Η Ελλάδα καίγεται. Πλημμυρίζει. Βράζει. Και παγώνει. Το σώμα της υποφέρει από τις πιο ακραίες μεταβολές, ενώ η πολιτεία μοιάζει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο διαχείρισης που παρακολουθεί τα γεγονότα αντί να τα προλαμβάνει. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται όχι απλώς μια περιβαλλοντική κρίση, αλλά μια υπαρξιακή απειλή για τη χώρα, το παραγωγικό της μοντέλο, την κοινωνική της συνοχή, και –τελικά– την ίδια της την επιβίωση.
του Γιώργου Αθανασίου
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πια ένα αφηρημένο σενάριο για το μακρινό μέλλον. Είναι παρόν. Απτό. Μετρήσιμο. Καταστροφικό.
Το καλοκαίρι του 2023 ήταν το θερμότερο στην ιστορία της Ευρώπης. Θερμοκρασίες 45+ βαθμών, καταστροφικές πυρκαγιές στην Αλεξανδρούπολη, καμένα δάση στην Πάρνηθα. Και ενώ η χώρα ακόμη προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά, ο Σεπτέμβρης έφερε τις πλημμύρες του Daniel, βυθίζοντας τη Θεσσαλία στη λάσπη. Σοδειές εξαφανίστηκαν, χωριά έσβησαν από τον χάρτη, ζωές ανατράπηκαν.
Δεν μιλάμε για εξαιρέσεις. Μιλάμε για μια νέα ”κανονικότητα”.
Η οικονομία ήδη δέχεται ισχυρά πλήγματα. Ο τουρισμός – βασικός πυλώνας του ΑΕΠ – πλήττεται από ακυρώσεις, θερμική δυσφορία και απώλεια υποδομών. Οι αγρότες βλέπουν καλλιέργειες να χάνονται από το νερό ή τη δίψα. Οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις αυξάνονται ραγδαία. Το κράτος καλείται να πληρώσει τεράστιους λογαριασμούς για υποδομές που δεν άντεξαν – ή που ποτέ δεν χτίστηκαν με βάση το κλιματικό ρίσκο.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική απάντηση είναι αποσπασματική. Κάθε χρόνο, τα ίδια λόγια: “ήταν ακραίο φαινόμενο”, “κάναμε το καλύτερο δυνατό”, “συντονιστήκαμε σε όλα τα επίπεδα”. Η έλλειψη στρατηγικής είναι πλέον τραγική και επικίνδυνη. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένος σχεδιασμός πολιτικής προστασίας. Οι τοπικές κοινωνίες αφέθηκαν χωρίς σχέδιο εκκένωσης, χωρίς υποδομές, χωρίς φωνή.
Η αδικία γίνεται πλέον ορατή και ταξική. Όσοι έχουν πόρους βρίσκουν λύσεις – καλύτερα σπίτια, air condition, δυνατότητα διαφυγής. Όσοι δεν έχουν, μένουν πίσω: στις πλημμυρισμένες γειτονιές, στις περιοχές χωρίς σκιά, στις επαρχίες με διαλυμένο αγροτικό δίκτυο.
Και μέσα σε όλα αυτά, η κοινωνική κόπωση μεγαλώνει. Οι πολίτες νιώθουν ανίσχυροι, αβοήθητοι, θυμωμένοι. Η κλιματική κρίση δεν παράγει μόνο καταστροφές – παράγει απόγνωση.
Υπάρχουν λύσεις; Ναι. Πολλές. Υπάρχουν παραδείγματα σε όλο τον κόσμο:
-
Πόλεις με πράσινες ταράτσες και δίκτυα δροσιάς
-
Αναδασώσεις με κοινωνική συμμετοχή
-
Τοπικά ενεργειακά κοινά που μειώνουν την εξάρτηση από ρυπογόνες πηγές
-
Νέες αγροτικές τεχνικές προσαρμοσμένες στο νέο κλίμα
-
Εκπαίδευση και κινητοποίηση από τα σχολεία έως τα δημοτικά συμβούλια
Αλλά όλα αυτά απαιτούν πολιτική βούληση, θεσμική σοβαρότητα και συλλογική αφύπνιση.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να επιλέξει ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την κλιματική δράση. Πρέπει να καταλάβει ότι χωρίς κλίμα – δεν υπάρχει οικονομία, δεν υπάρχει κοινωνία, δεν υπάρχει χώρα.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν μπορούμε να αλλάξουμε.
Το ερώτημα είναι αν τολμάμε.
Και το κρίσιμο δίλημμα που τίθεται πια μπροστά μας, είναι αυτό:
Ή θα μιλήσουμε και θα πράξουμε, ή θα γίνουμε η πρώτη γενιά Ελλήνων που θα δει τη χώρα της να χάνεται χωρίς να έχει κάνει τίποτα.