Τον Νοέμβριο του 2006 οι πρόεδροι των μεγαλύτερων δικηγορικών συλλόγων από την Τουρκία επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη και ζήτησαν να έχουν και συνάντηση με τη διοίκηση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Του Δημήτρη Γαρούφα*
Πραγματικά, επιτροπή εξ αυτών μας επισκέφθηκε στον Δικηγορικό Σύλλογο και ως πρόεδρός του τότε τους καλωσόρισα ευχόμενος να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ευρωπαϊκής προοπτικής για την Τουρκία, με προαπαιτούμενο βέβαια τον σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών… Στο πλαίσιο της επίσκεψης αυτής είχα και μια ιδιαίτερη συζήτηση με κάποιον εξ αυτών Ελληνομαθή που, απαντώντας σε ερώτημά μου, είπε πως ο Ερντογάν είναι πολιτικός υψηλού βεληνεκούς, θα μακροημερεύσει στην εξουσία, θα υπάρξει θεαματική οικονομική ανάπτυξη και η Τουρκία θα αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «είναι πολιτικός που πλησιάζει στο πολιτικό ύψος του Κεμάλ και του δικού σας Ελευθερίου Βενιζέλου».
Έπειτα από κάποιο διάστημα βρέθηκα σε μια σύσκεψη στο γραφείο Θεσσαλονίκης του «Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής» (ήμουν τυπικά μέλος της επιστημονικής επιτροπής του περιοδικού που εξέδιδε με τίτλο «Φιλελεύθερη έμφαση»). Μετέφερα τη συζήτηση με τον Τούρκο συνάδελφο κάνοντας και κάποια εκτίμηση για το μέλλον, αλλά υφυπουργός τής τότε κυβέρνησης με λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό με διέκοψε λέγοντας ότι «ο Ερντογάν δεν μιλά καμιά ξένη γλώσσα και θα είναι πάντα ένας επαρχιώτης – Βαλκάνιος πολιτικός που δεν μπορεί να σταθεί σε διεθνές περιβάλλον και να προσφέρει στη χώρα του».
Από τότε πέρασαν 19 χρόνια, ο ομιλών 3-4 ξένες γλώσσες υφυπουργός έχει εξαφανιστεί από το πολιτικό προσκήνιο εδώ και χρόνια, αλλά ο Ερντογάν, που δεν μιλά καμιά ξένη γλώσσα, όχι μόνο ζει και βασιλεύει στην Τουρκία, αλλά πέτυχε θεαματική ανάπτυξη για τη χώρα του, η οποία απέκτησε και δική της πολεμική βιομηχανία κατασκευάζοντας άρματα και θωρηκτά ακόμη, και λειτουργώντας ως περιφερειακή δύναμη ελίσσεται μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, που συναγωνίζονται σε παροχές προς την Τουρκία.
Ανέφερα τα ανωτέρω για να επισημάνω πόσο επιδερμικά σκέπτονται κάποιοι πολιτικοί μας, πόσο στις εκτιμήσεις τους επηρεάζονται από ανόητα κριτήρια ενώ μάλλον αγνοούν βασικές παραμέτρους του τρόπου λειτουργίας του τουρκικού κράτους, γι’ αυτό ενδεικτικά επισημαίνουμε τα εξής:
Α) Η πολιτική της Τουρκίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής έχει μακρόχρονη στόχευση και στρατηγική και δεν επηρεάζεται από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία. Θα είναι η ίδια, είτε είναι πρόεδρος ο Ταγίπ Ερντογάν είτε χάσει την εξουσία, και ίδια θα ήταν ακόμα κι αν είχε πετύχει το πραξικόπημα του 2016. Ας μην ξεχνάμε ότι η εισβολή στην Κύπρο έγινε από τον Ετσεβίτ, ενώ διαχρονικά (μετά το 1990) επιδιώκεται ισχυρή επιρροή της Τουρκίας και στα Βαλκάνια μέσω οικονομικής και πολιτικής παρουσίας της και με μοχλό την οικονομία και τις μουσουλμανικές μειονότητες που υπάρχουν σε Αλβανία, Σκόπια, Βουλγαρία, Κόσοβο κ.λπ.
Β) Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας απομακρύνεται αλλά, ούτως ή άλλως, η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. ήταν μάλλον κάτι ανέφικτο, γιατί για να γίνει δεκτή η Τουρκία είτε θα έπρεπε να αλλάξει η Τουρκία (μάλλον αδύνατο) είτε θα έπρεπε να αλλάξει η Ε.Ε., κάνοντας έκπτωση επί των αρχών της σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελευθεριών, σεβασμού διεθνών συνθηκών κ.λπ.
Γ) Η πολιτική της Τουρκίας θα συνεχίσει να είναι επεκτατική με διάφορες μορφές, θέλοντας να λειτουργεί ως περιφερειακή δύναμη. Στην Ανατολική Μεσόγειο εκδηλώνεται ήδη επεκτατικά, ενώ και στο Αιγαίο είναι σε εξέλιξη προσπάθεια δημιουργίας «γκρίζων περιοχών» για να ακολουθήσει μετέπειτα εξέλιξη επεκτατικού επιθετικού σχεδίου.
Δ) Η Ελλάδα μετά το 1990 δημιούργησε οικονομικά ερείσματα στα Βαλκάνια, αλλά επειδή η οικονομική παρουσία δεν συνοδεύτηκε από πολιτιστική δεν υπήρξαν τα ανάλογα αποτελέσματα, ενώ με την οικονομική κρίση η Ελλάδα αποσύρεται (ήδη οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στις βαλκανικές χώρες έχουν πουληθεί σε ξένους), αλλά η Τουρκία μεθοδικά καλύπτει το κενό που αφήνει η Ελλάδα κάνοντας επενδύσεις αλλά και ιδρύοντας σχολεία, τζαμιά και ενισχύοντας τις μουσουλμανικές μειονότητες. Δυστυχώς, η Ελλάδα, ελλείψει οράματος του πολιτικού μας κόσμου, δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις και φοβούμαι ότι το θέμα της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια θα εξελιχθεί σε μελλοντικό μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα.
Το ερώτημα που γεννάται είναι τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα: επιγραμματικά θα έλεγα ότι χρειάζεται ψυχραιμία και χάραξη μιας μακρόχρονης εθνικής στρατηγικής, που θα στηρίζεται σε ισχυρές συμμαχίες, σε πρωτοβουλίες μας στα Βαλκάνια με προβολή της ευρωπαϊκής προοπτικής, αλλά κυρίως και σε δική μας αποτρεπτική ισχύ, που θα εξοστρακίζει τους κινδύνους. Με λίγα λόγια αλλά με πολλά έργα να διασφαλίσουμε την εθνική κυριαρχία..
*Δικηγόρος – πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης