Από τις 5.000 στις 25.000 ανεμογεννήτριες: 95 δισ. λόγοι για να καεί η χώρα

Την ώρα που στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πρώην πρόεδρος Donald Trump προειδοποιεί ανοιχτά για τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης εγκατάστασης ανεμογεννητριών, τονίζοντας ότι πρόκειται για μία καταστροφική επιλογή που δεν διασφαλίζει ενεργειακή αυτάρκεια, προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες στο περιβάλλον και εξαρτάται σχεδόν πλήρως από την κινεζική βιομηχανία, στην Ελλάδα ακολουθούμε την ακριβώς αντίθετη πορεία, με σχέδια μαζικής επέκτασης της αιολικής «επένδυσης».

Ενώ στις ΗΠΑ η ανησυχία κορυφώνεται, στη χώρα μας προβλέπεται πενταπλασιασμός των ανεμογεννητριών, από τις περίπου 5.000 που λειτουργούν σήμερα στις 25.000, σε ένα πρόγραμμα που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το πραγματικό του όφελος, το κόστος, τις περιβαλλοντικές συνέπειες και, κυρίως, τα κίνητρα πίσω από την πολιτική του υποστήριξη.

Το οικονομικό σκέλος του σχεδίου είναι εξωφρενικό. Με το μέσο κόστος εγκατάστασης κάθε ανεμογεννήτριας να ανέρχεται σε 3,8 έως 4 εκατομμύρια ευρώ, το συνολικό κόστος για την επίτευξη του στόχου των 25.000 μονάδων υπολογίζεται στα 95 δισεκατομμύρια ευρώ. Μόνο η προσθήκη των επιπλέον 20.000 ανεμογεννητριών συνεπάγεται επένδυση 76 δισ. ευρώ—ποσό που ξεπερνά το άθροισμα ολόκληρων εθνικών προϋπολογισμών σε κρίσιμους τομείς. Η κλίμακα του εγχειρήματος, από μόνη της, δημιουργεί υπόνοιες για μια οργανωμένη πολιτικο-οικονομική συμφωνία που δεν σχετίζεται με το δημόσιο συμφέρον.

Πέραν του κόστους, η εικόνα της περιβαλλοντικής καταστροφής είναι δραματική. Κάθε ανεμογεννήτρια αποτελείται, κατά μέσο όρο, από 25 τόνους μετάλλου. Επομένως, οι 25.000 ανεμογεννήτριες που προβλέπει ο σχεδιασμός σημαίνουν τη μόνιμη εγκατάσταση 625.000 τόνων μετάλλων στα ελληνικά βουνά, δάση και ακρωτήρια. Αυτό που παρουσιάζεται ως «πράσινη ανάπτυξη» οδηγεί, στην πράξη, στην αποψίλωση της ελληνικής φύσης και στην αντικατάστασή της από μία ερημική βιομηχανική τοπογραφία. Με την πάροδο του χρόνου, και καθώς οι εγκαταστάσεις θα διαβρώνονται από τις καιρικές συνθήκες και τη φθορά, ο κίνδυνος να μετατραπούν σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο μεταλλικών κουφαριών είναι απόλυτα ρεαλιστικός.

Αν κοιτάξει κανείς περιοχές όπως η Εύβοια, η Μάνη ή η Τρίπολη, θα διαπιστώσει τη βιβλική καταστροφή που ήδη έχει προκληθεί. Η διάνοιξη δρόμων μέσα σε δάση και σε δύσβατες φυσικές περιοχές αποτελεί προϋπόθεση για την εγκατάσταση των μονάδων αυτών. Το κόστος αυτών των εργασιών αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος προβλέπεται συχνά στις συμβάσεις και αγγίζει τα 10 εκατομμύρια ευρώ ανά έργο. Ωστόσο, μετά από πυρκαγιές—τις οποίες κάποιοι χαρακτηρίζουν «σύμπτωση»—οι υποχρεώσεις αυτές αίρονται. Οι πυρκαγιές απογυμνώνουν το τοπίο, εκμηδενίζοντας το κόστος πρόσβασης και καθιστώντας το έργο πιο εύκολο και φθηνό για τις εταιρείες. Δεν υπάρχουν αποδείξεις που να τεκμηριώνουν άμεση διασύνδεση μεταξύ πυρκαγιών και εγκατάστασης ανεμογεννητριών, ωστόσο το γεγονός ότι ανεμογεννήτριες «φυτρώνουν» στα καμένα εδάφη συστηματικά προκαλεί εύλογα ερωτήματα.

Εξίσου ανησυχητικές είναι οι πληροφορίες περί εκτεταμένων πρακτικών εξαγοράς. Σε πολλές περιοχές της χώρας, καταγγέλλεται ότι εταιρείες προσφέρουν χρήματα σε δημάρχους, δημοτικά συμβούλια και τοπικούς παράγοντες, με στόχο την εξαγορά ανοχής ή σιωπής. Η λογική υπαγορεύει πως ένα έργο με καθαρά ενεργειακά και οικολογικά οφέλη θα έπρεπε να στηρίζεται στην κοινωνική συναίνεση και όχι σε χρηματισμό. Όταν όμως απαιτούνται τεράστια ποσά για να καμφθεί η αντίσταση των τοπικών κοινωνιών, τότε δεν πρόκειται για «πράσινη μετάβαση» αλλά για πράσινο ξεπούλημα.

Στην καρδιά της υπόθεσης βρίσκεται ένα απλό, αλλά επικερδές μοντέλο: η εκχώρηση δημόσιας γης σε ιδιώτες για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, με ελάχιστες ή καθόλου προβλέψεις για ουσιαστική απόδοση στους πολίτες. Το κράτος επιδοτεί με δισεκατομμύρια ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια τις εταιρείες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), χωρίς να διασφαλίζει την ενεργειακή αυτάρκεια ή το κόστος ρεύματος για τους πολίτες.

Ταυτόχρονα, εταιρείες που λειτουργούν με αδιαφανείς όρους απολαμβάνουν προνομιακή πρόσβαση σε fast-track αδειοδοτήσεις, ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές Natura, παρακάμπτοντας γνωμοδοτήσεις δασαρχείων και τοπικών κοινωνιών. Σε πολλές περιπτώσεις, η ανάπτυξη των έργων συνοδεύεται από «περίεργες» πυρκαγιές που διευκολύνουν την εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε καμένες εκτάσεις, στις οποίες κανονικά απαγορεύεται κάθε παρέμβαση.

Τα τελευταία χρόνια, καταγγέλλονται σχέσεις εξάρτησης μεταξύ πολιτικών παραγόντων και ενεργειακών συμφερόντων. Εταιρείες που χρηματοδοτούν think tanks, ΜΚΟ και ΜΜΕ διαμορφώνουν θετικό κλίμα υπέρ των ΑΠΕ, ενώ κυβερνητικά στελέχη συμμετέχουν σε panels, ημερίδες και συνέδρια χορηγούμενα από τις ίδιες εταιρείες. Σε πολλές περιπτώσεις, στελέχη των εταιρειών βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με υπουργεία, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που κατέχουν ρόλους και στις δύο πλευρές — πρώην κυβερνητικά στελέχη που πλέον «εργάζονται» στον ιδιωτικό τομέα και αντίστροφα.

Παράλληλα, περιφερειάρχες και δήμαρχοι φέρονται να έχουν λάβει ανταλλάγματα με τη μορφή χορηγιών, επενδυτικών υποσχέσεων ή άλλων διευκολύνσεων για να παραμείνουν «ουδέτεροι» ή φιλικοί προς τα σχέδια των εταιρειών. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί ακόμη και απευθείας χρηματικά ανταλλάγματα ή προγράμματα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης που λειτουργούν ως προπέτασμα διαφθοράς.

Η εμπειρία από το εξωτερικό επιβεβαιώνει τους κινδύνους. Στην Ισπανία και στο Τέξας, η εξάρτηση του εθνικού ενεργειακού συστήματος από τις ανανεώσιμες πηγές προκάλεσε σοβαρές ενεργειακές κρίσεις. Η αστάθεια της παραγωγής, η αδυναμία αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας και η αβεβαιότητα των καιρικών συνθηκών έχουν οδηγήσει σε καταρρεύσεις και διακοπές ρεύματος. Ο πρώην πρόεδρος Trump δεν απορρίπτει τυχαία τις ανεμογεννήτριες—θεωρεί ότι δεν διασφαλίζουν ενεργειακή ανεξαρτησία και καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον, θέση με την οποία συντάσσονται ολοένα και περισσότεροι επιστήμονες και τεχνοκράτες.

Στην Ελλάδα, οι τοπικές κοινωνίες δεν έχουν αποκομίσει κανένα όφελος. Παράδειγμα αποτελεί η περιοχή της Μέσα Μάνης, όπου μεταξύ Πύργου και Μίνας έχουν εγκατασταθεί ανεμογεννήτριες. Οι κάτοικοι δεν είδαν καμία μείωση στην τιμή του ρεύματος, καμία οικονομική ανταμοιβή ή στήριξη. Αντιθέτως, είδαν το φυσικό τους περιβάλλον να μετατρέπεται σε βιομηχανική ζώνη και τις τιμές ενέργειας να αυξάνονται. Το μόνο όφελος πήγε στις εταιρείες και σε όσους αμείφθηκαν για να μη φέρουν αντιρρήσεις. Πρόκειται για ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν έχει τίποτα κοινό με τη βιωσιμότητα, την αειφορία ή τη δικαιοσύνη. Είναι ένα εθνικό έγκλημα σε πλήρη εξέλιξη.

Οι ανεμογεννήτριες δεν είναι ούτε καθαρές ούτε φτηνές, είναι ενεργοβόρες στην κατασκευή τους, απαιτούν τεράστιες ποσότητες μετάλλων και σπανίων γαιών, μεταφέρουν τη ρύπανση σε άλλα γεωγραφικά σημεία και δημιουργούν ένα ψευδές αίσθημα οικολογικής προόδου. Οι μονάδες αυτές δεν επιλύουν το πρόβλημα της ενεργειακής επάρκειας, δεν εξασφαλίζουν αποθήκευση της ενέργειας που παράγεται, και δεν μειώνουν το κόστος για τον τελικό καταναλωτή. Αντιθέτως, συντηρούν ένα δίκτυο διαπλοκής, παραπληροφόρησης και διαφθοράς, εις βάρος της φύσης, των πολιτών και της εθνικής αυτονομίας.

Το αφήγημα της «καθαρής ενέργειας» που έχει καλλιεργηθεί από τις εταιρείες ανανεώσιμων πηγών και τους πολιτικούς υποστηρικτές τους είναι βαθιά παραπλανητικό. Μετά από κάθε μεγάλη πυρκαγιά, ανεμογεννήτριες ξεπηδούν εκεί που υπήρχαν δέντρα. Είναι ηθικά και πολιτικά απαράδεκτο να προχωρά η χώρα σε τέτοιου είδους «επενδύσεις» χωρίς καμία συζήτηση για το πραγματικό κόστος, τις συνέπειες και τα ανταποδοτικά οφέλη.

Πέρα από τις υποψίες διαφθοράς, τίθεται πλέον και ζήτημα εθνικής ευθύνης. Τι είδους ανάπτυξη είναι αυτή που μετατρέπει τα ελληνικά βουνά σε πεδία εξορυκτικής εκμετάλλευσης χωρίς κανένα περιβαλλοντικό σχεδιασμό; Ποιο είναι το μέλλον μιας χώρας που θυσιάζει τη φυσική της κληρονομιά για να εξυπηρετήσει ξένες εταιρείες και ντόπιους εργολάβους;

Οι ανεμογεννήτριες στην Ελλάδα δεν αποτελούν στρατηγική για βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά αντιπροσωπεύουν ένα πολιτικό, οικολογικό και κοινωνικό σκάνδαλο, που χρειάζεται επειγόντως διαφάνεια, έλεγχο και δημόσια λογοδοσία. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, το μόνο σίγουρο είναι ότι η καταστροφή θα συνεχίζεται και τα ερωτήματα θα παραμένουν αναπάντητα.

Η κοινή γνώμη ξεγελιέται με οικολογικές λέξεις-κλειδιά και «πράσινες» διαφημίσεις, ενώ οι αποφάσεις παίρνονται πίσω από κλειστές πόρτες, μακριά από διαβούλευση ή δημοκρατική νομιμοποίηση. Το μοντέλο αυτό, αν δεν ανατραπεί, απειλεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε «νεκροταφείο ανεμογεννητριών», με ανεπανόρθωτες συνέπειες για το περιβάλλον, την οικονομία και τη δημοκρατία.

Μερικά παραδείγματα

Οι κορυφαίες εταιρείες που βρίσκονται υπό διερεύνηση για τη δράση τους στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση μεγάλων έργων ανεμογεννητριών, συχνά μέσα σε αμφιλεγόμενα πλαίσια και με έντονες πολιτικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις.

Η Terna Energy, πλέον υπό τον έλεγχο της Masdar, αποτελεί βασικό αποδέκτη περίπου 250 εκατομμυρίων ευρώ από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Greece 2.0». Η εταιρεία πρωτοστατεί στην προώθηση του πρώτου offshore αιολικού πάρκου μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Σαμοθράκης, σε συνεργασία με τη Motor Oil, σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες επενδύσεις στον ελληνικό αιολικό τομέα.

Σε συνεργασία με την Terna, η VECTOR WIND PARKS HELLAS έχει υποβάλει περιβαλλοντική μελέτη για την εγκατάσταση 30 ανεμογεννητριών ύψους 150 μέτρων στον νομό Αττικής, σε περιοχή που υπάγεται στο δίκτυο Natura, εγείροντας ανησυχίες για την προστασία των φυσικών περιοχών.

Η Volton Hellenic Energy S.A., εταιρεία της οικογένειας Copelouzos, σχεδιάζει την εγκατάσταση 37 ανεμογεννητριών στη Δυτική Μάνη. Παράλληλα, έχουν προκύψει σοβαρές καταγγελίες σχετικά με τον δήμαρχο της περιοχής, ο οποίος φέρεται να έχει λάβει περίπου 50.000 ευρώ ανά ανεμογεννήτρια ως αντάλλαγμα για την αποσιώπηση των τοπικών αντιδράσεων.

Παράλληλα, μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες όπως οι Mytilineos, Ellaktor, ELPE Renewables και η Enel Green Power Hellas (νυν Principia Energy) διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην ελληνική αγορά ΑΠΕ, έχοντας στενές σχέσεις με πολιτικές αποφάσεις και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.

Τέλος, η κοινοπραξία RWE Renewables Hellas σε συνεργασία με τη Hellenic Petroleum (HELPE Renewables) σχεδιάζει την ανάπτυξη του εθνικού offshore αιολικού δυναμικού της χώρας, με στόχο την εγκατάσταση περίπου 2 GW έως το 2030, ενισχύοντας το προφίλ της Ελλάδας στον τομέα των θαλάσσιων ανεμογεννητριών.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.