Υπάρχουν ερωτήσεις που λειτουργούν σαν τεστ συνείδησης.
Αν ρωτήσει κανείς σήμερα: «Θα πεθάνουμε από την κλιματική αλλαγή;», η πλειονότητα των πολιτών του δυτικού κόσμου θα απαντήσει χωρίς δεύτερη σκέψη: «Ναι, φυσικά». Μια απάντηση που δεν βασίζεται σε δεδομένα, αλλά σε πίστη. Πίστη σε μια αφήγηση που χτίστηκε μεθοδικά εδώ και δύο δεκαετίες· μια αφήγηση που πλέον μοιάζει περισσότερο με θρησκευτικό δόγμα παρά με επιστημονικό λόγο.
Ακόμη και άνθρωποι που στήριξαν αυτό το αφήγημα αρχίζουν να αμφιβάλλουν. Η Hannah Ritchie, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και αρθρογράφος του The Guardian, παραδέχθηκε πέρυσι ότι έκανε λάθος: «Νόμιζα ότι οι περισσότεροι από εμάς θα πεθάνουμε από την κλιματική κρίση. Έκανα λάθος». Δεν αναίρεσε τον προβληματισμό της για το περιβάλλον· απλώς συνειδητοποίησε πως η πραγματική απειλή δεν προέρχεται από τις προβλέψεις για το 2100, αλλά από τα σημερινά περιβαλλοντικά φαινόμενα, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση.
Ωστόσο, η παραδοχή αυτή παραμένει μειοψηφική. Η πλειονότητα των διεθνών μέσων επιμένει να επαναλαμβάνει τον ίδιο πανικόβλητο μονόλογο: ο πλανήτης καίγεται, ο άνθρωπος ευθύνεται, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Και όποιος τολμήσει να αμφισβητήσει το αφήγημα, στιγματίζεται ως «αρνητής».
Η εφημερίδα The Guardian δημοσίευσε πρόσφατα άρθρο με τίτλο «Δεκάδες χιλιάδες θάνατοι στην Ευρώπη από την ανθρωπογενή θέρμανση». Το ρεπορτάζ βασίστηκε σε μελέτη του Imperial College London, η οποία υποστήριξε ότι τα δύο τρίτα των θανάτων από καύσωνα οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα.
Το θέμα αναπαρήχθη ευρέως: στην Ελλάδα, η Καθημερινή μετέφερε τα ίδια στοιχεία, αναφέροντας πως μόνο στην Αθήνα σημειώθηκαν 630 «επιπλέον» θάνατοι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Από την πρώτη ανάγνωση, οι αριθμοί αυτοί μοιάζουν ασύλληπτοι — και κυρίως απίθανοι. Οποιοσδήποτε έχει στοιχειώδη γνώση στατιστικής ή δημογραφίας γνωρίζει ότι η γενική τάση θανάτων από φυσικά φαινόμενα έχει μειωθεί δραστικά τα τελευταία εκατό χρόνια. Το 1987, ο καύσωνας στην Αθήνα προκάλεσε περίπου 2.000 θανάτους· από τότε, καμία χρονιά δεν πλησίασε αυτά τα επίπεδα. Επομένως, πώς προκύπτουν σήμερα τέτοια νούμερα, όταν δεν υπήρξε καμία αντίστοιχη καταγραφή, ούτε καν είδηση μαζικής θνησιμότητας;
Η απάντηση είναι απλή — και ανησυχητική. Η έκθεση του Imperial College δεν βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, αλλά σε προσομοιώσεις. Χρησιμοποιεί ιστορικά στοιχεία μέχρι το 2019 και εφαρμόζει μαθηματικά μοντέλα για να «εκτιμήσει» τι θα μπορούσε να συμβεί το 2025, υπολογίζοντας έναν υποθετικό αριθμό θανάτων. Οι ίδιοι οι συντάκτες της έκθεσης παραδέχονται ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία θνησιμότητας. Δηλαδή, οι τίτλοι που κυριάρχησαν στα δελτία ειδήσεων δεν στηρίχθηκαν σε πραγματικότητα, αλλά σε προβολές πιθανότητας.
Εδώ δεν έχουμε απλώς επιστημονική αυθαιρεσία· έχουμε κατασκευή φόβου. Οι μελέτες που στηρίζονται σε υπολογιστικά μοντέλα χωρίς πραγματικά δεδομένα είναι χρήσιμες μόνο υπό έναν όρο: να δηλώνεται ξεκάθαρα ότι πρόκειται για υποθέσεις. Όταν όμως παρουσιάζονται ως «αποδείξεις», τότε η επιστήμη μετατρέπεται σε προπαγάνδα.
Η επιλεκτική χρήση των δεδομένων είναι εξίσου αποκαλυπτική. Οι ερευνητές επέλεξαν να μελετήσουν τους θανάτους από τη ζέστη, όχι από το κρύο — ενώ γνωρίζουμε από πληθώρα μελετών ότι η πλειονότητα των θανάτων από ακραίες θερμοκρασίες οφείλεται στο ψύχος, όχι στη ζέστη. Μελέτη των Gasparrini et al. (2015) σε 13 χώρες κατέδειξε ότι το 95% των σχετικών θανάτων προέρχεται από το κρύο. Πιο πρόσφατη ανάλυση των Zhao et al. (2021) επιβεβαίωσε ότι το ποσοστό υπερβαίνει το 90%.
Η επιλογή, λοιπόν, να παρουσιαστεί ο καύσωνας ως μοναδικός δολοφόνος δεν είναι επιστημονική· είναι πολιτική. Γιατί η ζέστη εξυπηρετεί το κυρίαρχο αφήγημα της «κλιματικής κόλασης» — το φαντασιακό μιας ανθρωπότητας που καίγεται από τις ίδιες της τις αμαρτίες. Το ψύχος, αντίθετα, δεν προσφέρει την ίδια δραματική εικόνα. Δεν προκαλεί φόβο, αλλά λογική συζήτηση. Και ο φόβος είναι το καύσιμο της εποχής μας.
Ο φόβος παράγει πολιτικές. Και πίσω από τις πολιτικές, υπάρχουν συμφέροντα. Η διαχείριση του φόβου γύρω από το κλίμα έχει γίνει μια από τις πιο προσοδοφόρες βιομηχανίες του 21ου αιώνα. Εκατοντάδες δισεκατομμύρια επενδύονται σε πράσινες τεχνολογίες, χρηματοδοτήσεις ΜΚΟ, συνέδρια και νέες αγορές άνθρακα, ενώ οι ίδιες οι χώρες που επιβάλλουν τις αυστηρότερες κλιματικές πολιτικές εξακολουθούν να καίνε πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε μαζική κλίμακα.
Όταν όμως ένα αφήγημα αρχίζει να εξαντλείται, χρειάζεται ανανέωση. Και η «κλιματική κρίση» δείχνει να έχει κουράσει. Οι πολίτες δεν τρομάζουν τόσο εύκολα όσο παλιά, τα δεδομένα αντιστέκονται, οι οικονομικές επιπτώσεις των «πράσινων μεταβάσεων» προκαλούν αντιδράσεις. Έτσι, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) προετοιμάζει ήδη τη μετάβαση στο νέο κεφάλαιο: την «υδατική κρίση».
Σε συνέντευξη Τύπου στο Νταβός με τίτλο The New Economics of Water, η Mariana Mazzucato, σύμβουλος του WEF, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η κλιματική αλλαγή είναι μια αφηρημένη έννοια· το νερό, αντίθετα, είναι κάτι που όλοι καταλαβαίνουμε». Η φράση αυτή αποκαλύπτει όλη τη στρατηγική της νέας αφήγησης. Το νερό, ως καθημερινή ανάγκη, είναι το ιδανικό σύμβολο για να συνδεθεί η πολιτική εξουσία με τη βιοπολιτική διαχείριση των πόρων. Δεν πρόκειται πλέον για μια μακρινή απειλή, αλλά για κάτι που αγγίζει άμεσα την επιβίωση.
Η ρητορική αυτή δεν είναι καινούργια. Κάθε μεγάλη κρίση του 21ου αιώνα –οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή– λειτούργησε ως δοκιμαστικό πεδίο για την εγκαθίδρυση μηχανισμών ελέγχου στο όνομα της «παγκόσμιας ασφάλειας». Η «νέα οικονομία του νερού» δεν υπόσχεται απλώς διαχείριση, αλλά ανακατανομή της εξουσίας πάνω σε ένα ζωτικό αγαθό. Και, όπως δείχνει η εμπειρία των τελευταίων ετών, η διαχείριση των κρίσεων συχνά αποφέρει περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι η επίλυσή τους.
Οι «έμποροι του φόβου του θανάτου» δεν ενδιαφέρονται να προλάβουν τις κρίσεις, αλλά να τις παρατείνουν. Ο θάνατος, ο πανικός, η ανησυχία αποτελούν το πολιτικό τους κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο φόβος για την κλιματική αλλαγή εστιάζει στους «επόμενους θανάτους», ποτέ στους ήδη αποτραπέντες. Ούτε ότι η ρητορική της «υπερθέρμανσης» συνοδεύεται από απαιτήσεις για παγκόσμιες ρυθμίσεις, φόρους άνθρακα και νέους μηχανισμούς επιτήρησης.
Οι ηλικιωμένοι πολίτες, αυτοί που θυμούνται εποχές φτώχειας αλλά και αυτονομίας, γίνονται το νέο «βάρος». Οι συντάξεις, η κοινωνική πρόνοια, η περίθαλψη χαρακτηρίζονται «μη βιώσιμες». Οι δηλώσεις του Γερμανού καγκελάριου Friedrich Merz περί ανάγκης «ριζικής μεταρρύθμισης» των συνταξιοδοτικών συστημάτων εντάσσονται σ’ αυτό το πλαίσιο: το δημογραφικό ως πρόβλημα, όχι ως κοινωνικό καθήκον. Και ο φόβος, είτε για το κλίμα είτε για το νερό, λειτουργεί ως ηθική νομιμοποίηση αυτής της αντίληψης.
Η επιστήμη, όταν γίνεται εργαλείο επιβολής πολιτικής, παύει να είναι επιστήμη. Όταν χρησιμοποιείται για να κατευθύνει την κοινή γνώμη, μετατρέπεται σε μηχανισμό εξουσίας. Η ουσία της δεν βρίσκεται στην κατασκευή φόβου, αλλά στην αναζήτηση αλήθειας –μιας αλήθειας που αντέχει στη δοκιμασία των δεδομένων, όχι των συνθημάτων.
Η Hannah Ritchie είχε το θάρρος να παραδεχθεί ότι έκανε λάθος. Είναι ένα μικρό, αλλά ελπιδοφόρο σημάδι. Ίσως κάποια στιγμή να θυμηθούμε ξανά ότι η ανθρώπινη πρόοδος δεν γεννήθηκε από τον τρόμο, αλλά από την περιέργεια. Και πως ο κόσμος δεν σώζεται με προφητείες, αλλά με πράξεις — απλές, γήινες, λογικές πράξεις που τιμούν τη ζωή αντί να λατρεύουν τον φόβο του θανάτου.