητα, αναδεικνύοντας το μέγεθος του ελλείμματος τεκμηρίωσης και διαφάνειας.
Οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες χαρακτηρίστηκαν από έντονες εξάρσεις, με θερμοκρασία και ατμοσφαιρική ξηρασία σημαντικά υψηλότερες του φυσιολογικού ιδίως σε ήπειρο, δυτική ελλάδα, ανατολική μακεδονία–θράκη και ιόνια νησιά, όπου οι ημέρες με ασυνήθιστα υψηλή επικινδυνότητα ήταν διπλάσιες των αναμενόμενων, ενώ η περιορισμένη χιονοκάλυψη του χειμώνα 2024–2025 και οι θερμοκρασίες 1,5 βαθμό πάνω από τα κανονικά επίπεδα τον ιανουάριο και τον μάρτιο αύξησαν την ξηρότητα των οικοσυστημάτων. Σύμφωνα με το gfas, οι εκπομπές άνθρακα από τις φετινές πυρκαγιές ήταν οι έβδομες υψηλότερες από το 2003, με τον συνολικό όγκο ελαφρώς κάτω από τον μέσο όρο της περιόδου 2003–2024 αλλά με ανησυχητική τάση, καθώς τρεις από τις τέσσερις χρονιές με τις μεγαλύτερες εκπομπές βρίσκονται στην τελευταία πενταετία.
Το ανθρώπινο αποτύπωμα υπήρξε βαρύ, με έναν νεκρό στην Κερατέα και πάνω από εξήντα τραυματίες, μεταξύ των οποίων εικοσιπέντε πυροσβέστες και εθελοντές, ενώ πάνω από πενήντα κατοικίες, κρίσιμες υποδομές και άγνωστος αριθμός βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν και το κόστος αποκατάστασης των δικτύων κοινής ωφέλειας υπερέβη τα 165 εκατομμύρια ευρώ. Υπολογίζεται ότι 20.000 άτομα έμειναν για ημέρες χωρίς νερό και ρεύμα και, με δεδομένη τη μη επικαιροποίηση της πλατφόρμας κρατικής αρωγής από την κακοκαιρία bora του δεκεμβρίου 2024, οι πραγματικές επιπτώσεις εκτιμάται ότι είναι σημαντικά υψηλότερες, με ενδεικτικές απώλειες 30.000 μαστιχοδένδρων στη χίο και εκτεταμένες καταστροφές σε ελαιώνες, μελίσσια, αμπέλους και αγροτοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις στην ιεράπετρα.
Αν και δεν υπάρχει πλήρης επίσημη αποτίμηση, το κόστος καταστολής εκτιμάται στα 584 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 195 εκατ. ευρώ για μισθώσεις εναέριων μέσων, ενώ για την πρόληψη δαπανήθηκαν περίπου 309 εκατ. ευρώ, με τα δύο τρίτα να κατευθύνονται στο πρόγραμμα antinero, χωρίς ωστόσο να αποτρέπονται δυσανάλογες περιβαλλοντικές και κοινωνικές ζημιές. Η οικολογική καταστροφή είναι μεγάλη και μακράς διάρκειας, με 292.000 στρέμματα δασικής βλάστησης να πλήττονται και πάνω από 205.000 στρέμματα να καίγονται σε θερμόβια πευκοδάση, δρυοδάση και θαμνώνες μακίας, όπου η επανάληψη των πυρκαγιών σε μικρά διαστήματα ακυρώνει τη φυσική αναγέννηση, ενώ το wwf προειδοποιεί ότι είναι επιστημονικά λανθασμένο να υπολογίζονται ως «δάση» μόνο οι περιοχές με ώριμα δέντρα, παραγνωρίζοντας τις εκτάσεις σε φυσική αναγέννηση που αποτελούν κρίσιμο τμήμα του οικοσυστήματος.
Η άγρια πανίδα υπέστη βαρύ πλήγμα, με χιλιάδες ζώα να χάνονται, κυρίως ερπετά και ασπόνδυλα, τον σύλλογο anima να καταγράφει 67 περιστατικά τραυματισμένων ζώων (εκ των οποίων τα 64 ερπετά) και τους εθελοντές του δικτύου διάσωσης άγριας ζωής να εντοπίζουν 442 νεκρά ζώα σε 22 εστίες, αριθμός που αντιστοιχεί μόλις στο 5% των καμένων εκτάσεων και υποδηλώνει πολλαπλάσιες πραγματικές απώλειες. Μέσα στη ζοφερή εικόνα καταγράφονται και θετικές κινήσεις, όπως η βελτίωση στη διερεύνηση των αιτίων με την υψηλότερη αναλογία συλλήψεων της τελευταίας δεκαετίας, η ουσιαστική πρόοδος στη χρήση δορυφορικών δεδομένων για εντοπισμό και παρακολούθηση, η αποτελεσματικότερη αρχική απόκριση σε μεγάλο ποσοστό περιστατικών και η αξιοποίηση πεζοπόρων τμημάτων τη νύχτα, καθώς και η ενισχυμένη συμμετοχή εθελοντικών ομάδων και η δημόσια ανάδειξη των ενάρξεων από το ηλεκτρικό δίκτυο ως κρίσιμου ζητήματος υποδομής.
Παρ’ όλα αυτά αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη ολιστικής στρατηγικής πρόληψης με τέσσερις κεντρικούς άξονες, δηλαδή μείωση ανθρωπογενών αιτιών, ορθή ενημέρωση και επαναπροσδιορισμό της αντιπυρικής περιόδου με βάση πραγματικά πυρομετεωρολογικά δεδομένα, ενεργή διαχείριση δασών με στοχευμένα έργα και τοπικά σχέδια πρόληψης από τους δήμους, επιστημονική τεκμηρίωση και δημόσια διάθεση δεδομένων με εργαλεία ανάλυσης σε πραγματικό χρόνο και, τέλος, αποτελεσματική διακυβέρνηση με διαδικασίες αξιολόγησης κόστους–οφέλους και συστηματική αποτίμηση των αντιπυρικών ενεργειών κάθε έτους, ώστε η χώρα να περάσει επιτέλους από την ακριβή και ανεπαρκή καταστολή στη σοβαρή και διαρκή πρόληψη.